Ανοιχτός διάλογος με τον Ερντογάν – ΑΝΗΣΥΧΕΙ ο Μητσοτάκης…
…ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΖΗΤΑΕΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ
–Τον Ιανουάριο η επόμενη συνάντηση του Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Τον δικό του ρυθμό επιβάλλει ο Ταγίπ Ερντογάν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, απέναντι σε μια κυβέρνηση που τον αντιμετωπίζει φοβικά, καθώς ο τούρκος Πρόεδρος δύο ώρες πριν από τη συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη φρόντισε από το βήμα του ΟΗΕ να θέσει την πιο σκληρή ατζέντα σε σχέση με το Κυπριακό και να παρουσιάσει την τουρκική θέση σε σχέση με την οριοθέτηση της ΑΟΖ αλλά και για τη μελλοντική πορεία της υποτιθέμενης ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Aπέναντι σε αυτήν την καθαρή τοποθέτηση του Ταγίπ Ερντογάν δεν υπήρξε καμία ελληνική αντίδραση και απάντηση, καθώς μέσω διαρροών η κυβέρνηση προσπάθησε να διαχειρισθεί επικοινωνιακά αυτό το στραπάτσο από τον τούρκο Πρόεδρο και δήλωσε ότι υπήρξε «πολύ θετικό κλίμα».
Ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος γνώριζε ότι δύο ώρες μετά θα συναντιόταν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ανεβαίνοντας στο βήμα της ΓΣ του ΟΗΕ βρήκε την ευκαιρία για μια ακραία πρόκληση σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι η «ειρηνευτική επιχείρηση» του 1974 έφερε την ειρήνη στο νησί, ότι η λύση της ομοσπονδίας είναι νεκρή και ότι η λύση θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη δύο κρατών και δύο λαών στο νησί. Και έκανε έκκληση από το βήμα του σημαντικότερου διεθνούς φόρουμ για αναγνώριση του ψευδοκράτους.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, πέραν των γνωστών «γλυκόλογων» ότι επιθυμεί το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος να είναι περιοχές συνεργασίας και σταθερότητας, έθεσε με τον τρόπο του, αποφεύγοντας πάντως ακραίες εκφράσεις, την ατζέντα της Τουρκίας, επιχειρώντας να φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, η οποία μιλά όλο και πιο σπάνια πλέον για τουρκικό αναθεωρητισμό. Διότι ο κ. Ερντογάν υποστήριξε την οριοθέτηση των θαλάσσιων αρμοδιοτήτων στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως δηλώνει παγίως η Τουρκία, σε αντιδιαστολή με το Δίκαιο της Θάλασσας, με την επισήμανση όμως ότι αυτό θα πρέπει να γίνει με σεβασμό στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα και στα συμφέροντα όλων των χωρών. Αυτό στο οποίο επιμένει η Τουρκία και με το casus belli, ότι η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας βάσει του Δικαίου της Θάλασσας για επέκταση των χωρικών υδάτων και για ΑΟΖ στα νησιά θα εμποδίσει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο και θα αποκλείσει την Τουρκία από τη Μεσόγειο.
Μάλιστα, ειδικά για την Κύπρο, ο κ. Ερντογάν επικαλέστηκε τις παράνομες οριοθετήσεις βάσει της «Γαλάζιας Πατρίδας», λέγοντας ότι έχει κηρύξει υφαλοκρηπίδα δυτικά και νότια του νησιού και ότι οι Τουρκοκύπριοι έχουν δικαιώματα και στις θαλάσσιες περιοχές… νότια της Κύπρου.
Επίσης δήλωσε ότι η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο, άρα είναι βασικός παίκτης και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Η δήλωση αυτή αποτελεί ένα σαφές μήνυμα προς την Ελλάδα ότι κάθε σχέδιο που αφορά την Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να γίνει αγνοώντας την Τουρκία, παραπέμποντας και στο επεισόδιο της Κάσου, όπου η Τουρκία απαίτησε και πέτυχε το ιταλικό πλοίο να ζητήσει άδεια από τις Τουρκικές Αρχές για έρευνες σε περιοχή που βρίσκονταν μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και εντός της ελληνικής ΑΟΖ, θεωρώντας ότι αυτή η περιοχή βρίσκεται εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, όπως παράνομα χαράχθηκε βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου. Και, φυσικά, επικαλέστηκε πάλι «το γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών» βάσει της οποίας, ως γνωστόν, η Τουρκία εκλαμβάνει ως «προκλητική ενέργεια» κάθε κίνηση για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, μέσω της οποίας οι δύο πλευρές εξέπεμψαν το μήνυμα της συνέχισης της διαδικασίας προσέγγισης και των «ήρεμων νερών» και της… συνεργασίας στο Μεταναστευτικό, καθώς η Αθήνα φοβάται μήπως οι αυξημένες ροές των τελευταίων εβδομάδων σημάνουν διαφοροποίηση της στάσης της Τουρκίας, που θα μπει στον πειρασμό να εργαλειοποιήσει και πάλι το Μεταναστευτικό έναντι της Ευρώπης. Διαρροές από την ελληνική πλευρά ανέφεραν ότι ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε τις πάγιες θέσεις για το Κυπριακό και ότι συμφωνήθηκε η επόμενη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας να γίνει στην Τουρκία τον Ιανουάριο.
Όμως, πολλά ερωτηματικά προκάλεσε η διαρροή από ελληνική ανώτατη πηγή, σύμφωνα με την οποία επαναβεβαιώθηκε η εντολή στους υπουργούς Εξωτερικών για διερεύνηση κοινού εδάφους ως προς την εκκίνηση της συζήτησης για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα…
Αυτή η δήλωση, ουσιαστικά, παραπέμπει σε ανάθεση των πρώτων διερευνητικών επαφών στους δυο υπουργούς Εξωτερικών, που σημαίνει απευθείας πολιτικό διάλογο για θέμα όπου η Τουρκία έχει πάγιες, δηλωμένες διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας.
Και υπάρχει ο κίνδυνος να σύρει η Τουρκία τη χώρα μας σε μια διαδικασία την οποία επιδιώκει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δηλαδή σε πολιτικό διάλογο για το Αιγαίο. Οι διερευνητικές επαφές διπλωματών και εμπειρογνωμόνων είχαν εφευρεθεί το 2000 προκειμένου ακριβώς να μην υπάρξει απευθείας πολιτικός διάλογος για το θέμα αυτό, καθώς θα νομιμοποιούσε τις τουρκικές διεκδικήσεις ως μέρος της ατζέντας των δύο χωρών.
Και είναι προφανές ότι ζητήματα τέτοιας πολυπλοκότητας και εξειδίκευσης δεν μπορούν να εναποτεθούν σε δυο υπουργούς Εξωτερικών, που μπορεί να μην έχουν την εξειδίκευση και τη βαθιά γνώση των θεμάτων αυτών, ώστε να κρίνουν εάν είναι ώριμες οι συνθήκες για έναρξη δομημένου διαλόγου για την οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, προκαλεί εντύπωση ότι και πριν αλλά και μετά την τοποθέτηση Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ η ελληνική πλευρά δήλωνε… αισιόδοξη για την επανάληψη των συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Οι δηλώσεις αυτές έδειχναν να αγνοούν τις ακραίες, διχοτομικές θέσεις της Τουρκίας και έδιναν την εντύπωση ότι Αθήνα και Λευκωσία μπορούν να ανεχθούν αυτό το πλαίσιο και να εμπλακούν σε διαδικασία συνομιλιών.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ