Οι δύο μεγάλοι «ασθενείς»: Δημόσιο και Τράπεζες – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Οι δύο μεγάλοι «ασθενείς»: Δημόσιο και Τράπεζες – Του Ν. Γ. Χαριτάκη


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]


Πρώτη Κυριακή Σεπτεμβρίου 2009 – Πρώτη Κυριακή Σεπτεμβρίου 2024. Μια Κυριακή όχι σαν όλες τις άλλες, αφού παραδοσιακά ανήκει στην ομιλία του εκάστοτε πρωθυπουργού στην Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Τότε, 2009. Η παγκόσμια οικονομία, με πρώτη την ισχυρότερη οικονομία του πλανήτη, καταρρέει. Το Ελληνικό Δημόσιο, ο πρώτος μεγάλος ασθενής, δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις του. Αδυνατεί να καταβάλει μισθούς και συντάξεις. Δεν μπορεί να πληρώσει την εξυπηρέτηση των δανείων του και βέβαια ούτε τις λειτουργικές του ανάγκες. Τότε κρυβόμασταν πίσω από το δάχτυλό μας. Αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα και τη γνώριζαν όλοι, Έλληνες και ξένοι. Σε μια αντίστοιχη κατάσταση, μια τυχαία επιχείρηση πτωχεύει και προχωρά σε αναδιάρθρωση οφειλών και περιορισμούς δαπανών κυρίως μειώνοντας προμήθειες και απασχόληση.

Ο δεύτερος μεγάλος ασθενής είναι το τραπεζικό σύστημα της χώρας, που κι αυτό αντιμετωπίζει αντίστοιχα προβλήματα. Οι τράπεζες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους καταθέτες, καθώς ο βασικός τους πελάτης, το Ελληνικό Δημόσιο, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τα δικά του χρέη και μαζί του, λόγω ύφεσης, όλες οι επιχειρηματικές μονάδες.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικής επιστήμης για να αντιληφθεί κανείς ότι μία μαζική, απροσδόκητη και στιγμιαία στενότητα στη ρευστότητα νομοτελειακά θα οδηγήσει την οικονομία σε μαζική πτώχευση. Ιδιαίτερα δε, σε περίοδο ταχύρρυθμης ανάπτυξης και μάλιστα όταν οι δανειακοί πόροι συμβάλλουν στο 80% της συνολικής ρευστότητας, εκτός από το Δημόσιο, που έστω και αν πτωχεύει οικονομικά, δεν εξαερώνεται.

Τα εναλλακτικά σενάρια λιγοστά και δεδομένα και για τους δύο ασθενείς. Απαιτείται ανάταξη της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας του Κράτους και παροχέτευση συστημικής ρευστότητας στο αδύναμο τραπεζικό σύστημα ώστε να μη χαθεί μεγάλο τμήμα της παραγωγικής μηχανής. Τα μέτρα είναι συγκεκριμένα: 1. Δανειακή ενίσχυση εκτός κανόνων φερεγγυότητας για το Κράτος από αλλοδαπούς πόρους. 2. Αναδιάρθρωση επιτοκιακού κόστους χρεών και παράλληλη διαγραφή. 3. Μείωση του κόστους λειτουργίας και 4. Αύξηση των εσόδων. Το σημαντικότερο όμως εξ όλων είναι η στενή παρακολούθηση του επιχειρηματικού σχεδίου που προκύπτει, ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη σωτηρία των δύο ασθενών.

Για την εξασφάλιση του αποτελέσματος επιβάλλονται όροι. Για το μεν Κράτος, αυστηρό μνημόνιο και επιτήρηση από την τρόικα, για το δε τραπεζικό σύστημα, ό,τι έχει βέβαια απομείνει μετά την κρίση, από την ΕΚΤ και τον Μηχανισμό Σταθερότητας.

Η ιστορία έχει καταγράψει τις εξελίξεις και έχει ερμηνεύσει αρκετά καλά τις αδυναμίες και τις αποτυχίες που μας οδήγησαν ως οικονομία στη σημερινή πραγματικότητα. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι από τους δύο ασθενείς του 2009 το Ελληνικό Δημόσιο πέτυχε να βγει από την κρίση του, παρά τα εμπόδια και τις αναταράξεις που αντιμετώπισε, ενώ αντίθετα το τραπεζικό σύστημα απέτυχε. Κι όχι μόνο απέτυχε, αλλά αδυνατεί να προσαρμοστεί στον ρόλο που έχει αναλάβει με δεδομένη τη βοήθεια που του δόθηκε.

Τι έκανε όμως το Ελληνικό Δημόσιο και πέτυχε και τι αντίστοιχα δεν έκαναν οι τράπεζες και απέτυχαν; Και οι δύο ενισχύθηκαν κεφαλαιακά. Στο Δημόσιο διαγράφηκε το 1/3 των υποχρεώσεών του, μειώθηκαν δραστικά τα επιτόκια δανεισμού, επιμηκύνθηκε η διάρκεια και υπήρξε αξιόπιστος υπερεθνικός εγγυητής. Αντίστοιχα στις τράπεζες έγινε σημαντική -σχεδόν χαριστική- αύξηση κεφαλαίου υπέρ των μετόχων, τους επετράπη νομοθετικά να διαγράψουν επισφαλή δάνεια και η ΕΚΤ ανέλαβε να παράσχει εγγυήσεις ικανές να καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των υποχρεώσεών τους (καταθέσεις) στην περίπτωση που θα προέκυπτε κάποια δεύτερη κρίση ρευστότητας (βλέπε π.χ. 2015 και COVID).

Το Ελληνικό Δημόσιο παρά την κρίση πέτυχε και ανέκτησε τη φερεγγυότητά του: 1. Κατόρθωσε να περιορίσει σημαντικά τη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ικανοποιητικά πρωτογενή και ίσως ακόμη και καθαρά δημοσιονομικά πλεονάσματα. 2. Κατόρθωσε να συγκρατήσει τις δαπάνες του, αν εξαιρέσουμε ιδιαίτερα έκτακτες ενισχύσεις λόγω COVID και πολέμου Ουκρανίας. 3. Σχεδόν μηδένισε το ασφαλιστικό έλλειμμα. 4. Βελτίωσε τη λειτουργική ικανότητα των υπηρεσιών του μεταφέροντας περιουσία και management στον ιδιωτικό τομέα και 5. Έκλεισε σχεδόν όλες τις πιθανές διαρροές καταγραφής των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών. Με δεδομένο μάλιστα ότι το Δημόσιο ποτέ δεν ξεχνά, έχει πλέον τη δυνατότητα να προσφεύγει σε δράσεις με αντικειμενικό προσδιορισμό των κριτηρίων ενίσχυσης των αδυνάτων. Για να μην αφήσει μάλιστα το τραπεζικό σύστημα με παράπονο επιπλέον εκείνων της ΕΚΤ και του Μηχανισμού Σταθερότητας, δέχτηκε να προσφέρει τη συνεγγύησή του σε ιδιωτικά δάνεια των τραπεζών που η αναδιάρθρωσή τους θα τα μετέτρεπε από αφερέγγυα σε φερέγγυα. Κατ’ ουσίαν, δέχτηκε να χαριστεί στους οφειλέτες των τραπεζών αλλά δεν χάρισε στις τράπεζες. Άλλωστε το δεύτερο δεν του επετράπη από τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ. Βοήθησε μάλιστα σημαντικά, καθώς παρεχώρησε «ακαταδίωκτο» στα στελέχη των τραπεζών για την περίοδο που ως μέτοχος πιθανά θα ενέχονταν για δόλο κατά του μετόχου – Δημοσίου.

Την περίοδο που το Ελληνικό Δημόσιο ξεφεύγει από τη μακρόχρονη πέδηση σε καθετί το σύγχρονο, το τραπεζικό σύστημα προσπαθεί να αναδείξει συνθήκες κερδοφορίας σε μη ανταγωνιστικούς ισολογισμούς. Έτσι, δώδεκα (12) χρόνια μετά την κρίση με άφθονη κρατική άμεση και έμμεση βοήθεια, το συστημικό και μη τραπεζικό σύστημα λειτουργεί ως τροχοπέδη. Παρά τη συμπαράσταση για ιδιαίτερη επικάλυψη των ισολογισμών τους με τη μεταφορά απαιτήσεων σε «δήθεν» servicers, η οικονομία παρακολουθεί άφωνη τους συντελεστές της κρίσης να αντιμάχονται ο ένας τον άλλο. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις της Βουλής και των Κυβερνήσεων έρχονται και παρέρχονται ανενεργές, ενώ στην αρένα παρακολουθούμε τους μονομάχους να αντιμάχονται το ποιος θα κερδίσει περισσότερο από τη δήθεν ρύθμιση των απαιτήσεων. Έτσι, αντί το πρόβλημα να δημιουργείται από τον ανταγωνισμό του αλλοδαπού συστήματος, να μας προκύπτει από το δυσανάλογα ευνοημένο εγχώριο.

Η Θεσσαλονίκη του 2024 είναι δεδομένη. Το Ελληνικό Δημόσιο θα προχωρήσει τον δρόμο του με την υπάρχουσα και τη βελτιωμένη διοικητική δομή. Το Ελληνικό Δημόσιο θεσμοθέτησε και αξιοποίησε στο έπακρο τη διαπραγματευτική ισχύ σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε όφελος των τραπεζών. Η Θεσσαλονίκη οφείλει να είναι η απαρχή αλλά και το τέλος της ανίερης σχέσης Κράτους – Τραπεζών που προέκυψε μετά την κρίση του 2009 και με μεγάλο κόστος διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Η ελληνική κοινωνία έδωσε αρκετά. Το Κράτος φερέγγυο και ισχυρό δημοσιονομικά έχει τον δικό του ανεξάρτητο δρόμο.

Και το τραπεζικό σύστημα το δικό του στο πλαίσιο των κανόνων, κυρίως Κοινοτικών, που έχουν εδώ και καιρό θεσμοθετηθεί και ισχύουν… Αναπόφευκτα θα συρρικνωθεί σε δραστηριότητα, χάνοντας μερίδια από τα νέα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ήδη οι άριστες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν κατ’ ουσίαν αποχωρήσει. Το ίδιο θα γίνει και με τις νέες φερέγγυες.

Εκτίμησή μας είναι ότι στο άμεσο μέλλον η απομείωση της ισχύος του τραπεζικού συστήματος και η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου σε όλα τα επίπεδα, χωρίς την ουσιαστική παρουσία του τραπεζικού συστήματος και χωρίς προστασία υπέρ των μονοπωλιακών κρατικών απολιθωμάτων θα είναι η απαρχή μιας νέας οικονομίας που ήδη έχει ξεκινήσει.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ