Π. Ραβάνης στο “Π”: «Θηλιά» για τις επιχειρήσεις η επιστροφή των επιδοτήσεων για το ρεύμα
Του
ΠΑΥΛΟΥ ΡΑΒΑΝΗ
Προέδρου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας
Αιφνιδιαστικά, χιλιάδες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις καλούνται να επιστρέψουν σημαντικά ποσά για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος της περιόδου 2022 – 2023, τα οποία υπερβαίνουν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και τα 4.000 ευρώ, καθώς έλαβαν επιδότηση που τελικά δεν τη δικαιούνταν, χωρίς να έχει υπάρξει προηγούμενη ενημέρωση για την επιστροφή της.
Η διοίκηση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας καθημερινά λαμβάνει ειδοποιητήρια μελών του που καλούνται να επιστρέψουν μέρος της επιδότησης που έλαβαν, σύμφωνα με την ΚΥΑ ΥΠΕΝ/Δ ΗΕ/62035/1037/2024 (ΦΕΚ 3268 Β/10-06-2024), την ίδια στιγμή που –εκτός των άλλων συσσωρευμένων υποχρεώσεων– καλούνται να αντιμετωπίσουν και τις νέες, συνεχείς αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Η επιστροφή της επιδότησης-βοηθήματος, την οποία εξήγγειλε η κυβέρνηση και προχώρησαν στην παροχή της οι εταιρείες ενέργειας, συνιστά ξαφνική και μεγάλη επιβάρυνση των επιχειρήσεων, σε μια εποχή που τα προβλήματα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα διογκώνονται. Ο επιχειρηματίας, ειδικά ο μικρός επαγγελματίας, την εποχή που έλαβε την επιδότηση προσάρμοσε τις τιμές των προϊόντων του και γενικά την παραγωγή του με βάση τις τιμές εκείνες και προϋπολόγισε όλη του τη λειτουργία σε εκείνη τη βάση. Πλέον, με την απαίτηση των εταιρειών για την επιστροφή μέρους των επιδοτήσεων, οι επιχειρηματίες καλούνται να επιστρέψουν από τυχόν κέρδη τους τα ποσά, ενώ η συντριπτική πλειονότητα, επειδή δεν μπορεί να επιβιώσει, ενδέχεται να μετακυλίσει το κόστος στον καταναλωτή.
Αυτός ο αιφνιδιασμός έχει ήδη κοστίσει σε πολλούς μικρομεσαίους, οι οποίοι καλούνται να επιστρέψουν 1.000 – 2.000 ευρώ, κατά μέσο όρο. Μάλιστα, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για μετάθεση της ημερομηνίας αποπληρωμής ή, έστω, για τμηματική καταβολή των ποσών που απαιτούν οι εταιρείες να επιστραφούν εν μέσω θέρους, οπότε αρκετές βιοτεχνικές επιχειρήσεις αναστέλλουν τη λειτουργία τους. Για άλλη μια φορά, η κυβέρνηση αδυνατεί να αναλογιστεί τα υπέρογκα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις λόγω της αύξησης του λειτουργικού τους κόστους και της ακρίβειας και προχωράει σε νέα επιβάρυνσή τους.
Όπως όλα δείχνουν, η επιδότηση δόθηκε χωρίς την απαιτούμενη έγκριση της αρμόδιας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με αποτέλεσμα οι δαπάνες αυτές να μην καλύπτονται από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Από τη στιγμή, όμως, που η εξέλιξη αυτή συνιστά κυβερνητική ευθύνη, πρέπει η Ελληνική Πολιτεία να αναλάβει το κόστος και να βρεθεί μια δίκαιη λύση, ώστε να καλυφθεί το κόστος από τον κρατικό προϋπολογισμό και όχι με νέα επιβάρυνση των επιχειρηματιών, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν σημαντικά προβλήματα ρευστότητας.
Κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να «πληρώσει» ποσά επιδοτήσεων για τα οποία δεν ενημερώθηκε από πριν αν δόθηκαν νόμιμα, αν ήταν εγκεκριμένα ή με επιφύλαξη, όρους κ.λπ. Αυτό δεν έγινε, φυσικά, πριν από τις ευρωεκλογές, για ευνόητους λόγους, αλλά αμέσως μετά τη διεξαγωγή τους, με την ξαφνική αποστολή των ειδοποιητηρίων.
Για άλλη μια φορά, η κυβερνητική επιλογή του αιφνιδιασμού των επιχειρηματιών κλονίζει την εμπιστοσύνη μας προς το κράτος. Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει την πρέπουσα σημασία σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να καταστούν βιώσιμες στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, να αναθεωρήσει τη συγκεκριμένη απόφαση και, παράλληλα, να εξαγγείλει ισχυρή δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στο ρεύμα. Η πολιτική της κυβέρνησης πρέπει να είναι αξιόπιστη και σε καμία περίπτωση δεν είναι λύση η μετακύλιση της δυσμενούς συνέπειας από την έγκριση των κονδυλίων από την ΕΕ στον μικρό, αδύναμο επιχειρηματία, χωρίς καν προηγούμενη ενημέρωση.
Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, περίμεναν και περιμένουν ακριβώς αυτήν την ανάσα μέσα στην κρίση, την επιδότηση της ενέργειας, που είναι ο κινητήριος μοχλός για να συνεχίσουν να παράγουν.
Οι μικρομεσαίοι παραμένουν αποκλεισμένοι από τη χρηματοδότηση, τα προγράμματα και τον τραπεζικό δανεισμό, και αυτό πρέπει να αλλάξει. Δεν μπορούν να επωμίζονται και νέα βάρη ενώ δεν έχουν ανακάμψει από τις συνεχείς κρίσεις, με τις ολέθριες συνέπειές τους.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ