Στ. Παραστατίδης στο “Π”: Κρίση της στέγης: Μια σιωπηλή απελπισία που έχει μετατραπεί σε… κανονικότητα
Του
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΔΗ
Βουλευτή ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Κιλκίς
Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, έτσι και φέτος, σε όλη τη χώρα εκτυλίσσονται εκατοντάδες μικρά δράματα:
Αναπληρωτές εκπαιδευτικοί των 750 ευρώ αναζητούν μάταια στοιχειωδώς προσιτή στέγη, κάτι που ιδίως στις τουριστικά αναπτυγμένες περιοχές αποτελεί συχνά όνειρο απατηλό.
Φοιτητές και γονείς αναλώνονται σε σαφάρι φοιτητικής κατοικίας, που στα μεγάλα αστικά κέντρα αποτελεί κάθε χρόνο ολοένα και πιο βασανιστικό μαρτύριο με τεράστιο κόστος στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Μικρές ιστορίες εξευτελισμού βγαίνουν στη δημοσιότητα ή διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Αναπληρωτές που διανυκτερεύουν στα αυτοκίνητά τους, γιατροί σε νησιά που κοιμούνται σε ράντζα, φοιτητές που υποχρεώνονται να μετακομίζουν όταν ξεκινάει η τουριστική περίοδος. Μία σιωπηλή απελπισία που έχει μετατραπεί σε κανονικότητα. Ένα κοινωνικό φαινόμενο που η πολιτική ηγεσία το αντιμετωπίζει μοιρολατρικά, σαν να πρόκειται για φυσικό φαινόμενο.
Η διάγνωση άλλωστε είναι γνωστή και χιλιοειπωμένη: Εκτόξευση ενοικίων που οφείλεται στη δραματική μεταμόρφωση της ελληνικής αγοράς κατοικίας. Σαρωτική εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε βάρος των μακροπρόθεσμων σε μεγάλα αστικά κέντρα και τουριστικά αναπτυγμένες περιοχές. Απουσία ρυθμιστικού πλαισίου σε ένα μοντέλο ανεξέλεγκτης τουριστικής υπερανάπτυξης. Ανεπάρκεια φοιτητικών εστιών και υποδομών και τραγική κατάσταση των ήδη υπαρχόντων.
Την ίδια στιγμή που οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου επενδύουν τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για να κατασκευάσουν κοινωνικές κατοικίες (26.000 στην Πορτογαλία, 20.000 στην Ισπανία, 10.000 στην Ιταλία) αντιμετωπίζοντας την στεγαστική κρίση μέσα από την αύξηση του δημόσιου στεγαστικού αποθεματικού τους, η κυβέρνηση επιμένει στη λάθος συνταγή: ενίσχυση της ζήτησης μέσω των επιδοτούμενων προγραμμάτων που εφαρμόζει, όπως το «Σπίτι μου», τα οποία έχουν τα αντίθετα από τα προσδοκόμενα αποτελέσματα: περαιτέρω αύξηση των τιμών.
Η Ελλάδα, παρότι είναι μια χώρα που χαρακτηρίζεται από ένα εκρηκτικό κοκτέιλ γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων (νησιωτικότητα και ορεινότητα), πληθυσμιακών ανακατατάξεων (εκρηκτική αύξηση στην πρωτεύουσα – αφαίμαξη στην περιφέρεια) και αναπτυξιακής κατεύθυνσης (αρρύθμιστη τουριστική υπερανάπτυξη) που διαμορφώνει ένα περιβάλλον τεράστιων στεγαστικών προκλήσεων, παραμένει στον πάτο της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την κοινωνική κατοικία.
Αντί για έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που θα συνδυάζει αρμοδιότητες και πόρους περισσότερων συναρμόδιων υπουργείων, θα περιλαμβάνει σαφές χρονοδιάγραμμα, δέσμευση πόρων από διάφορες πηγές – Εθνικός Προϋπολογισμός, Ταμείο Ανάκαμψης, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και μετρήσιμους στόχους που θα αυξήσουν εμπροσθοβαρώς και γεωγραφικά στοχευμένα το ποσοστό της κοινωνικής κατοικίας στη χώρα, η κυβέρνηση απαντάει με αναμασημένες συνταγές, με μέτρα μηδενικής αποτελεσματικότητας και πολιτικές που ποτέ δεν αξιολογούνται ως προς τον βαθμό αποτελεσματικότητάς τους.
Ζούμε σε μια χώρα που το μεγαλύτερο πανεπιστήμιό της, το ΕΚΠΑ, αδυνατεί να εξασφαλίσει πόρους για να ανακαινίσει τις τουαλέτες των σε άθλια κατάσταση φοιτητικών εστιών του και περιμένουμε από την κοινωνία να μας πάρει στα σοβαρά, όταν μιλάμε για στεγαστική πολιτική.
Το στεγαστικό δράμα των φοιτητών, των αναπληρωτών καθηγητών και των γιατρών μας σε τουριστικά αναπτυγμένες, δυσπρόσιτες περιοχές ή στα μεγάλα αστικά κέντρα αποτελεί τμήμα μόνο της μεγάλης εικόνας της εθνικής στεγαστικής πολιτικής μας. Η απάντηση στην ελληνική κρίση κατοικίας που πλήττει ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας είναι πρακτικά η απάντηση στο ερώτημα πώς οραματιζόμαστε την Ελλάδα της επόμενης πενηντακονταετίας: μια χώρα ισόρροπης οικονομικής, περιφερειακής και κοινωνικής ανάπτυξης, ισότητας και δικαιοσύνης ή μια χώρα τριτοκοσμικού υπερσυγκεντρωτισμού, ανισοτήτων και περιφερειακής υποβάθμισης;
Οι επιλογές του σήμερα θα καθορίσουν ποιον από τους δύο δρόμους θα ακολουθήσει η χώρα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ