ΕΡΕΥΝΑ: «Το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα»
–Προβλήματα στην πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα για σημαντική μερίδα ασθενών
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Σημαντικές πτυχές του φορτίου της νόσου του καρκίνου του μαστού στην Ελλάδα, όπως η επίδραση στη ζωή τόσο των ασθενών όσο και των οικογενειών τους, η υψηλή ιδιωτική δαπάνη που συνοδεύει τη διάγνωσή του και η φύση των εμποδίων στην έγκαιρη διάγνωση και στην πρόσβαση σε φροντίδα υγείας, αναδεικνύουν τα αποτελέσματα της έρευνας με τίτλο «Το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα: 10 χρόνια μετά». Ταυτόχρονα, αναδεικνύονται τα θετικά βήματα, όπως και οι τομείς στους οποίους εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις στην πολιτική διαχείρισης του καρκίνου του μαστού στη χώρα μας.
Την έρευνα πραγματοποίησαν το Εργαστήριο Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (LabHTA) του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής». Αποτελεί συνέχεια αντίστοιχης μελέτης που πραγματοποιήθηκε το 2014 από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), από την οποία αναδείχθηκαν σημαντικές πτυχές του φορτίου της νόσου στην Ελλάδα και διαμορφώθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, με σκοπό τη βελτίωση του «ταξιδιού» των γυναικών με καρκίνο του μαστού.
Επιστημονικά υπεύθυνος της έρευνας ήταν ο Κωνσταντίνος Αθανασάκης, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Σκοπός της έρευνας ήταν να αποτυπώσει το «ταξίδι» των γυναικών με καρκίνο του μαστού σήμερα, από το πρώτο εύρημα / σύμπτωμα έως και το στάδιο της παρακολούθησης, να διερευνήσει τις συνθήκες πρόσβασης σε φροντίδα υγείας και να αποτυπώσει την επίπτωση της νόσου, υπό την οπτική των γυναικών με καρκίνο του μαστού.
Τα αποτελέσματα
Στην έρευνα συμμετείχαν γυναίκες που είχαν νοσήσει από πρώιμο ή και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού από 1/1/2019 έως 30/6/2023 και των οποίων η διάγνωση και οι θεραπείες είχαν γίνει στην Ελλάδα. Η συλλογή των απαντήσεων πραγματοποιήθηκε μέσω ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και διεξήχθη τον Απρίλιο του 2024. Οι βασικές ενότητες του ερωτηματολογίου αφορούσαν το χρονικό διάστημα έως τη διάγνωση, την πορεία μετά τη διάγνωση, την πρόσβαση των ασθενών σε φροντίδα υγείας, τις οικονομικές επιπτώσεις και την επίδραση της νόσου στη ζωή των ασθενών και των οικογενειών τους. Το τελικό δείγμα της έρευνας ανήλθε σε 552 συμμετέχουσες. Αναλυτικότερα, τα αποτελέσματα έχουν ως εξής:
Πριν από τη διάγνωση
• Χωρίς σταθερή παρακολούθηση από γιατρό για έλεγχο του μαστού φαίνεται πως ήταν περισσότερες από τις μισές ερωτώμενες (52%).
• Το 50,5% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα εντόπισε το πρόβλημα με τον μαστό, που εν τέλει οδήγησε στη διάγνωση, κατά τον προληπτικό έλεγχο μαστού (μέσω μαστογραφίας, υπερήχου ή κλινικού ελέγχου μαστού).
• Γρήγορα φαίνεται να είναι τα αντανακλαστικά από τη στιγμή του ευρήματος, καθώς το 81,2% του δείγματος δήλωσε πως ενήργησε όσο γρήγορα χρειαζόταν.
• Ωστόσο, όταν οι γυναίκες αναζήτησαν φροντίδα υγείας για το πρόβλημα που είχαν εντοπίσει, αναφέρθηκαν προβλήματα στην πρόσβαση και συγκεκριμένα: λίστα αναμονής για ιατρικό ραντεβού (29,7%), έλλειψη σχετικής ειδικότητας στον τόπο διαμονής τους (19%) και μεγάλη απόσταση του ιατρείου / νοσοκομείου / κέντρου υγείας από τον τόπο κατοικίας (23%).
• Το 56,5% των συμμετεχουσών δήλωσε πως η πρώτη ιατρική ειδικότητα στην οποία απευθύνθηκε για το πρόβλημα με τον μαστό ήταν ο χειρουργός μαστού και στη συνέχεια ο γυναικολόγος (19,9%).
• Ο πρώτος γιατρός στον οποίο απευθύνθηκε η πλειονότητα του δείγματος (51,3%) ήταν ιδιώτης γιατρός (στο ιατρείο του), ενώ το 21,9% απευθύνθηκε σε εξωτερικά ιατρεία ιδιωτικού νοσοκομείου – κλινικής ή σε ιδιωτικό πολυϊατρείο και το 25,4% σε αντίστοιχες δημόσιες δομές (πρωινά και απογευματινά ιατρεία δημόσιου νοσοκομείου, ΠΕΔΥ, κέντρο υγείας).
• Σε μεγαλύτερο ποσοστό οι συμμετέχουσες απευθύνθηκαν, επίσης, στον ιδιωτικό τομέα και για τη διενέργεια της βιοψίας, με το 64,3% να δηλώνει πως πραγματοποίησε τη βιοψία σε ιδιωτικό νοσοκομείο / διαγνωστικό κέντρο / ιατρείο και το 35,5% σε δημόσιο νοσοκομείο.
• Οι συμμετέχουσες στην έρευνα επισκέφθηκαν κατά μέσο όρο 2 γιατρούς έως την οριστικοποίηση της διάγνωσης.
Διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση
• Το σύνολο των γυναικών με πρώιμο / τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού που συμμετείχαν στην έρευνα έκανε κάποια χειρουργική επέμβαση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (60,9%), η επέμβαση πραγματοποιήθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο / κλινική. Στην περίπτωση των υπόλοιπων θεραπειών (χημειοθεραπειών, θεραπειών με βιολογικό παράγοντα, ανοσοθεραπείας, ακτινοθεραπειών), σχεδόν οι μισές γυναίκες επέλεξαν το δημόσιο νοσοκομείο.
• Καθοριστικός παράγοντας στην επιλογή του νοσοκομείου για τη χειρουργική επέμβαση φαίνεται πως είναι ο / η γιατρός.
• Το 86,8% του δείγματος ανέφερε πως δεν άλλαξε νοσοκομείο κατά τη διάρκεια των θεραπειών, ενώ για όσες άλλαξαν (12,3%) ο γιατρός ήταν και πάλι καθοριστικός παράγοντας της επιλογής (42,6%).
• Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της ιστολογικής εξέτασης μετά τη χειρουργική επέμβαση έγινε μετά από 20,8 ημέρες κατά μέσο όρο.
• Το 76,1% του δείγματος απάντησε πως έχει πραγματοποιήσει εξέταση / εξετάσεις γονιδιακού ελέγχου, γονιδιακής υπογραφής και βιοδεικτών.
• Η δαπάνη για τις συγκεκριμένες εξετάσεις καλύφθηκε σε μεγάλο ποσοστό από την ίδια την ασθενή, καθώς το 58,6% δήλωσε πως πλήρωσε ένα μέρος ή όλο το ποσό.
• Μεταξύ αυτών που δεν πραγματοποίησαν τις εξετάσεις, ο κύριος λόγος που αναφέρθηκε ήταν ότι δεν συστήθηκαν από τον / τη γιατρό (61,8%). Ωστόσο, η αδυναμία κάλυψης του κόστους αναφέρεται ως η δεύτερη συχνότερη αιτία (25,5%).
Οικονομική επιβάρυνση
• Η δαπάνη για τη διάγνωση και τις θεραπείες καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλιση αλλά και από τις ίδιες τις ασθενείς με ιδιωτικές πληρωμές και συμπληρωματικά από την ιδιωτική ασφάλιση. Οι ιδιωτικές αυτές πληρωμές ανέρχονται σε 4.673 ευρώ κατά μέσο όρο.
• Το συγκεκριμένο ποσό φαίνεται να καλύπτεται κατά κύριο λόγο από το ίδιο το νοικοκυριό (66,1%) ή / και από αποταμιεύσεις (40,6%), ενώ σημαντικό ρόλο φαίνεται πως παίζει και το ευρύτερο υποστηρικτικό δίκτυο (23,9% οι γονείς της ασθενούς, 12,5% δανεισμός από φίλους και γνωστούς).
• Το 31% του δείγματος θεωρεί πως η οικονομική του κατάσταση επιβαρύνθηκε πολύ ή πάρα πολύ εξαιτίας των εξόδων για τη θεραπεία.
• Αντίστοιχα, σε ποσοστό 17,4% οι ασθενείς ανέφεραν πως η συγκεκριμένη οικονομική επιβάρυνση τις επιβάρυνε και ψυχολογικά.
• Το 23,4% ανέφερε πως ένιωσε ανησυχία για οικονομικά προβλήματα στο μέλλον ως αποτέλεσμα της ασθένειας ή της θεραπείας.
• Παράλληλα, το 30,6% του δείγματος δήλωσε πως λόγω της διάγνωσης χρειάστηκε να σταματήσει για κάποιο διάστημα την εργασία του ή να πάρει άδεια άνευ αποδοχών.
• Εντοπίζεται, επίσης, ύπαρξη υποστήριξης από το στενό συγγενικό και φιλικό περιβάλλον, καθώς το 25,4% δήλωσε πως άτομα του περιβάλλοντός του χρειάστηκε να σταματήσουν προσωρινά ή να εγκαταλείψουν την εργασία τους και το 26,4% πως συγγενικά του πρόσωπα χρειάστηκε να μετακομίσουν μόνιμα ή προσωρινά από τον τόπο κατοικίας τους.
Καθυστερήσεις
• Ποσοστό 75,7% των συμμετεχουσών στην έρευνα θεωρεί πως καθ’ όλο το «ταξίδι» του, από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό έως μετά τη θεραπεία, έλαβε ιατρική φροντίδα εγκαίρως.
• Για όσες γυναίκες απάντησαν πως δεν έλαβαν ιατρική φροντίδα εγκαίρως (23,2%), οι κυριότεροι λόγοι που αναφέρθηκαν ήταν ότι οι γιατροί στους οποίους απευθύνθηκαν δεν διέγνωσαν το πρόβλημα, καθώς και η αναμονή για να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες εξετάσεις ώστε να γίνει η διάγνωση.
• Μεταξύ αυτών που θεωρούν πως δεν έλαβαν ιατρική φροντίδα εγκαίρως (23,2%), η πλειονότητα πιστεύει πως η μεγαλύτερη καθυστέρηση σημειώθηκε στο στάδιο έως τη διάγνωση.
Ψυχοκοινωνική στήριξη
• Οι μισές περίπου ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα απευθύνθηκαν σε κάποιον σύλλογο ασθενών για ενημέρωση (52,5%) μετά τη διάγνωσή τους.
• Σε σχέση με την ψυχολογική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της θεραπείας, το 40,8% αναζήτησε ψυχολογική υποστήριξη από επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Κατά πλειοψηφία, οι ασθενείς ανέφεραν πως αναζήτησαν υποστήριξη από επαγγελματία ψυχικής υγείας σε ιδιωτικό ιατρείο. Ακολουθούν με 27,1% η υποστήριξη από συλλόγους ασθενών, με 14,7% η τηλεφωνική γραμμή στήριξης συλλόγων ασθενών και με 14,7% οι δημόσιες δομές.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ