Άλκης Δερβιτσιώτης στο “Π”: Εσωκομματικές εκλογές: Η πολιτική απέναντι στην επικοινωνία και στη διαφήμιση
Του
ΑΛΚΗ Ν. ΔΕΡΒΙΤΣΙΩΤΗ
Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου
στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Η πρόσφατη κινητικότητα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης σχετικά με την εκλογή νέου αρχηγού παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον λόγω του χρονικού σημείου που επισυνέβη. Η διαδικασία αμφισβήτησης ξεκίνησε αμέσως μετά τα –τουλάχιστον αδιάφορα και πάντως όχι καταστροφικά– εκλογικά αποτελέσματα για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών.
Η διαπίστωση αποκτά μεγαλύτερη αξία αν σημειωθεί ότι οι σχετικές διεργασίες συνέπεσαν με την αρνητική εκλογική επίδοση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία ήταν κατώτερη της εκφρασθείσας πρωθυπουργικής προσδοκίας. Ο χαρακτήρας των εν λόγω εκλογών δικαιολογεί τη διαφορετική συμπεριφορά των εκλογέων. Υπενθυμίζεται ότι η αποκλίνουσα από τις εθνικές εκλογές συμπεριφορά των εκλογέων χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της «χαλαρής ψήφου».
Είναι δυνατόν –μεταξύ άλλων επιλογών– να υποστηριχθεί, επίσης, ότι η ταυτόχρονη αμφισβήτηση δεν προετοιμάζει τα κόμματα αυτά για τις εθνικές εκλογές, αλλά αντιθέτως τα εξασθενεί. Ωστόσο, τα δύο κόμματα ακολουθούν αντίστροφη πορεία, με το ΠΑΣΟΚ να εμφανίζεται ως η (εκ νέου) ανερχόμενη δύναμη, στοιχείο που αποδίδεται κυρίως στην παρούσα ηγεσία του. Το ιδιόμορφο στη διαδικασία του ΠΑΣΟΚ είναι το μη συμβατό προς το καταστατικό διάφορων πτυχών της, καθώς, μεταξύ άλλων, ετέθη ζήτημα πριν να λήξει η εκ του καταστατικού θητεία του προέδρου του.
Οι διαδικασίες αυτές είναι, ωστόσο, δικαιολογημένες αν συνοδεύονται από την όσο το δυνατόν πιστή τήρηση του καταστατικού, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο και προδιαγράφει το νομικό και θεσμικό όριο δημοκρατικής λειτουργίας και δράσης των πολιτικών κομμάτων, της ηγεσίας τους, των μελών τους, καθώς και των εμφορούμενων από την ευγενή φιλοδοξία να ηγηθούν της προσπάθειας να δημιουργηθεί νέα εκλογική πλειοψηφία, η οποία θα οδηγήσει στον σχηματισμό νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και, συνεπώς, νέας κυβέρνησης.
Με άλλες λέξεις, το καταστατικό του πολιτικού κόμματος οριοθετεί τη συμπεριφορά όλων όσοι είναι μέλη του. Πρόκειται για μέθοδο περιορισμού της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας οποιουδήποτε και όχι μόνο του αρχηγού του κόμματος, την εξουσία του οποίου οργανώνει και οριοθετεί με ασφαλή για τα υπόλοιπα μέλη του κόμματος τρόπο. Το καταστατικό του κόμματος εκφράζει και σταθεροποιεί την κρατούσα κομματική αντίληψη, καθώς και την κομματική νομιμότητα, η οποία προηγουμένως έχει αποτυπωθεί ως επικρατούσα πολιτική πρόταση και συμπεριφορά, ώστε να περιφρουρείται από όλους τους ενδιαφερομένους η ενότητα του κομματικού σχηματισμού.
Κάθε κίνηση εκτός των κομματικών ορίων πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοια και να μη δικαιολογείται από την επίκληση ανάγκης, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι η ανάγκη που απορρέει από το κοινό όφελος των μελών του κόμματος και της πολιτικής κοινωνίας, αλλά εκπορεύεται από τον συνήθως αυθαίρετο προσδιορισμό, με ιδιοτελή προσωπικά χαρακτηριστικά, του επικαλούμενου την ανάγκη. Η υποβάθμιση και η συρρίκνωση του κανονιστικού χαρακτήρα του καταστατικού στο όνομα της «νομιμοποίησης», δηλαδή της αποδοχής της αντικαταστατικής συμπεριφοράς, οδηγούν στην αυθαιρεσία, η οποία σε ενδεχόμενη επικράτηση του αυθαιρετούντος δεν προοιωνίζεται και δεν προμηνύει λειτουργία αρχηγού σε κόμμα αρχών.
Η αντικαταστατική συμπεριφορά, δηλαδή η συνειδητή και εκ των προτέρων αμφισβήτηση της κομματικής νομιμότητας, δικαιώνει μόνο λαμπρές προσωπικότητες, που σηματοδοτούν την εποχή που δρουν. Αυτό σημαίνει ότι η Ιστορία δικαιολογεί τον Μεγάλο Αλέξανδρο, αλλά συνήθως χαντακώνει τον Δαρείο. Επίσης, η αντικαταστατική συμπεριφορά προσιδιάζει σε κόμματα τα οποία δεν αγνοεί η πολιτική θεωρία και τα οποία ψευδεπιγράφως αναφέρονται ως δημοκρατικής λειτουργίας σχηματισμοί. Πρόκειται για πολιτικούς σχηματισμούς που αντιστοιχούν στις επισημάνσεις του Σουμπέτερ και τους Ντάουνς, οι οποίοι, αν και γράφουν και κινούνται ως θεωρητικοί της δημοκρατίας, επισημαίνουν ότι το γενικό συμφέρον ως έννοια και σκοπός των κυβερνώντων είναι πρόσχημα και ότι κύριο μέλημα του πολιτικού προσωπικού, εν συνόλω ή εν μέρει, καθώς και πολλών πολιτών, είναι η εξυπηρέτηση του προσωπικού οφέλους τους. Το στοιχείο αυτό οδηγεί σε ιδιοτελή δράση, με τρόπο ώστε η εν λόγω θεώρηση να κυριαρχείται από αντιλήψεις που προέρχονται από τη μακροοικονομική επιστήμη. Στις σχέσεις μεταξύ των κομμάτων και των πολιτών υπεισέρχεται, μεταξύ άλλων, και προσιδιάζει η σχέση παραγωγού και καταναλωτή, ώστε η πολιτική αγορά να διαμορφώνεται διά της επικοινωνίας, όπου τα κόμματα-επιχειρήσεις απευθύνονται σε καταναλωτές-ψηφοφόρους με σκοπό το αμοιβαίο όφελος.
Εναπόκειται στους ψηφοφόρους που θα προσέλθουν στην κάλπη να επιλέξουν μεταξύ της ορθής δημοκρατικά υποψηφιότητας και των υποψηφιοτήτων που θορυβούν ως προϊόντα διαφήμισης και επικοινωνίας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ