Σήμα κινδύνου εκπέμπει ο τουρισμός στη χώρα μας
–Η ακρίβεια, η ασυδοσία, η έλλειψη προγραμματισμού και η αναρχία απειλούν να… τινάξουν στον αέρα τον κινητήριο μοχλό της οικονομίας μας
Γράφει ο
Νίκος Παρασκευάς
Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε αυτονόητο το ότι τουλάχιστον τα καλοκαίρια η χώρα μας θα γεμίζει τουρίστες, θα πλημμυρίζουν οι παραλίες της από κόσμο, θα στριμώχνονται οι επισκέπτες στα νησιά για να απολαύσουν τον ήλιο και τη θάλασσα.
Για την πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία δεν μιλάμε πλέον, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει. Όταν σε βλέπουν μόνο ως… πορτοφόλι και σου συμπεριφέρονται αναλόγως, δεν μπορούμε να μιλάμε για φιλοξενία αλλά για στυγνό εμπόριο, εκμετάλλευση και σε ορισμένες περιπτώσεις για… ληστεία. Όταν σου χρεώνουν ένα σετ ξαπλώστρες 30 – 50 ευρώ και τον καφέ στην… άμμο 4,50 ευρώ, ενώ στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία έχει 3,20 ευρώ, αν δεν σε… ληστεύουν, σε κλέβουν.
Έτσι, όμως, η χώρα μας αρχίζει να σχολιάζεται αρνητικά, να χάνει την παραδοσιακή τουριστική της αίγλη και να παύει να είναι ψηλά στις προτιμήσεις των τουριστών.
Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν πως το οικοδόμημα του ελληνικού τουρισμού δέχεται ισχυρούς κλυδωνισμούς, οι οποίοι, αν δεν προσέξουμε τώρα, που είναι ακόμα αρχή, στο μέλλον θα γίνουν εντονότεροι και η κατεδάφιση, που θα σημάνει την ολοκληρωτική καταστροφή, δεν θα αργήσει να έρθει…
Οι κλυδωνισμοί που προαναφέραμε οφείλονται σε λόγους που όλοι γνωρίζουμε, γιατί τους αντιμετωπίζουμε, τους συζητάμε, αλλά δεν κάνουμε τίποτα για να τους εξαλείψουμε. Τόσο εμείς ως άτομα, ως επαγγελματίες, αλλά και η πολιτεία.
Συγκεκριμένα:
Το πρώτο δεδομένο που πλήττει την τουριστική μας βιομηχανία είναι η δραματική μείωση του εσωτερικού τουρισμού. Φέτος, ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν κατάφερε να πάει διακοπές και του χρόνου μπορεί ο ένας στους τέσσερις να γίνει ένας στους πέντε. Αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν μπορεί να βοηθήσει το τουριστικό προϊόν, αφού κι αυτοί που πάνε διακοπές, πάνε με τον κοινωνικό τουρισμό, οπότε δεν αφήνουν λεφτά εκεί που πάνε, αφού δεν έχουν. Έτσι, το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται «εσωτερικός τουρισμός» έχει χαθεί.
Πάμε τώρα στους ξένους τουρίστες. Κάποτε γινόταν αγώνας για να αποφύγουμε τα λεγόμενα… σακίδια, δηλαδή τους τουρίστες που γύρναγαν τη χώρα με οτοστόπ, που κοιμόντουσαν σε υπνόσακους και ζούσαν με δύο φέτες καρπούζι. Ήταν οι τουρίστες που δεν άφηναν τίποτα στη χώρα, ούτε τη… σκόνη τους. Με την εκβιομηχάνιση του τουρισμού, με την ανάπτυξη των tour operators, με τις οργανωμένες διακοπές, το φαινόμενο εξαλείφθηκε, αλλά με την ακρίβεια επιστρέφει. Όταν μία διανυκτέρευση σε ένα νησί ξεκινάει από 80 ευρώ και φτάνει στον… Θεό, όταν ένα σουβλάκι κοστίζει 5 – 7 ευρώ, όταν τα εισιτήρια, αεροπορικά και ακτοπλοϊκά, έχουν φτάσει στο… ταβάνι, πολλοί από τους ξένους που επισκέπτονται τη χώρα μας είτε δεν μένουν πάνω από τέσσερις – πέντε μέρες είτε προσπαθούν να τη… βγάλουν όσο φθηνότερα μπορούν, μειώνοντας ακόμα και το φαγητό τους. Σε γνωστό τουριστικό προορισμό, ένας επιχειρηματίας μας έλεγε ότι βαλκάνιοι τουρίστες ζητούσαν να αγοράσουν μισό σουβλάκι!
Με τέτοιους τουρίστες, όμως, δεν μπορείς να λες ότι επενδύεις στο τουριστικό σου προϊόν. Γιατί απλά δεν υπάρχει…
Πάμε τώρα και στους τουρίστες υψηλού εισοδήματος, εκείνους που όντως αφήνουν λεφτά, και μάλιστα πολλά, όπου πηγαίνουν. Οι τουρίστες αυτοί πηγαίνουν σε συγκεκριμένους, προβεβλημένους, προορισμούς, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, σε παραδοσιακούς, όπως η Κέρκυρα ή η Ρόδος, ή σε ανερχόμενους, όπως η Πάρος.
Εκεί όμως έχουμε το φαινόμενο του συνωστισμού, της υπερφόρτωσης, της ασφυξίας. Όταν στη Σαντορίνη οι ντόπιοι δεν έχουν πού να σταθούν, γιατί οι ξένοι έχουν μπει ακόμα και στις αυλές τους, όταν στα σοκάκια της Μυκόνου οι επισκέπτες ασφυκτιούν από το στριμωξίδι, όταν για να βρεις ξαπλώστρα στην Πάρο το καλοκαίρι πρέπει να την έχεις κλείσει από… το Πάσχα, για ποια ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών και ποια αναβαθμισμένη δυνατότητα τουρισμού μιλάμε;
Σε κάποια νησιά, οι κάτοικοι, απηυδισμένοι από το στρίμωγμα, από τις συνθήκες ασφυξίας στις οποίες είναι καταδικασμένοι να ζουν, για να πλουτίζουν κάποιοι, διοργανώνουν κινήματα κατά των τουριστών και σηκώνουν πανό με τα οποία τους λένε να πάνε σπίτι τους γιατί είναι… ανεπιθύμητοι. Ποιος είπε ότι ένας τουρίστας της κατηγορίας αυτής, της πρώτης κλάσεως που λένε, που έχει δώσει έναν σκασμό λεφτά για να πάει σε αυτούς τους προορισμούς, που έχει αποφασίσει να διαθέσει άλλα τόσα για τη διαμονή του και για να περάσει όσο το δυνατόν καλύτερα, είναι διατεθειμένος να… στριμώχνεται, να μην μπορεί να περπατήσει από την πολυκοσμία, να μην έχει την… άπλα του όταν θα πάει στη θάλασσα και να έχει και κάποιους να σηκώνουν πανό και να του λένε να φύγει;
Απλά θα σηκωθεί και θα φύγει και θα ρίξει… μαύρη πέτρα πίσω του. Και βέβαια δεν πρόκειται να ξαναπατήσει. Θα ακούει Ελλάδα και θα παίρνει δρόμο.
Αυτός ο συνωστισμός, όμως, δεν γίνεται τυχαία. Γίνεται επειδή σε κάποια διάσημα νησιά, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, πηγαίνουν καθημερινά δύο με τρία θηριώδη κρουαζιερόπλοια, που αποβιβάζουν γύρω στους 8.000 – 12.000 επισκέπτες. Από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, αυτοί κάνουν βόλτες, ψωνίζουν, κολυμπάνε, τρώνε και φυσικά είναι η κύρια αιτία που δημιουργούνται τα φαινόμενα ασφυξίας. Γιατί η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Πάρος κ.λπ., όταν έγιναν οικισμοί, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις, δηλαδή τα σοκάκια, τα δίκτυα, τις υποδομές, για να εξυπηρετούν 2.000 ανθρώπους, άντε 5.000 στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί τόσοι ζούσαν εκείνη την εποχή σε αυτά. Όταν όμως σε μία ημέρα οι 5.000 διπλασιάζονται ή τριπλασιάζονται, ανάλογα με τα κρουαζιερόπλοια που προσεγγίζουν, ενώ έχουν άλλους τόσους μόνιμους τουρίστες, πώς να αντέξουν; Πώς θα σηκώσουν τόσο κόσμο;
Μοιραία, δημιουργούνται συνθήκες υπερκορεσμού και ασφυξίας. Αν υπήρχε ένας έλεγχος στην εγκατάσταση ξενοδοχειακών μονάδων, ένας σχεδιασμός, ένα μέτρο, αν οριζόταν να καταπλέουν εκ περιτροπής και σε διαφορετικές ώρες τα κρουαζιερόπλοια, αν υπήρχε μια πολιτική στην υποδοχή και στη διαχείριση των τουριστών, δεν θα είχαμε τέτοια φαινόμενα. Αλλά στην Ελλάδα αυτά τα πράγματα δεν γίνονται.
Τέλος, μία ακόμα απειλή για τον τουρισμό μας είναι η ανάπτυξη ανταγωνιστικών τουριστικών προορισμών στα βόρεια σύνορά μας. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν ξεκινήσει σοβαρή προσπάθεια προσέλκυσης τουριστών, αλλά δεν συνιστούν ακόμα απειλή για τη χώρα μας, γιατί έχουμε πολλά περισσότερα να προσφέρουμε σε έναν τουρίστα. Απειλή όμως συνιστά η Αλβανία, που αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια και ήδη μας έχει πάρει τουρίστες, τόσο ημεδαπούς όσο και Ιταλούς, οι οποίοι κάποτε μονοπωλούσαν το Ιόνιο. Βασικό προσόν των Αλβανών, οι εξαιρετικές παραλίες στις ακτές της Χειμάρρας και των Αγίων Σαράντα και φυσικά οι πολύ χαμηλότερες τιμές σε σχέση με εκείνες που έχουμε στην Ελλάδα.
Απειλή είναι και η Τουρκία, με τα παράλια του Αιγαίου να έχουν τρομερή τουριστική ανάπτυξη, η οποία εκμεταλλεύεται τη δική μας ιστορία, ενώ έχει τιμές μέχρι και τρεις φορές κάτω από τις δικές μας. Και αν πέρυσι και φέτος, ενδεχομένως και κάποια χρόνια μετά, η Τουρκία δεν προσελκύει τουρίστες λόγω των προβλημάτων που έχει, μελλοντικά, όταν θα ηρεμήσουν τα πράγματα, θα μας ανταγωνιστεί σοβαρά και θα γίνει ισχυρός αντίπαλος και στον συγκεκριμένο τομέα.
Επειδή το μέλλον δεν προοιωνίζει τίποτα θετικό και επειδή τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από τη «βαριά βιομηχανία» της οικονομίας μας, τον τουρισμό, ας πάρουμε τα μέτρα μας και ας αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα και ευθύνη την κατάσταση. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Και κυρίως δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη. Γιατί, αν χάσουμε και τον τουρισμό, χαθήκαμε.
Αυτό το έχουν καταλάβει όλοι. Ελπίζουμε κι εκείνοι που έχουν την υποχρέωση να το καταλάβουν…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ