Λ. Λιακάκος στο “Π”: Η στρατηγική της Ελλάδας και της Κύπρου στη νέα αμυντική πολιτική της ΕΕ εν μέσω μεγάλων κρίσεων

Λ. Λιακάκος στο “Π”: Η στρατηγική της Ελλάδας και της Κύπρου στη νέα αμυντική πολιτική της ΕΕ εν μέσω μεγάλων κρίσεων

Του
ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
Διδάκτορος Διεθνούς Δικαίου


Οι νέοι μεγάλοι παίκτες του διεθνούς αναδυόμενου πολυπολικού περιβάλλοντος αμφισβητούν τη μέχρι πρότινος θεσμική παγκόσμια τάξη και την αμερικανική υπεροχή σε αυτήν. Συγκεκριμένα, επιζητούν διά της ισχύος την ανατροπή των υφιστάμενων ισορροπιών, δημιουργώντας περιφερειακές συγκρούσεις, οι οποίες προκαλούν δυσμενή αντίκτυπο και στην Ευρώπη, επηρεάζοντάς την άμεσα.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσε εφαλτήριο στην αναθεώρηση του ευρωπαϊκού αμυντικού σχεδιασμού, υπό τον μανδύα της «Στρατηγικής Πυξίδας». Συγκεκριμένα, ο νέος οδικός χάρτης της Ένωσης αποσκοπεί στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας, συμβάλλοντας στην ιδέα της στρατηγικής της αυτονομίας και μειώνοντας την εξάρτησή της από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.

Στα καινοτόμα σχέδια δράσης της περιλαμβάνεται η δημιουργία της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης (EU Rapid Deployment Capacity, εφεξής RDC), μιας ευέλικτης μονάδας 5.000 στρατιωτών με στόχο την άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση σε αποστολές εντός και εκτός Ευρώπης, πολλαπλού σκοπού. Ήδη έχουν σημειωθεί σημαντικά ορόσημα στην εξέλιξη του πρότζεκτ, όπως η πρώτη κοινή ευρωπαϊκή στρατιωτική άσκηση «MILEX 23» στην Ισπανία το 2023, με την επόμενη να διεξάγεται στη Γερμανία προς το τέλος του 2024. Τα ενεργά και φλέγοντα μέτωπα στην Ουκρανία, ιδίως μετά τις τελευταίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, επιτείνουν την ανάγκη πλήρους επιχειρησιακής ετοιμότητας εντός του 2025, όπως ήδη προβλέπεται από την «Πυξίδα».

Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν δυνητικά στρατηγικά σημεία για την εγκατάσταση της RDC, προσφέροντας εγγενή γεωπολιτικά πλεονεκτήματα, καθώς θεωρούνται σύνορα της Ευρώπης και της ειρήνης και βρίσκονται σε αναβαθμισμένη γεωστρατηγική θέση, ενώ η γεωγραφική εγγύτητα, ιδίως της Κύπρου, με περιοχές υψηλής έντασης και κινδύνου καθιστά τα δύο κράτη ιδανικούς οικοδεσπότες για τη φιλοξενία μονάδων της επίλεκτης ευρωπαϊκής δύναμης. Ενδεχόμενη παρουσία της ενδέχεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά, συμβάλλοντας στην ανάσχεση της αναθεωρητικής προσέγγισης της «γαλάζιας πατρίδας», η οποία βρίσκει πεδίο εφαρμογής τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη από τη γείτονα.

Επιπλέον, η Κύπρος, καθώς δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεν απειλείται από ενδεχόμενο τουρκικό βέτο για την τοποθέτηση μονάδων του «μίνι Ευρωστρατού» στις εγκαταστάσεις της. Επιπροσθέτως, μηδενίζεται το γεωπολιτικό ρίσκο για ανάπτυξη ευρωπαϊκών σχεδίων στη Μεσόγειο, όπως η ολοκλήρωση του έργου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ «Great Sea Interconnector», που υπάγεται στα έργα κοινού ενδιαφέροντος PCI της ΕΕ και έχει ήδη χρηματοδοτηθεί από εκείνη με 670 εκατομμύρια ευρώ.

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα που αναφύεται από τη μελλοντική ύπαρξη της RDC στη Μεγαλόνησο είναι η διαπραγματευτική δυνατότητα από θέση ισχύος για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Η συνολική και σφαιρική αναβάθμιση της Κύπρου δύναται να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον και άσκηση πίεσης από τους εταίρους για δίκαιη λύση, υποβαθμίζοντας την τουρκική επιρροή. Εξάλλου, η πρόσφατη επίσημη εμπρηστική τοποθέτηση του Προέδρου Ερντογάν, από το βήμα του ΟΗΕ, περί διεθνούς αναγνώρισης του ψευδοκράτους και διχοτόμησης της Κύπρου δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού, αλλά απαιτεί δράση.

Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να εφαρμόσουν δυναμική και διεκδικητική διπλωματία, στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, για να εξασφαλίσουν την εγκατάσταση της RDC στην επικράτειά τους. Το διακύβευμα χαρακτηρίζεται υψίστης σημασίας, δεδομένου ότι αποτελεί ιστορική ευκαιρία για την ενδυνάμωση των εθνικών συμφερόντων των δύο χωρών, θωρακίζοντας παράλληλα τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Η γεωστρατηγική αναβάθμιση της Κύπρου θα ενισχύσει τη θέση της στα διεθνή φόρουμ, προωθώντας μια λύση βασισμένη στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και των Αποφάσεων του ΟΗΕ.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ