Η εξωτερική πολιτική σε «κώμα»
–Η αδράνεια σε Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Ανατολική Μεσόγειο και οι επικίνδυνοι πειραματισμοί στο Κυπριακό
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Σε μια περίοδο ισχυρότατων γεωπολιτικών αναταράξεων και σοβαρών απειλών για την περιφερειακή σταθερότητα, η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε θερινές διακοπές, αδυνατώντας να διαχειριστεί ακόμη και απλά ζητήματα και προκλήσεις.
Η Ελλάδα έχει χάσει το κύρος που διέθετε στον βαλκανικό περίγυρο, ενώ έναντι της Τουρκίας εμφανίζεται αμήχανη και εγκλωβισμένη στη Διακήρυξη των Αθηνών, με τον Γιώργο Γεραπετρίτη να προσπαθεί εσχάτως να ανοίξει συζήτηση για το Κυπριακό, με τρόπο που προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις από την κυπριακή κοινή γνώμη και τις κυπριακές πολιτικές δυνάμεις.
Την ώρα μάλιστα που είναι σε εξέλιξη μία από τις σοβαρότατες και πιο επικίνδυνες κρίσεις, η Ελλάδα αρκείται στις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών ότι «συνομιλούμε με όλους», κάτι που βεβαίως δεν ισχύει, και φυσικά δεν είναι αυτοσκοπός ούτε στόχος εξωτερικής πολιτικής το να «μιλάμε γενικώς», εάν δεν διεκδικούμε και δεν έχουμε ρόλο.
Η αδράνεια του ΥΠΕΞ είναι χαρακτηριστική, καθώς από τα μέσα Ιουλίου δεν έχει υπάρξει καμία διπλωματική δραστηριότητα ούτε επαφή της ηγεσίας του ΥΠΕΞ με οποιονδήποτε ξένο παράγοντα και για οποιοδήποτε θέμα. Είναι προφανές ότι έτσι δεν μπορεί να διεκδικηθεί ρόλος από την Ελλάδα και αντιθέτως μηδενίζεται το όποιο διπλωματικό κεφάλαιο είχε η χώρα μας…
Στην κρίση της Μέσης Ανατολής η Αθήνα είναι παντελώς απούσα. Τον τελευταίο μήνα δεν έχει υπάρξει επαφή με κάποιον από τους πρωταγωνιστές ή έστω με τους άλλους περιφερειακούς παίκτες. Η ηγεσία του ΥΠΕΞ δεν έχει φροντίσει καν να υπάρξει μια πρώτη συνάντηση με τον νέο υπουργό Εξωτερικών της Αιγύπτου, για να διαπιστωθεί εάν η αλλαγή του Σάμεχ Σούκρι, μετά την υπερδεκαετή παρουσία του στην ηγεσία της αιγυπτιακής διπλωματίας, θα σηματοδοτήσει ευρύτερες αλλαγές που ενδιαφέρουν άμεσα την Ελλάδα. Πολύ περισσότερο όταν το Κάιρο επισκέφθηκε σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα ο τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν για την αναθέρμανση των σχέσεων και για την προετοιμασία της επίσκεψης του Προέδρου Σίσι στην Άκυρα. Οι διεργασίες αυτές έχουν ύψιστη σημασία για την Ελλάδα, καθώς η Τουρκία έχει στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της την ανατροπή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει από το Κάιρο ότι θα ξεκινήσουν κάποια στιγμή οι συνομιλίες για «οριοθέτηση των μεταξύ τους θαλασσίων ζωνών». Κάτι που θα σήμαινε ότι η Τουρκία θα αποκτούσε αποκτά ερείσματα για να διεκδικήσει ολόκληρη την ελληνική υφαλοκρηπίδα ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Και εδώ όμως η Αθήνα είναι απούσα…
Όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, η Ελλάδα δείχνει να έχει καταθέσει τα όπλα έναντι του αλυτρωτισμού του Κρίστιαν Μίτσκοσκι. Πλέον, έχει σταματήσει να καταγγέλλει δημόσια τις παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως έγινε με τους εορτασμούς του Ίλιντεν, κατά τους οποίους ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας κατέθεσε στεφάνι σε εκδήλωση που υπήρχαν αναρτημένες παντού σε δημόσια θέα σημαίες με τον Ήλιο της Βεργίνας. Ενώ, πλέον, η ηγεσία της γειτονικής χώρας έχει καθιερώσει παντού τη χρήση του όρου «Μακεδονία», αντί του συνταγματικού ονόματος «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», η Αθήνα δείχνει να επαναπαύεται στη γενική προειδοποίηση ότι θα υπάρξουν εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, εάν συνεχιστεί η παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Όμως η ίδια η Συμφωνία προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία για την καταγγελία των παραβιάσεων και μέχρι στιγμής η ελληνική πλευρά δεν έχει ξεκινήσει τη διαδικασία αυτή, δίνοντας έτσι χρόνο στα Σκόπια να εμπεδώνουν τη χρήση του «Μακεδονία». Εξάλλου, χωρίς την έγκαιρη κινητοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης ουδείς θα πεισθεί, μετά από ένα ή δύο χρόνια, ότι η επίκληση του άρθρου 7 της Συμφωνίας από τα Σκόπια για τη χρήση του όρου «Μακεδονία» αποτελεί παραβίαση της Συμφωνίας, ώστε να οδηγήσει και στο βέτο στην ενταξιακή πορεία της χώρας.
Ένα πραγματικό φιάσκο για την ελληνική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε και η υπόθεση της Χειμάρρας. Ενώ η ηγεσία του ΥΠΕΞ καυχιόταν, εδώ και μήνες, ότι έχει βρει τον τρόπο για να διαχειριστεί την κατάσταση, τελικά καταλήξαμε σε ένα πραγματικό Βατερλό. Ο Έντι Ράμα έγραψε επιδεικτικά στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις προειδοποιήσεις της Ελλάδας, κράτησε και κρατά ακόμη στη φυλακή τον Φρέντι Μπελέρη, ο οποίος έχει εκλεγεί ευρωβουλευτής, και μεθόδευσε τις νόθες εκλογές στη Χειμάρρα, που οδήγησαν στην οριστική υφαρπαγή του δήμου με την εκλογή του, κατ’ όνομα μόνο, «Έλληνα» Βαγγέλη Τάβου ως δημάρχου της πόλης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αθήνα απέφυγε δημοσίως και επισήμως να επικαλεστεί τις καταγγελίες των μελών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και της ΟΜΟΝΟΙΑΣ για τις παρεμβάσεις του αλβανικού κράτους στην εκλογική διαδικασία και αρκέστηκε μόνο σε μια «διαρροή διπλωματικών πηγών» που ήγειραν θέμα «σοβαρών αμφιβολιών για το αδιάβλητο της διαδικασίας», αναφέροντας απλώς ότι η «δημοκρατική αρχή και το ευρωπαϊκό κεκτημένο επιβάλλουν στις αλβανικές αρχές να αξιολογήσουν και να απαντήσουν όλες τις αναφορές που σχετίζονται με την ακεραιότητα των χθεσινών εκλογών».
Μία αναφορά που απλώς έδειχνε ότι ήθελε να κλείσει το θέμα, έχοντας τα νώτα καλυμμένα στην κριτική που θα επακολουθούσε ότι η Αθήνα αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα τα τετελεσμένα του Έντι Ράμα.
Με την υπόθεση της Χειμάρρας και τον τρόπο με τον οποίο τη χειρίστηκε η κυβέρνηση, ο Έντι Ράμα έκανε επίδειξη ισχύος έναντι της Ελλάδας, πλήττοντας σοβαρά το κύρος της χώρας μας στα Δυτικά Βαλκάνια…
Όμως το μεγάλο φάουλ από την Αθήνα έγινε με το Κυπριακό… Η δήλωση του Γ. Γεραπετρίτη (ΣΚΑΪ) προκάλεσε σφοδρότατες αντιδράσεις στη Λευκωσία. Συγκεκριμένα είπε: «Η ακινησία και η αδράνεια στο Κυπριακό, η έλλειψη πολιτικής γενναιότητας οδήγησε δυστυχώς σε πιο ακραίες θέσεις την Τουρκία. Στη λύση δηλαδή των δύο κρατών, της κυριαρχικής ισότητας, που είναι στην πραγματικότητα το αφήγημα των τελευταίων ετών εκ μέρους της Τουρκίας…». Η δήλωση αυτή θεωρήθηκε είτε απόδειξη άγνοιας των πτυχών του Κυπριακού είτε «λαγός» για εκκολαπτόμενες εξελίξεις. Διότι, προφανώς, δεν είναι η «έλλειψη πολιτικής γενναιότητας» (του Κυπριακού Ελληνισμού, όπως υπονοεί η διατύπωση, παραπέμποντας στις δήθεν χαμένες ευκαιρίες του Κυπριακού) η οποία προκάλεσε τη σκλήρυνση της στάσης της Τουρκίας, η οποία διαχρονικά τα τελευταία τουλάχιστον 40 χρόνια επιδιώκει λύση η οποία είτε φανερά είτε συγκεκαλυμμένα οδηγεί στη διχοτόμηση ή στη χαλαρή συνομοσπονδία.
Και έτσι επιστρατεύθηκαν και πάλι «διπλωματικές πηγές», για να διευκρινίσουν ότι «η παρερμηνεία των δηλώσεων του έλληνα υπουργού Εξωτερικών, όπου η προφανής δήλωσή του ήταν ότι η έλλειψη πολιτικής γενναιότητας αφορούσε την Τουρκία, οδηγώντας το Κυπριακό σε ακινησία και πιο ακραίες θέσεις, υπονομεύει την εθνική προσπάθεια για την επανεκκίνηση των συνομιλιών». Και μόνο το γεγονός ότι χρειάστηκαν… διευκρινίσεις για τη θέση που εξέφρασε ο ΥΠΕΞ δείχνει την ανάγκη να υπάρχουν ακριβείς και σαφείς δηλώσεις για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα και πάντως, εάν οι δηλώσεις αυτές αποσκοπούσαν στη βολιδοσκόπηση της κοινής γνώμης, η απάντηση που δόθηκε από τη Λευκωσία ήταν σαφής.
Όπως επίσης ακούγεται εντελώς παράταιρο το ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση δημιουργεί παράθυρο ευκαιρίας για το Κυπριακό (κάτι που επαναλαμβάνει συχνά ο κ. Γεραπετρίτης, αλλά έχει υιοθετήσει και ο Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης), καθώς αυτό ουσιαστικά έρχεται να δικαιώσει την Τουρκία με την παραδοχή ότι το πρόβλημα όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι δεν υπήρχε ελληνοτουρκική προσέγγιση. Κάτι που βεβαίως είναι ανακριβές, καθώς το απαράδεκτο Σχέδιο Ανάν διαμορφώθηκε την περίοδο Σημίτη – Παπανδρέου και τον μήνα του μέλιτος με την Τουρκία. Και χρησιμοποιήθηκε για να εκβιάσει τον Κυπριακό Ελληνισμό, συνδέοντας την αποδοχή του Σχεδίου με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Κάτι που ανέτρεψε ο ίδιος ο Ελληνισμός της Κύπρου, με επικεφαλής τον Τάσσο Παπαδόπουλο, στο δημοψήφισμα του 2004.
Με δεδομένη τη δυσμενή τροπή που έχει πάρει η ελληνοτουρκική προσέγγιση, καθώς η Διακήρυξη των Αθηνών χρησιμοποιείται από την Τουρκία για τη μονιμοποίηση και τη νομιμοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας, θα ήταν ολέθριο εθνικό ολίσθημα ένας νέος πειραματισμός στο Κυπριακό, που θα οδηγούσε στην αποδοχή της τουρκικής αντίληψης ότι η ευθύνη για το ανεπίλυτο του Κυπριακού οφείλεται στην «αδράνεια» και στην «έλλειψη πολιτικής γενναιότητας» και της ελληνοκυπριακής πλευράς…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ