Πεθαίνει γρήγορα όποιος δεν έχει λεφτά στην Ελλάδα
ΜΕΛΕΤΗ-ΚΟΛΑΦΟΣ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
–Τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη περίθαλψη
–Με κατάθλιψη το 2% στις ανώτερες τάξεις και το 12% στις κατώτερες
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία εντείνονται, καθώς επηρεάζονται από παράγοντες όπως το εισόδημα, η εκπαίδευση, οι συνθήκες διαβίωσης, οι συνθήκες εργασίας, η γεωγραφική περιοχή κ.ά.
Η διάρκεια της οικονομικής κρίσης συνέτεινε στην ενίσχυσή τους. Οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις στην Ελλάδα καταγράφουν χειρότερη υγεία, μεγαλύτερη θνησιμότητα και νοσηρότητα, κυρίως στα χρόνια νοσήματα, και πιο ανθυγιεινές συμπεριφορές, ενώ αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης σε Υπηρεσίες Υγείας, προληπτικές εξετάσεις και φάρμακα.
Στις διαπιστώσεις αυτές κατέληξε η νέα μελέτη με θέμα «Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής», που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), με την υποστήριξη της βιοφαρμακευτικής εταιρείας MSD Ελλάδος. Τα συμπεράσματα της μελέτης παρουσίασαν σε ειδική εκδήλωση ο Γιάννης Τούντας, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου, η Ελπίδα Πάβη, κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, και ο Κυριάκος Σουλιώτης, κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
«Η μείωση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία (ΚΑΥ) είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας», δήλωσε ο Γιάννης Τούντας, αναφέροντας ότι «έρευνα σε 16 ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία. Στη Δυτική Ευρώπη ο κίνδυνος νόσησης ήταν 1,5 – 2,5 φορές μεγαλύτερος στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή κοινωνική πολιτική, όπως οι σκανδιναβικές».
Οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία στην Ελλάδα
«Οι κοινωνικές επιδράσεις στην Υγεία έχουν μελετηθεί και στη χώρα μας. Η Ελλάδα αντιμετώπισε αύξηση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία (ΚΑΥ) κατά την οικονομική κρίση του 2010 – 2018. Τα δημοσιονομικά προγράμματα μείωσαν μισθούς και συντάξεις, αύξησαν την ανεργία και τους φόρους, επηρεάζοντας το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Οι περικοπές στην Υγεία, η μείωση των δικαιούχων επιδομάτων, οι αυξήσεις στη συμμετοχή των χρηστών στο κόστος και οι θεσμικές παρεμβάσεις της περιόδου είχαν σημαντικές συνέπειες, που μόλις αρχίζουν να αξιολογούνται», τόνισε ο κ. Τούντας.
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την περίοδο 2013 – 2017 διέφερε σημαντικά ανάμεσα σε άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση και άτομα με χαμηλότερη εκπαίδευση. Η διαφορά κυμάνθηκε από 1,1 χρόνια το 2014 έως 2,3 χρόνια το 2017, με μέγιστη διαφορά 4,2 ετών το 2013, λόγω της οικονομικής κρίσης που επηρέασε, κυρίως, τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα.
Το 2021, μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων από ανώτερες κοινωνικές τάξεις αξιολόγησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις. Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα, με το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.001 ευρώ μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία. Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες μεταξύ ατόμων με χαμηλότερη εκπαίδευση το διάστημα 2013 – 2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020 – 2021 λόγω της πανδημίας. Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.
Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις Υπηρεσίες Υγείας και δη στις προληπτικές εξετάσεις, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο καθηγητής Κυριάκος Σουλιώτης. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις τις πραγματοποιούν σε μεγαλύτερο ποσοστό, με τις διαφορές να είναι πιο έντονες στην πρόληψη καρκίνου. Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%. Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις το ποσοστό είναι 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχει κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.
Αναφορικά με τις δαπάνες υγείας, η καθηγήτρια Ελπίδα Πάβη τόνισε ότι το ποσοστό ατόμων με οικονομικές δυσκολίες που σταμάτησε ή μείωσε τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς ιατρική συμβουλή ήταν σημαντικά υψηλότερο από εκείνους χωρίς οικονομικά προβλήματα, με το κόστος να είναι η κύρια αιτία.
Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μεταξύ υψηλού και χαμηλού εισοδήματος στον ΟΟΣΑ. Το 18,1% των χαμηλόμισθων ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, έναντι 0,9% των υψηλόμισθων. Οι ιδιωτικές πληρωμές υγείας στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ (35,2%), αυξάνοντας τον κίνδυνο καταστροφικών δαπανών, ειδικά για τους φτωχότερους. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 7% σε 8,9% μεταξύ 2010 και 2019.
Τέλος, το 2013, το 25% των χρόνιων ασθενών στην Ελλάδα αντιμετώπισε γεωγραφικά εμπόδια, το 63,5% οικονομικά και το 58,5% εμπόδια λόγω λιστών αναμονής. Άνεργοι, χαμηλόμισθοι και λιγότερο μορφωμένοι είχαν περισσότερα οικονομικά εμπόδια, ενώ γυναίκες και ασθενείς με χαμηλό εισόδημα ή κακή υγεία αντιμετώπιζαν γεωγραφικά εμπόδια. Οι άνεργοι και χαμηλόμισθοι είχαν περισσότερες πιθανότητες να συναντήσουν λίστες αναμονής. Το χάσμα πρόσβασης σε περίθαλψη μεταξύ πλουσίων και φτωχών δεκαπλασιάστηκε από το 2008 έως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Τι προτείνεται στη μελέτη
Κλείνοντας την παρουσίαση της μελέτης, ο Γιάννης Τούντας ανέφερε πως «από τα συμπεράσματα της μελέτης γίνεται αντιληπτό ότι οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία στην Ελλάδα επηρεάζονται από παράγοντες όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο, το εισόδημα, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία, η κοινωνική υποστήριξη αλλά και από γεωγραφικούς παράγοντες».
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία η μελέτη προτείνει:
1. Συγκρότηση κυβερνητικής / διυπουργικής επιτροπής για την αντιμετώπιση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, η οποία θα απαρτίζεται από υπουργούς που εμπλέκονται στους παρακάτω τομείς πολιτικής: Εθνικής οικονομίας και οικονομικών, αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων, εργασίας, κοινωνικών υποθέσεων, κοινωνικής συνοχής και οικογένειας, παιδείας, υγείας. Προτείνεται να προεδρεύει της επιτροπής ο πρωθυπουργός και το έργο της να συνεπικουρείται από ειδικούς επιστήμονες.
2. Δημιουργία Παρατηρητηρίου Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία. Θα στελεχώνεται από ειδικούς επιστήμονες και θα έχει ως βασικές αρμοδιότητες, με βάση τις οδηγίες του ΠΟΥ: α) τον καθορισμό της θεματολογίας, την επιλογή των δεικτών και των διαστάσεων των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, β) τον εντοπισμό των πηγών και τη συλλογή των δεδομένων, γ) την ανάλυση των δεδομένων, δ) την έκθεση / παρουσίαση των αποτελεσμάτων.
3. Λήψη συγκεκριμένων, άμεσων μέτρων στο ΕΣΥ, στο φάρμακο, στη χρηματοδότηση, στην αποζημίωση και στον τομέα της Δημόσιας Υγείας για την αντιμετώπιση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία, καθώς και επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών που αφορούν τους παραπάνω τομείς, πρωτίστως το ΕΣΥ.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, η καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Ελπίδα Πάβη σημείωσε τα εξής: «Οι Κοινωνικές Ανισότητες στην Υγεία αποτελούν μείζον θέμα Δημόσιας Υγείας. Και αυτό γιατί οι ανισότητες καταγράφονται διαχρονικά, είναι συστηματικές, έχουν κατά κανόνα κοινωνική αιτιολογία και μπορούν να χαρακτηριστούν ως άδικες με βάση το τρέχον αξιακό μας σύστημα σε θέματα Υγείας, δεδομένου ότι μπορούν να προληφθούν σε σημαντικό βαθμό. Σε μια σύγχρονη πολιτική Υγείας, ο στόχος της μείωσης των Ανισοτήτων στην Υγεία δεν μπορεί πλέον να παραμένει απλώς σε επίπεδο ρητορικής. Απαιτούνται διατομεακές πολιτικές και παρεμβάσεις με ειδικό στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και βεβαίως αξιολόγηση της επίτευξης του στόχου αυτού σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ