Ν. Κογιουμτσής στο “Π”: Ο απόηχος των εξαγγελιών της ΔΕΘ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Ν. Κογιουμτσής στο “Π”: Ο απόηχος των εξαγγελιών της ΔΕΘ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Του
ΝΙΚΟΥ ΚΟΓΙΟΥΜΤΣΗ
Αντιπροέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
Αντιπροέδρου Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών


Για άλλη μια φορά, γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση αδιαφορεί πλήρως για τα συμφέροντα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς τα αιτήματα που καταθέσαμε ως φορείς αγνοήθηκαν επιδεικτικά, ενώ από την άλλη πλευρά ικανοποιούνται εκείνα των μεγάλων επιχειρήσεων και των μεγάλων ομίλων.

Δεν ακούσαμε μέτρα ουσιαστικά για την περαιτέρω μείωση της ακρίβειας, ειδικά στα τρόφιμα και στην ενέργεια. Συνεχίζουμε να είμαστε ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε αγοραστική δύναμη, με τον μισθό για τους μισούς Έλληνες να φτάνει έως τη 19η μέρα του μήνα. Κατά τη διάρκεια της θερινής εκπτωτικής περιόδου, το 80% των εμπόρων και των επιχειρηματιών δήλωσε ότι είχε αρνητικό ή και στάσιμο τζίρο σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό. Ο δε δείκτης αισιοδοξίας του κλάδου για το μέλλον κατρακύλησε κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες.

Η διατήρηση του τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος δεν αμβλύνεται από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, που ως μνημονιακός νόμος θα έπρεπε να είχε ήδη καταργηθεί. Η δε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που ανακοινώθηκε ευνοεί πολλαπλά τις μεγάλες εταιρείες, ενώ ελάχιστη θα είναι η συνεισφορά της στη στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Οι επιδοματικές ενισχύσεις και οι μικροαυξήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους δεν μπορούν να αντιστρέψουν την καταναλωτική καθίζηση. Από την άλλη πλευρά, η διαρκής αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων και η μείωση της κερδοφορίας θα οδηγήσουν την αγορά, δυστυχώς, σε νέες αυξήσεις τιμών.

Παρά τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί εκ μέρους του εμπορικού και του επιχειρηματικού κόσμου, δεν ακούσαμε στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για μείωση ή και κατάργηση ενός άλλου μνημονιακού νόμου, της προκαταβολής φόρου, από απομυζά ρευστότητα από τις επιχειρήσεις, σε εποχές που η ρευστότητα αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα για το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων. Και μάλιστα όταν μόνο το 10% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει τη δυνατότητα χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα. Ένα τραπεζικό σύστημα με υπέρογκες χρεώσεις και επιβαρύνσεις, πολύ υψηλότερες από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι αόριστες εξαγγελίες για τη μεγέθυνση και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, τα κίνητρα για την έρευνα και την καινοτομία, εάν δεν συνδυάζονται με επαρκή χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, εκτιμούμε ότι πάλι απευθύνονται σε μεγάλες εταιρείες, που μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο, συρρικνώνοντας έτι περαιτέρω τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Δυστυχώς, δεν ακούσαμε κάτι για τις στρεβλώσεις στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, όπου, απ’ ό,τι φαίνεται, θα απαιτηθεί χρόνος για να δούμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Ούτε ακούσαμε για κάποια μορφή επιδότησης προς τις επιχειρήσεις για το ηλεκτρικό ρεύμα, όπως έγινε στα νοικοκυριά. Υπάρχουν ενεργοβόρες επιχειρήσεις, όπως φούρνοι, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα εστίασης, που η συνεχής αύξηση του ηλεκτρικού ρεύματος έχει επιβαρύνει σημαντικά τα λειτουργικά τους έξοδα και είναι επόμενο να υπάρξουν ανατιμήσεις σε προϊόντα και αγαθά, που θα επιβαρύνουν τον τελικό καταναλωτή.

Μπορεί πράγματι να εξαγγέλθηκαν αρκετές παρεμβάσεις, όμως στην πραγματικότητα ελάχιστες αφορούν τις πραγματικές ανάγκες των μικρομεσαίων, ενώ οι περισσότερες έχουν ορίζοντα τριετίας. Αν δεν παρθούν άμεσα ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέτρα για την αγορά και τη μικρομεσαία επιχείρηση, είναι πιθανό στο προσεχές μέλλον να αντιμετωπίσουμε ένα ντόμινο λουκέτων στη χώρα, που θα είναι σε βάρος της οικονομίας και της απασχόλησης.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ