Προετοιμάζεται νέα διπλωματική έφοδος για την επιβολή απαράδεκτης λύσεως στο Κυπριακό
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την αποφράδα ημέρα του πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου 1974, που άνοιξε τον δρόμο για την Τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου. Η επέτειος αυτή προκαλεί βαθιά θλίψη και μεγάλη οργή, γιατί έγινε η αρχή μιας τραγωδίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα αλλά και η αφορμή για μια Τουρκική νίκη, που υπό κανονικές συνθήκες ήταν ανέφικτη και αδιανόητη.
«Δεν νικηθήκαμε», ανέκραξε οργισμένος ο ηρωικός στρατοπεδάρχης της ΕΛΔΥΚ Ταξίαρχος Δημητρουλόπουλος στην τιτανομαχία της ΕΛΔΥΚ στις 14 Αυγούστου 1974. «Παραδοθήκαμε», είπε. Στον ίδιο τόνο, ο Αντιστράτηγος Ελευθέριος Σταμάτης, λοχαγός το 1974 στην 31η Μοίρα Καταδρομών και ένας από τους πρωταγωνιστές της εποποιίας των καταδρομέων στον Πενταδάκτυλο, είπε, γεμάτος οργή και αγανάκτηση: «Πρώτη φορά στην ιστορία, συνελήφθη στρατός κοιμώμενος» (βλ. στο βιβλίο του «Πάτε για Ύπνο»).
Ο λοχαγός τότε Ελευθέριος Σταμάτης, ανήσυχος από τις φήμες, που οργίαζαν στις 19 Ιουλίου, ότι οι Τούρκοι θα έβγαιναν την επομένη στις ακτές της Κερύνειας, έτρεξε στο Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) για να πάρει έγκυρη πληροφόρηση και διαταγές για ετοιμότητα και συναγερμό πολέμου. Διεπίστωσε, όταν έφτασε στο ΓΕΕΦ, ότι την ίδια αγωνία είχαν και οι άλλοι διοικητές των μονάδων, που είχαν προστρέξει για τους ίδιους λόγους στο ΓΕΕΦ. Μετά από αρκετή ώρα, ο υπεύθυνος ταγματάρχης, αφού επικοινώνησε με την Αθήνα, βγήκε και τους είπε: «Κύριοι, δεν υπάρχει τίποτε. Πάτε για ύπνο».
Το παράδειγμα της αδράνειας και του εφησυχασμού το έδωσε ο ίδιος ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Μπονάνος, που πήγε για ύπνο στη στρατιωτική παραθεριστική κατασκήνωση του Αγίου Ανδρέα στην Αττική τη νύχτα της Τουρκικής εισβολής. Το ίδιο έπραξε και ο λεγόμενος «αόρατος δικτάτορας», ταξίαρχος Ιωαννίδης. Πήγε για ύπνο στο σπίτι του.
Και όμως. Πότε γίνονταν αυτά; Όταν ο Αρχηγός του κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κερύνεια, Ταγματάρχης Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, διεβίβαζε συνεχώς πληροφορίες με κάθε λεπτομέρεια για την επερχόμενη εισβολή. Ο ίδιος παρακολουθούσε τις προετοιμασίες για εισβολή από τον Απρίλιο του 1974, από τότε δηλαδή που η χούντα είχε αποφασίσει να προχωρήσει στο πραξικόπημα. Προφανώς, η πληροφορία διέρρευσε στην Άγκυρα, πιθανότατα μέσω των Αμερικανών. Ο θλιβερός και μοιραίος Διοικητής της ΚΥΠ Λάμπρος Σταθόπουλος δεν έδωσε καμιά σημασία στις συγκεκριμένες πληροφορίες του Σημαιοφορίδη, που επιβεβαιώνονταν πλήρως από τις ενδείξεις των ραντάρ στην Κύπρο, αλλά και από πληθώρα πληροφοριών από άλλες πηγές. Αντιθέτως διακινούσε, για αποπροσανατολισμό, ψευδείς και υποβολιμαίες πληροφορίες για δήθεν μαζικές πτήσεις Σοβιετικών μεταγωγικών αεροσκαφών προς τη Σόφια, που υπεδήλωναν Σοβιετικό κίνδυνο στα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων, στις απεγνωσμένες εκκλήσεις από Κύπρο ότι ο Τουρκικός αποβατικός στόλος μπαίνει στα χωρικά ύδατα της Κύπρου, απαντούσε ότι πρόκειται για εξουσιοδοτημένη άσκηση του ΝΑΤΟ. Όταν ακόμη άρχισε η αποβίβαση των Τούρκων στρατιωτών στην Κερύνεια και η ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών και η μεταφορά καταδρομέων, με ελικόπτερα, στον Τουρκικό θύλακα Λευκωσίας – Αγύρτας, ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος σύστηνε στη στρατιωτική ηγεσία στη Λευκωσία «Αυτοσυγκράτηση» και δεν επέτρεπε την αποδέσμευση των όπλων και την αντίσταση κατά των εισβολέων.
Χρειάσθηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να πληροφορηθούμε, από τη δημοσίευση των πρακτικών του Πολεμικού Συμβουλίου, στις 8.30’ το πρωί, της 20ής Ιουλίου, ότι η στάση αυτή ήταν μια απροκάλυπτη εθνική προδοσία, που έγινε με Αμερικανική χειραγώγηση, με στόχο την αποτροπή Ελληνικής αντιδράσεως στην Τουρκική εισβολή. Συγκεκριμένα, ο Αμερικανός πρέσβυς Τάσκα και ο υφυπουργός, απεσταλμένος του Κίσινγκερ, Σίσκο «έπεισαν», με ψευδείς παραστάσεις, τον ανεκδιήγητο δικτάτορα Ιωαννίδη και τα ανδρείκελά του ότι η Τουρκική απόβαση θα είχε περιορισμένο χαρακτήρα και ότι θα εντασσόταν σε ένα σχέδιο «λύσεως» του Κυπριακού, με βάση το περιβόητο σχέδιο Άτσεσον. Δεν προέβλεπε το σχέδιο αυτό να πάρουν και οι Τούρκοι ένα κομμάτι της Κύπρου.
Η χούντα συμφώνησε, για τον λόγο αυτό, να μην αντιδράσει στην Τουρκική απόβαση και αεροαπόβαση και επί τέσσερις κρίσιμες ώρες κράτησε δεσμευμένα τα Ελληνικά όπλα. Έδωσε έτσι στην Τουρκική πλευρά το στρατηγικό πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και των τετελεσμένων γεγονότων.
Στο πνεύμα αυτό, ο ελεγχόμενος από τους Αμερικανούς Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος δεν επέτρεψε την επέμβαση της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και του Ελληνικού Ναυτικού. Η Ελλάδα το 1974 είχε αναμφισβήτητη ποιοτική αεροναυτική υπεροχή. Εάν επενέβαιναν τα Ελληνικά αεροσκάφη F-4 Φάντομ και τα υπερσύγχρονα υποβρύχια S-209, η Τουρκική απόβαση είτε θα ματαιωνόταν είτε θα συντριβόταν και θα κατέληγε σε φιάσκο.
Η πολιτική αυτή της μη επεμβάσεως συνεχίσθηκε, δυστυχώς, και επί κυβερνήσεως Καραμανλή στη Μεταπολίτευση. Πενήντα χρόνια μετά, η ενδοτική πολιτική στο Κυπριακό δεν έπαυσε, δυστυχώς, να κυριαρχεί, παρά τους προφανείς Τουρκικούς στόχους για υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο, μέσα από μια δήθεν «λύση» που θα εξισώνει, με τη λεγόμενη «πολιτική ισότητα», τη μειοψηφία του 18% με την πλειοψηφία του 80%. Σε μια τέτοια περίπτωση, καμία απόφαση δεν θα ήταν δυνατό να λαμβάνεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και την επίνευση της Άγκυρας.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε μια νέα στρατηγική κατάσταση, η οποία θα έπρεπε να γίνει αφετηρία για μια νέα πολιτική και στρατηγική στο Κυπριακό.
Η παλινδρόμηση στην παλαιά πολιτική των διακοινοτικών συνομιλιών, που παρουσιάζουν το Κυπριακό όχι ως θέμα εισβολής και κατοχής αλλά ως θέμα διακοινοτικής διαμάχης, είναι μια ολέθρια πολιτική που εγκυμονεί τον κίνδυνο καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιβάλλεται κατεπειγόντως μια νέα στρατηγική στο Κυπριακό.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ