Μέση Ανατολή, νέος κίνδυνος παγκόσμιας συρράξεως
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
H άμεση επέμβαση του Ιράν στη σύγκρουση της Μέσης Ανατολής, με τη βροχή πυραύλων που εκτόξευσε κατά του Ισραήλ, καθιστά άμεσο τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης κλιμακώσεως της συγκρούσεως σε περιφερειακή και παγκόσμια σύρραξη, σε συνδυασμό πάντοτε με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το Ιράν ήταν μέχρι τώρα πολύ προσεκτικό στις κινήσεις του κατά του Ισραήλ. Απέφευγε κάθε κατά μέτωπο επίθεση και ενεργούσε μέσω των περιφερειακών συμμάχων του: της Χαμάς, της Χεσμπολάχ, των Χούθι στην Υεμένη. Οι εξελίξεις όμως στα μέτωπα αυτά και κυρίως στη Γάζα και στον Λίβανο έφεραν το ίδιο στο επίκεντρο. Η θεαματική ιδίως εξουδετέρωση του ηγέτη της Χεσμπολάχ, Νασράλα, και πολλών άλλων βασικών στελεχών της οργανώσεως ήταν ένα απευθείας πλήγμα στο γόητρο του Ιράν, που είναι ο χορηγός και ο προστάτης κατά ένα τρόπο των Σιιτών του Λιβάνου και του λεγόμενου Άξονος Αντιστάσεως κατά του Ισραήλ.
Παρά τους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις της Ιρανικής ηγεσίας, ήταν θέμα γοήτρου για το Ιράν να κάνει επίδειξη δυνάμεως και να απαντήσει στο Ισραήλ για το πλήγμα κατά της Χεσμπολάχ. Σ’ αυτό βοήθησε και η νέα αυτοπεποίθηση του Ιράν, που συνδέεται με τον υπερ-υπερηχητικό πύραυλο Φατάχ 1, που προσδίδει σ’ αυτό νέες επιχειρησιακές δυνατότητες.
Είναι εκπληκτικό ότι η χώρα αυτή, πιεζόμενη ασφυκτικά από διεθνείς κυρώσεις επί δεκαετίες, κατόρθωσε να κατακτήσει την τεχνολογία των υπερ-υπερηχητικών πυραύλων, που πετούν πολλές φορές την ταχύτητα του ήχου και είναι γι’ αυτό πολύ δύσκολα ανασχέσιμοι. Πολύ γνωστός στην κατηγορία αυτή είναι ο Ρωσικός πύραυλος Κινζάλ, που αποτελεί ένα από τα ισχυρά ατού της Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας και στην αντιπαράθεσή της με το ΝΑΤΟ. Δεν είναι, βεβαίως, γνωστό ποιες είναι οι πραγματικές επιδόσεις του Ιρανικού πυραύλου Φατάχ 1 και αν πράγματι επιτυγχάνει ταχύτητες 15 φορές την ταχύτητα του ήχου, όπως παρουσιάζεται.
Το Ιράν έχει καταβάλει ανάλογες προσπάθειες και στον τομέα των αντιαεροπορικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς και ισχυρίζεται ότι έχει κατασκευάσει συστήματα εφάμιλλα των Ρωσικών S-300 και S-400. Εάν οι ισχυρισμοί αυτοί είναι βάσιμοι, το Ιράν δεν είναι τόσο εύκολος στόχος, όπως, από πρώτη άποψη, υποθέτει κανείς. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν μπορεί να προτάξει οποιαδήποτε αποτελεσματική ασπίδα στη συνδυασμένη τεχνολογική δύναμη του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Πολύ περισσότερο όταν το Ιράν, προσπαθώντας να αποτρέψει Αμερικανική επέμβαση εναντίον του, επέδωσε στην έδρα του ΟΗΕ τελεσίγραφο στις ΗΠΑ, προειδοποιώντας ότι, εάν συνεργασθούν με το Ισραήλ σε επίθεση εναντίον του, θα πλήξει Αμερικανικούς στόχους στην περιοχή, υπονοώντας τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ανεξέλεγκτη κλιμάκωση θα είναι δεδομένη και ο πόλεμος με το Ιράν θα πάρει τη μορφή επιχειρησιακού σχεδιασμού για την ανατροπή του καθεστώτος.
Η πορεία προς μια τέτοια κατεύθυνση θα εξαρτηθεί από το είδος των αντιποίνων που θα αποφασίσει η κυβέρνηση του Ισραήλ, που διαβουλεύεται γι’ αυτό με τις ΗΠΑ. Για την κυβέρνηση, όμως, του Ισραήλ η σημερινή συγκυρία υπολαμβάνεται ως ευκαιρία για μια μεγάλη ενέργεια κατά του Ιράν, απέναντι στην οποία ήταν μέχρι τώρα πολύ επιφυλακτικές οι ΗΠΑ και δεν έδιναν το πράσινο φως.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Μπάιντεν επέσυρε την προσοχή του Ισραήλ να μη στοχοποιήσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, παρά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν τον πυρήνα της πολεμικής του Ισραήλ και των ΗΠΑ κατά του Ιράν. Η Αμερικανική επιφύλαξη ίσως να συνδέεται με τη λεγόμενη αναλογικότητα στην ανταλλαγή πληγμάτων, ώστε η κατάσταση να παραμείνει υπό κάποιον έλεγχο και να μην εκφυλισθεί σε γενικό πόλεμο, που, εκ των πραγμάτων, δεν θα παραμείνει διμερής και περιορισμένος.
Είναι βέβαιο ότι οι ισχυροί σύμμαχοι του Ιράν, Ρωσία και Κίνα, δεν θα παραμείνουν αδρανείς, παρακολουθώντας την ανατροπή του καθεστώτος στο Ιράν. Το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό για τον νέο, αναδυόμενο συνασπισμό των BRICS και τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του, πέραν των πολύ σημαντικών στρατηγικών σχέσεων του Ιράν με τις δύο αυτές χώρες.
Μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση με το Ιράν θα αναζωπύρωνε επίσης παλαιά μέτωπα στη Μέση Ανατολή, όπως η αντιπαράθεση Σιιτών και Σουνιτών, με επίκεντρο το Ιράκ, τη Συρία και τον Λίβανο, και ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο. Ο τελευταίος θα μπορούσε να υποδαυλισθεί με στόχο τη συντριβή της Χεσμπολάχ και τη δημιουργία μιας νέας, φιλοδυτικής τάξεως στον Λίβανο.
Ο βομβαρδισμός μιας αποθήκης πυρομαχικών κοντά στη Ρωσική βάση Χμεϊμίμ, στη Λατάκεια, από την Ισραηλινή αεροπορία θέτει νέα ερωτήματα για την πολιτική του Ισραήλ στη Συρία. Το Ισραήλ έχει ως διακηρυγμένη πολιτική την παρεμπόδιση οποιασδήποτε μεταφοράς οπλισμού από το Ιράν στη Συρία και στον Λίβανο. Ο βομβαρδισμός της παραπάνω αποθήκης έχει σχέση, υποτίθεται, με την πολιτική αυτή. Η Συρία όμως είναι στρατηγικός σύμμαχος του Ιράν και της Ρωσίας και η βάση Χμεϊμίμ συνδέεται με τη Ρωσική στρατηγική, αεροναυτική παρουσία στη Συρία και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δυσδιάκριτες είναι οι διαχωριστικές γραμμές και πόσο εύκολη είναι η διολίσθηση σε γενικότερη σύγκρουση, με εμπλοκή και άλλων δυνάμεων.
Η Ρωσία έχει ήδη το μέτωπο της Ουκρανίας. Η πορεία των πολεμικών εξελίξεων είναι σχετικά ευνοϊκή γι’ αυτήν. Υπάρχει όμως πάντα ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμακώσεως, που θα ανέβαζε σημαντικά το κόστος για τη Ρωσία, όπως η ενδεχόμενη αποδέσμευση της χρήσεως πυραύλων μεγάλων βεληνεκούς κατά Ρωσικών στόχων, βαθιά στο Ρωσικό έδαφος. Η Ρωσία δεν θέλει σε καμία περίπτωση, να επιτρέψει στους αντιπάλους της του ΝΑΤΟ να την εγκλωβίσουν επ’ αόριστον σ’ έναν πόλεμο φθοράς με όπλα μεγάλου βεληνεκούς, που θα έπλητταν το Ρωσικό έδαφος.
Προχώρησε, για τον λόγο αυτό, σε μια αναθεώρηση του πυρηνικού της δόγματος, στέλνοντας το μήνυμα ότι θα χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα και εναντίον μη πυρηνικών δυνάμεων που προμηθεύουν την Ουκρανία με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εναντίον της. Η Γερμανία είναι από την άποψη αυτή στην πρώτη γραμμή και ήδη οι αντιδράσεις σ’ αυτήν έχουν τροποποιήσει σημαντικά τα εσωτερικά πολιτικά δεδομένα. Το πρώτο θέμα που τίθεται είναι οι οικονομικές συνέπειες από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κοντά όμως σ’ αυτό τίθεται παραλλήλως και ο κίνδυνος ανταποδοτικού πλήγματος από τη Ρωσία στην περίπτωση που η Γερμανία συνεχίσει την πολιτική της ανεπιφύλακτης ευθυγραμμίσεως με τη γραμμή Μπάιντεν.
Από την άποψη αυτή, οι προσεχείς Αμερικανικές εκλογές αντιμετωπίζονται ως ένα παράθυρο ευκαιρίας, με την πιθανή εκλογή Τραμπ. Ήδη όμως ο ορίζοντας σκοτεινιάζει επικίνδυνα στη Μέση Ανατολή, που μπορεί να εξελιχθεί είτε σ’ ένα νέο επίκεντρο διεθνούς κρίσεως είτε σε ένα νέο, παράλληλο κέντρο διεθνούς συρράξεως.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ