Αντί να γίνουμε «μπαταρία» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, παρακαλάμε για εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας
–Το φιάσκο που αποκαλύπτει η επιστολή Μητσοτάκη και η απάντηση Φον ντερ Λάιεν
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία ομιλία του κ. Μητσοτάκη, που ήθελε να μετατρέψει την Ελλάδα σε «μπαταρία» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μέχρι και το καλοκαίρι του 2023 ο πρωθυπουργός μάς ενημέρωνε ότι η χώρα ετοιμαζόταν να μπει στην «πρίζα του μέλλοντος».
Ήρθε, όμως, το καλοκαίρι του 2024 και η εξέλιξη των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος τον προσγείωσε ανώμαλα στην πραγματικότητα. Η μεσοσταθμική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα από 73,4 ευρώ / μεγαβατώρα το 2014 έφτασε στα 111,6 ευρώ / μεγαβατώρα το πρώτο οκτάμηνο του 2024 (πηγή ΑΔΜΗΕ). Και σαν να μην έφτανε αυτό, η χώρα είναι σταθερά στην πρώτη τριάδα των ακριβότερων χωρών στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη, όπως φαίνεται και στον ημερήσιο χάρτη τιμών που δημοσιεύει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Σύμφωνα με τον χάρτη, η τιμή της μεγαβατώρας στην Ελλάδα στις 26 Σεπτεμβρίου ήταν 104,49 ευρώ, όταν στη Γερμανία ήταν 55 και στην Πορτογαλία 24,18 ευρώ. Τη συγκεκριμένη ημερομηνία, μόνο η Ιταλία και η Μάλτα είχαν ακριβότερο ρεύμα από την Ελλάδα.
Αυτά τα δεδομένα φαίνεται να συγκλόνισαν τον κ. Μητσοτάκη. Από το βήμα της συνέντευξης Τύπου στη ΔΕΘ απέδωσε τις διαφορές των τιμών σε στρέβλωση της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΕ. Η επιχειρηματολογία του ήταν ανάλογη με εκείνη που επικαλέστηκε για τις διαφορές στις τιμές των τροφίμων, και μάλιστα σε ταυτόσημα τυποποιημένα προϊόντα, πριν από λίγο καιρό. Για τον λόγο αυτό, ανάλογη ήταν και η αντίδρασή του. Απέστειλε εκ νέου επιστολή στην κ. Φον ντερ Λάιεν στις 12 Σεπτεμβρίου 2024, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων: «…σε σχέση με το προηγούμενο καλοκαίρι [σ.σ.: τότε που θα γινόμασταν «μπαταρία» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης»], η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυξήθηκε κατά 25%, ενώ η παραγωγή από λιγνίτη μειώθηκε κατά 27%». Στην προηγούμενη παράγραφο, δε, διαπιστώνει ότι η τιμή της κιλοβατώρας στην Ελλάδα μεταξύ Απριλίου και Αυγούστου 2024 «υπερδιπλασιάστηκε, από 60 ευρώ η μεγαβατώρα τον Απρίλιο σε 130 ευρώ η μεγαβατώρα τον Αύγουστο».
Φτάνοντας, δε, στις προτάσεις, ο κ. Μητσοτάκης κάνει στροφή 180 μοιρών. Αφού μιλάει γενικώς και αορίστως περί περιφερειακού σχεδιασμού και πανευρωπαϊκών πολιτικών ρύθμισης, φτάνει στο ψητό. Αφήνει στην άκρη τα περί εξαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος από την Ελλάδα και παρακαλάει για διασύνδεση των δικτύων μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ. Κοντολογίς, παρακαλάει για εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η κ. Φον ντερ Λάιεν απάντησε στον κ. Μητσοτάκη στις 19/9/2024. Και η απάντηση ήταν «περί ανέμων και υδάτων», όπως περιμέναμε οι περισσότεροι. Περιελάμβανε, όμως, και μια σημαντική επισήμανση, που φαίνεται να την αγνοεί ο κ. Μητσοτάκης, ότι «όσο περισσότερη εγχώρια ενέργεια έχουμε… τόσο πιο ανεξάρτητοι είμαστε και τόσο πιο χαμηλές είναι οι τιμές, χωρίς καμία αμφιβολία» («Το Βήμα», 19/9/2024). Αυτό που λέει η κ. Φον ντερ Λάιεν είναι κατ’ αρχάς να μην περιμένουμε ηλεκτρικό ρεύμα, και δη φθηνό ηλεκτρικό ρεύμα, από την ΕΕ. Υπαινίσσεται, όμως, και κάτι άλλο, ότι το ηλεκτρικό ρεύμα, ιδιαίτερα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, παράγεται και καταναλώνεται εντός των εθνικών συνόρων.
Το τελευταίο φαίνεται και από τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών. Σε καμία χώρα οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αθροιστικά δεν ξεπερνούν το 10% της συνολικής παραγωγής. Για τον λόγο αυτό, οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα μη εμπορεύσιμο αγαθό, η τιμή του οποίου εξαρτάται από το εγχώριο κόστος παραγωγής και τη συνολική ζήτηση.
Είναι περίεργο πώς δεν πέρασε αυτό από το μυαλό των κυβερνώντων, που τόσες μεγαλοστομίες έχουν διατυπώσει για τον κλάδο της ενέργειας. Μέχρι ότι θα κλείσει η ΔΕΗ μάς είχαν πει και έδωσαν τον ΔΕΔΔΗΕ για ένα κομμάτι ψωμί λίγο πριν εκτοξευτούν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και καλά για να το αποφύγουν.
Κατά τη γνώμη μου, οι κυβερνητικές πράξεις και παραλείψεις δεν οφείλονται μόνο σε άγνοια. Δεν χρειαζόταν θεογνωσία για να διατηρήσουν μία λιγνιτική μονάδα της ΔΕΗ σε εφεδρεία ώστε να αποφευχθούν αυτές οι καταστάσεις. Δεν το ήθελαν, όμως, γιατί δεν συνέφερε τους φίλους τους τους ιδιώτες παρόχους ενέργειας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ