Γ. Βλάχος στο “Π”: Ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στην Ιστορία και στο μέλλον της πατρίδας μας
Του
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
Βουλευτή ΝΔ Α’ Ανατολικής Αττικής
Πέρασαν 50 χρόνια από εκείνο το μαγικό ξημέρωμα της 24ης Ιουλίου, όταν το αεροπλάνο του Προέδρου Ντ’ Εστέν έφερνε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή –και όχι τη δημοκρατία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι– με απαίτηση, μέσω παλλαϊκού δημοψηφίσματος στους δρόμους και στις πλατείες όλης της χώρας, ο δικός μας ηγέτης να εγκαταστήσει μια σύγχρονη δημοκρατία.
Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού επικρότησε την πρωτοβουλία του να ιδρύσει ένα νέο, σύγχρονο κόμμα. Ένα κόμμα Αρχών και Αξιών –από τα σπλάχνα της κοινωνίας–, που θα αποτελεί τον βασικό κορμό της πολιτικής ζωής του τόπου ανεξάρτητα από την πορεία του ιδρυτή του. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Κωσταντίνος Καραμανλής: «Την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας την επέβαλε η εθνική ανάγκη. Η Νέα Δημοκρατία είναι απροκατάληπτη εθνική παράταξη, που αντιμετωπίζει τα προβλήματα του τόπου με μοναδικό κριτήριο το έθνος και το συμφέρον του λαού».
Πράγματι, η Νέα Δημοκρατία, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές της πολιτικής ζωής του τόπου, δεν έπαψε να εκφράζει την ελπίδα και την προοπτική του λαού μας, δικαιώνοντας έτσι τον ιδρυτή και ηγέτη μας. Και τούτο διότι καθ’ όλη τη διαδρομή της διατηρεί σχέσεις σεβασμού, ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης με την κοινωνία, εν αντιθέσει με άλλα πρώην κυβερνητικά κόμματα, που διαχρονικά επενδύουν σε σχέσεις συναλλαγής και νομής της εξουσίας. Παρά, λοιπόν, την τάση απαξίωσης του πολιτικού συστήματος –ένα φαινόμενο που ενισχύεται τα τελευταία χρόνια– η Νέα Δημοκρατία καταφέρνει έως σήμερα να διατηρεί σημαντικά ερείσματα στην κοινωνία.
Αυτό οφείλεται στην πίστη και στην ικανότητα να υπηρετεί πολιτικές στήριξης της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με κανόνες ανάπτυξης και συγχρόνως προστασίας της κοινωνικής συνοχής.
Η κοινωνική ευαισθησία, η πολιτική θεώρηση «πλούτος για όλους» –κατ’ άλλους, κοινωνικός καπιταλισμός–, ο πατριωτικός χαρακτήρας, με έντονες εθνικές ευαισθησίες, αποτελούν τον συνδετικό κρίκο της Νέας Δημοκρατίας με τους πολίτες, μια διαχρονική σχέση που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού, αφού οι αξίες αυτές είναι που προσδιορίζουν το κόμμα το οποίο ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Κάθε άλλο δήθεν εκσυγχρονιστικό αλλοιώνει τον χαρακτήρα του κόμματος και το μεταμορφώνει σε κάτι διαφορετικό, και αυτό το δικαίωμα δεν το έχει κανείς.
Οι διαχρονικές διευρύνσεις που έγιναν, πάντα με πρόσωπα επώνυμα, αναγνωρισμένου πολιτικού κύρους, είχαν μια παραδοχή: Την αποδοχή των θέσεων και των αξιών της παράταξης, την ένταξη και την ενσωμάτωσή τους, και όχι τη μετάλλαξη του κόμματος. Πάνω από όλα, όμως, είναι ο σεβασμός στην ιστορία και στον κόσμο της παράταξης.
Οι παρακαταθήκες του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το κόμμα είναι μεγάλες. Αλλά ακόμα πιο μεγάλες είναι οι παρακαταθήκες του για την Πατρίδα και τη Δημοκρατία. Η πολιτική ομαλότητα, που ήταν το ζητούμενο σε άλλες εποχές, σήμερα θεωρείται αυτονόητη. Οι εναλλαγές στην εξουσία κομμάτων από όλο το πολιτικό φάσμα το επιβεβαιώνουν.
Η ένταξη στην ΕΟΚ, σήμερα ΕΕ, έγινε κυρίως με πολιτικούς όρους χάρη στην επιμονή και στο κύρος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε ανάγκη από συμμαχίες και φίλους. Ωστόσο, τα αυτονόητα πλεονεκτήματα στον οικονομικό τομέα δεν αξιοποιήθηκαν. Τα ευρωπαϊκά οικονομικά πακέτα, που θα μεταμόρφωναν τη χώρα θέτοντας σύγχρονους κανόνες και ευρωπαϊκές προδιαγραφές, σπαταλήθηκαν, δημιουργώντας μια πρόσκαιρη, εφήμερη ευημερία και έναν εφησυχασμό χωρίς προοπτική, με τη χώρα μας να χάνει τη μεγάλη ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί. Το κυριότερο, όμως, δεν είναι οι ευκαιρίες που χάθηκαν για πάντα, αλλά η νοοτροπία με την οποία γαλουχήθηκε η κοινωνία μας. Μια νοοτροπία υπερκατανάλωσης, πέρα από τις δυνάμεις της – και ατομικά, ως πολίτες, και συλλογικά, ως Πολιτεία.
Ο υπερδανεισμός μάς οδήγησε σε χρέη όχι γιατί δημιουργήσαμε, αλλά γιατί επιλέξαμε ως κοινωνία να περάσουμε καλά, ξοδεύοντας περισσότερα από αυτά που είχαμε. Κανείς δεν σκέφτηκε ότι τη δική μας ευμάρεια κάποιος θα την πληρώσει.
Σήμερα, λοιπόν, τα δικά μας παιδιά, τα παιδιά των κάποτε «προνομιούχων Ελλήνων», που είχαν μόνο δικαιώματα και ευκαιρίες, καλούνται να ξεκινήσουν τη ζωή τους κάτω από αντίξοες συνθήκες. Πενήντα χρόνια μετά, μπορούμε κάτι να σώσουμε. Αρκεί να σκεφτούμε την πατρίδα και τους νέους ανθρώπους, και όχι τους εαυτούς μας. Να σκεφτούμε τη ζωή και τις ανάγκες τους, και όχι απλώς τους αριθμούς.
Να σκεφτούμε τους πολλούς, που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, και όχι τους λίγους, που αναζητούν εφήμερες ευκαιρίες, τους καιροσκόπους, όπως τους λέει ο κόσμος.
Να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του απέναντι στην Ιστορία και στο μέλλον της πατρίδας μας.
Να καταλάβουν τα κόμματα αυτό που έχει κατανοήσει ο κόσμος, ότι στη ζωή δεν είναι όλα ένα «Ναι» ή ένα «Όχι».
Τελικά, να καταλάβει ο καθένας μας ότι κρίνεται και λογοδοτεί στα παιδιά του.
Και στο ερώτημα των νέων ανθρώπων: «Καλά, εσύ τι έκανες;», οφείλεις να απαντήσεις χωρίς δισταγμό και μέσα από την καρδιά σου: «Εγώ τουλάχιστον προσπάθησα. Αυτό μπορούσα!».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ