Η σκόπιμη υποτίμηση και η συγκάλυψη των κινδύνων που επιφέρει η παράνομη μετανάστευση
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Έχουμε γράψει επανειλημμένα για το μεγάλο αυτό θέμα, που αφήνεται να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο εθνικό πρόβλημα της χώρας. Το σημαντικότερο στοιχείο για μια χώρα είναι ο πληθυσμός της. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα ιστορικό εθνικό κράτος.
Οι πρόγονοί μας έχυσαν ποταμούς αίματος για να ελευθερώσουν την Ελλάδα, που ήταν ένα μέρος του Ελληνικού εθνικού χώρου, και να κάνουν πραγματικότητα την παλιγγενεσία των Ελλήνων, που είχαν μείνει χωρίς δικό τους κράτος και εθνική ελευθερία, μετά την υποδούλωσή τους στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Αυτό το εθνικό κράτος, με όλες τις αδυναμίες και τα προβλήματά του, υπάρχει σήμερα λόγος να το απεμπολήσουμε, ασκώντας ή ανεχόμενοι πολιτικές που οδηγούν στη μετάλλαξη και την αλλοτρίωσή του;
Επισήμως, καμία κυβέρνηση και η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων δεν παραδέχεται ότι προωθεί ή συμπράττει σε μια τέτοια πολιτική. Εδώ και τρεις όμως περίπου δεκαετίες λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο λαθρομεταναστεύσεως, που δεν έχει καμία σχέση με τα μεταναστευτικά κινήματα του παρελθόντος.
Το νέο ποιοτικό στοιχείο είναι η χαλάρωση του ελέγχου των κρατικών συνόρων. Εάν κρίνει κανείς από την Ελλάδα, μέχρι τη δεκαετία του 1990 ήταν αδιανόητο να γίνει ανεκτή, χωρίς συνέπειες, η παράνομη είσοδος στη χώρα. Εάν κάποιος έμπαινε παράνομα, θα συλλαμβανόταν, θα καταδικαζόταν για παράνομη είσοδο και, μετά την έκτιση της ποινής του, θα απελαυνόταν. Το ίδιο αδιανόητο ήταν η παράνομη είσοδος από τα θαλάσσια σύνορα.
Τι άλλαξε στη δεκαετία του 1990, στα μέσα ακριβέστερα της δεκαετίας; Εμφανίσθηκε στις ΗΠΑ η ιδεολογία και η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, με σημαιοφόρο τον Πρόεδρο Κλίντον. Η πολιτική αυτή ήρθε ως εναλλακτική πολιτική του εγκωμιαζόμενου τότε διαλόγου Βορρά – Νότου, στον οποίο έπαιζε σημαντικό ρόλο και η Ευρώπη, με κυριότερο εκφραστή στης τον Γερμανό Καγκελάριο Βίλλυ Μπράντ.
Με απλά λόγια, ο λεγόμενος Διάλογος Βορρά – Νότου έθετε ως κεντρικό θέμα τη διαμόρφωση ενός διεθνούς συνεκτικού προγράμματος συνεργασίας μεταξύ Βορρά και Νότου και την παροχή βοήθειας από τον πλούσιο Βορρά στον φτωχό Νότο για την προώθηση της παγκόσμιας αναπτύξεως και ευημερίας.
Η παγκοσμιοποίηση ήρθε ως εναλλακτική πολιτική του χρηματοπιστωτικού κυρίως τομέα και των πολυεθνικών εταιρειών, με το επιχείρημα ότι το άνοιγμα των αγορών, η χαλάρωση των συνοριακών ελέγχων και η παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών θα μπορούσαν πολύ καλύτερα και αποτελεσματικότερα να προωθήσουν την παγκόσμια ανάπτυξη.
Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο αυτή έχει ήδη καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση και ο συνασπισμός των εξαρτημένων από τη Σοβιετική Ένωση σοσιαλιστικών κρατών στην Ευρώπη. Έχει κάνει επίσης τα πρώτα μεγάλα βήματά της η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η υπεροψία του Δυτικού οικονομικού συστήματος, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, βρίσκεται επίσης στο ζενίθ, γιατί η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, που οφειλόταν περισσότερο σε εσωτερικές αδυναμίες και αντιφάσεις, υπολαμβάνεται ως νίκη των ΗΠΑ και του Δυτικού οικονομικού συστήματος.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι ολιγαρχικές οικονομικές δυνάμεις, στον χρηματοπιστωτικό κυρίως τομέα, και οι μεγάλες πολυεθνικές, που απέκτησαν ηγεμονικό ρόλο στην Αμερικανική, αλλά εν μέρει και στην παγκόσμια οικονομία, προέβαλαν την παγκοσμιοποίηση ως νέο, αναγκαίο διεθνές πλαίσιο που ανταποκρίνεται στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και των ανταλλαγών. Η πολιτική αυτή παρουσιαζόταν συμπληρωματικά προς την ιδέα της παγκόσμιας Αμερικανικής ηγεμονίας που ανέκυψε μετά την κατάρρευση του άλλου ανταγωνιστικού συνασπισμού.
Η πολιτική αυτή προέβαλλε έναν νέο διεθνισμό, εφόσον ο στόχος της οικοδομήσεως μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς συνεπάγεται την ελευθερία των συναλλαγών πάνω από εθνικά σύνορα. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν το γεγονός ότι η έννοια της αγοράς προσδιορίζεται από τρεις βασικούς παράγοντες, το κεφάλαιο, την εργασία, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών, και το προϊόν, η ενοποίησή της συνεπάγεται παραλλήλως και διαδικασία ελεύθερης ροής και των τριών αυτών παραγόντων.
Το απροκάλυπτο άνοιγμα των συνόρων, σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι κάτι εύκολο και πολιτικά αποδεκτό, εκτός του πλαισίου μιας πολιτικής ενώσεως, όπως, είναι, π.χ., η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μαζικοποίηση της παράνομης μεταναστεύσεως είναι ένας τρόπος για να προωθηθούν οι στόχοι της παγκοσμιοποίησης, χωρίς αυτό να ομολογείται ευθέως.
Επιστρατεύθηκαν και στην περίπτωση αυτή τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα, για να χρησιμοποιηθούν ως προσχηματικός ευγενικός σκοπός, με κορωνίδα το πολιτικό άσυλο. Η έννοια του τελευταίου διευρύνθηκε στο έπακρο για να χωρά κυριολεκτικά τους πάντες και να φτάσει στην πολιτική των ανοικτών συνόρων και τη μη απώθηση κανενός, εφόσον αυτός επικαλεσθεί το πρόσχημα του ασύλου.
Βλέπει κανείς πού οδήγησε η πολιτική αυτή σε όλη την Ευρώπη και ειδικότερα στη χώρα μας. Εκατομμύρια παρανόμων μεταναστών, που δεν έχουν καμία σχέση και συνάφεια με τον Ελληνικό λαό, είναι ήδη εγκατεστημένοι στη χώρα, χωρίς να έχει ερωτηθεί ο κατά τα άλλα «κυρίαρχος» Ελληνικός λαός. Με ποιο δικαίωμα οι διαδοχικές κυβερνήσεις του, από τις αρχές του 2000 και ενωρίτερα ακόμη, επέτρεψαν την είσοδο και την εγκατάσταση στη χώρα εκατοντάδων χιλιάδων και εκατομμυρίων αλλοδαπών;
Επισήμως, δεν γίνεται βεβαίως αποδεκτό ότι οι παράνομοι μετανάστες στη χώρα ανέρχονται ήδη σε εκατομμύρια. Μειώνουν συστηματικά και αποκρύπτουν τον αριθμό τους για να αποφύγουν την αντίδραση του Ελληνικού λαού και να καλλιεργούν τον μύθο των λίγων δήθεν καταδιωκομένων και κατατρεγμένων που βρίσκουν καταφύγιο στη χώρα μας. Αντιθέτως, με τον ίδιο συγκεκαλυμμένο τρόπο, προχωρούν στη νομιμοποίηση πραγματικών προσφύγων και παρανόμων μεταναστών και στην Ελληνοποίησή τους, υποτιμώντας τις συνέπειες που έχει αυτό για την εθνική συνοχή της χώρας και τους συναφείς κινδύνους.
Παρακολουθεί κανείς σήμερα τη συνεχή πολιορκία των νησιών μας και τη μετατροπή του Λιμενικού Σώματος από φορέα αποτροπής σε φορέα υποδοχής των λαθρομεταναστών. Προβάλλεται ως δικαιολογία η πολιτική των ανοικτών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με πρόσχημα το άσυλο. Δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να παραμένει καθηλωμένη σε μια ανερμάτιστη, προσχηματική πολιτική, όταν η Γερμανία, που δεν είναι χώρα εξωτερικών συνόρων, την απορρίπτει και ουσιαστικά την καταργεί για την ίδια.
Οι κίβδηλες διαβεβαιώσεις ότι δήθεν τα σύνορα ελέγχονται συνιστούν συγκάλυψη ενός συνεχιζόμενου εθνικού εγκλήματος, που απειλεί άμεσα το εθνικό μέλλον της χώρας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ