Η κυβέρνηση απεμπολεί υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ και κυριαρχικά δικαιώματα
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Αυτό που συνέβη στην Κάσο δεν είναι καθόλου ένα μικρό θέμα, που ρυθμίστηκε, όπως λέει η κυβέρνηση, μέσα από τους υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας. Είναι ένα κορυφαίο θέμα που αφορά άμεσα αφενός τα Ελληνικά δικαιώματα με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και αφετέρου τις αυθαίρετες Τουρκικές διεκδικήσεις για τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο και τις Τουρκικές θεωρίες ότι δήθεν τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Άγκυρα έστειλε πολεμικά σε μια περιοχή που είναι οριοθετημένη ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου και στην οποία η Ελλάδα ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα, όπως αυτά καθορίζονται από τη Διεθνή Σύμβαση του Montego Bay για το Θαλάσσιο Δίκαιο. Κατά δεύτερο λόγο, η θαλάσσια αυτή περιοχή αποτελεί Ελληνική υφαλοκρηπίδα η οποία, με βάση το διεθνές δίκαιο, υπάρχει εξ αρχής (ab initio) και αφ’ εαυτής (ipso facto). Η υφαλοκρηπίδα δεν χρειάζεται να ανακηρυχθεί για να ισχύει. Υπάρχει αφ’ εαυτής και το μόνο θέμα που τίθεται είναι η οριοθέτησή της με τις γειτνιάζουσες χώρες.
Η Άγκυρα αμφισβητεί ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και, χρησιμοποιώντας ως όχημα τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», παρουσιάζεται ως ο «ιδιοκτήτης» της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ ακόμη και στην Κάσο και σ’ όλη την περιοχή που καλύπτεται από τη «Γαλάζια Πατρίδα» και το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο.
Η «Γαλάζια Πατρίδα» έγινε για την Άγκυρα κάτι ανάλογο του λεγόμενου «ζωτικού χώρου» που διεκδικούσε άλλοτε η Χιτλερική Γερμανία.
Το να έρχεται η Ελληνική πλευρά και να «διαπραγματεύεται» θέματα που είναι, για λόγους αρχής και κυριαρχίας, αδιαπραγμάτευτα ή, ακόμη χειρότερα, να υποχωρεί και να επιτρέπει στην Τουρκική πλευρά να δημιουργεί προηγούμενο και να ενισχύει τις διεκδικήσεις και τους ισχυρισμούς της σημαίνει υποχώρηση σε θέματα κυριαρχίας, εθνικού χώρου και δικαιωμάτων με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.
Δεν μπορεί η Ελλάδα να μην υπερασπίζει την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Δεν μπορεί να ανέχεται σιωπηρά την παραβίαση της Ελληνικής υφαλοκρηπίδος που έχουν τα Ελληνικά νησιά και να περιορίζεται στα 6 ναυτικά μίλια των χωρικών υδάτων. Για ποιον λόγο έγιναν οι μεγάλες κρίσεις με την Τουρκία στη δεκαετία του 1970 και του 1980; Δεν έγιναν για την προάσπιση της Ελληνικής υφαλοκρηπίδος; Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης έστειλε ήδη ένα πολύ κακό μήνυμα, κατά την προηγούμενη κρίση του 2020. Είπε τότε, αγνοώντας την Ελληνική υφαλοκρηπίδα, ότι η Ελλάδα θα υπεράσπιζε την Ελληνική εθνική κυριαρχία στα χωρικά ύδατα των 6 μιλίων. Τα Ελληνικά κυριαρχικά και άλλα δικαιώματα, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, δεν περιορίζονται στα 6 μίλια των χωρικών υδάτων. Γιατί όμως και τα τελευταία δεν επεκτείνονται στην περιοχή αυτή και νότια της Κρήτης σε 12 μίλια;
Τα όσα έγιναν στην Κάσο παραπέμπουν και σε δύο άλλα βασικά ερωτήματα, που συνδέονται με τις Τουρκικές στρατηγικές επιδιώξεις και την ακολουθούμενη από την κυβέρνηση κατευναστική πολιτική. Όταν μια χώρα εγείρει απροκάλυπτα διεκδικήσεις σε βάρος μιας άλλης, είναι συνετό και λογικό η τελευταία να βάζει σε παρένθεση τις διεκδικήσεις αυτές και να επιδιώκει εξομάλυνση δήθεν των σχέσεων με την άλλη; Πολύ χειρότερα ακόμη, να έρχεται αρωγός στις σχέσεις της με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και να συμφωνεί, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, για την προαγωγή των σχέσεων αυτών και στην απόδοση μάλιστα στην Τουρκία από την ΕΕ καθεστώτος αναβαθμισμένης τελωνειακής ενώσεως;
Είναι λογικό να επιτρέπει η Ελλάδα στην Τουρκία να κάνει συμβατή την αναθεωρητική πολιτική των διεκδικήσεων με τη βελτίωση των διμερών σχέσεων και να μην έχει ουσιαστικά κόστος στις διμερείς της σχέσεις με την Ελλάδα από την επιδίωξη στρατηγικών στόχων εναντίον της;
Η ενδοτική, επικίνδυνη και απαράδεκτη πολιτική της σημερινής κυβερνήσεως στο Αιγαίο, που υποθηκεύει τα δικαιώματα που παρέχονται στην Ελλάδα από το διεθνές δίκαιο, εκδηλώνεται, με άλλη μορφή, και σε άλλα εθνικά θέματα, κατά πρώτο λόγο στο μεγάλο θέμα της Κύπρου.
Συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή. Με την πολιτική των συνεχών παραχωρήσεων για να εξευρεθεί δήθεν λύση, πριν παγιωθούν τα τετελεσμένα γεγονότα, η Κύπρος έφτασε σήμερα κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού. Η Άγκυρα εμμένει σε «λύση» δύο «ισότιμων» κρατών και η Ελληνική πλευρά έφτασε στο σημείο να κάνει σημαία της την πρώην Τουρκική θέση για «λύση» διζωνικής ομοσπονδίας, με «πολιτική ισότητα».
Επιζητείται σήμερα επανάληψη των συνομιλιών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με τη μορφή ενδεχομένως μιας νέας Πενταμερούς, υπό την αιγίδα του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες. Η Τουρκική πλευρά θέτει ως προϋπόθεση για να συμφωνήσει σε επανάληψη των συνομιλιών την αναγνώριση στους Τουρκοκυπρίους και εμμέσως στο ψευδοκράτος της λεγόμενης «κυριαρχικής ισότητας». Προφανής στόχος είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η εξίσωσή της με το ψευδοκράτος, στην προοπτική μιας «λύσεως» δύο κρατών ή μιας συνομοσπονδίας δύο ίσων και ισοκυριάρχων μερών».
Σε μια τέτοια περίπτωση, ολόκληρη η Κύπρος θα μετατρεπόταν σε Τουρκικό δορυφόρο και θα υπαγόταν σε Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ποιες θα ήταν οι συνέπειες για τον Κυπριακό Ελληνισμό αλλά και για την Ελλάδα και τη θέση και τις στρατηγικές συμμαχίες της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και όμως. Ποια είναι η πολιτική της σημερινής κυβερνήσεως; Αποστασιοποίηση από την Κύπρο. Αφήνουμε δηλαδή απερίσπαστο τον Ερντογάν να προωθήσει τα σχέδιά του για γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, ως αυτό να μη μας αφορά, εθνικά και γεωπολιτικά. Υπονομεύουμε, ταυτόχρονα, μόνοι μας τα στρατηγικά μας πλεονεκτήματα και τις στρατηγικές συμμαχίες μας, που μας είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσουμε τον Τουρκικό επεκτατισμό και ηγεμονισμό.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ