Η «τραγωδία» Σημίτη και η «φάρσα» Μητσοτάκη – Του Ν. Στραβελάκη
–Σκέψεις με αφορμή τη συζήτηση περί «υπερτουρισμού» στην Ελλάδα
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Το 2019, η Νέα Δημοκρατία ήρθε στην κυβέρνηση λέγοντας ότι οι οικονομικές δυσκολίες ανήκουν στο παρελθόν. Διακήρυξε ότι στο εξής η μείωση των φόρων και η αλλαγή του πολιτικού κλίματος θα πυροδοτούσαν ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, που θα έβγαζαν την ελληνική οικονομία οριστικά από την ύφεση.
Την περίοδο μετά την πανδημία, λόγω της αναστολής των δημοσιονομικών περιορισμών, η οικονομία εμφάνισε κάποιους ρυθμούς μεγέθυνσης και η κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι μπαίνουμε σε μια «χρυσή δεκαετία» για την ελληνική οικονομία. Ο κόσμος εν μέρει τους πίστεψε.
Αρκετοί είχαμε επισημάνει από τότε ότι αυτή είναι μια παραπλανητική εικόνα. Και αυτό γιατί η ελληνική οικονομία είναι η μόνη στην ΕΕ όπου το ΑΕΠ είναι κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα, κάτι που δημιουργεί ένα μόνιμο χάσμα ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όλα αυτά, βέβαια, χάθηκαν στο κλίμα εκείνης της εποχής, που αποτυπώθηκε, μάλιστα, και στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2023.
Όπως κάθε παραπλανητική εικόνα, όμως, έτσι και αυτή είχε «κοντά ποδάρια». Μόλις τα έκτακτα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης και νομισματικής χαλάρωσης αποσύρθηκαν, οι ρυθμοί μεγέθυνσης επιβραδύνθηκαν. Παράλληλα, οι αδύναμες επενδύσεις, τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα, έκαναν τις επιχειρήσεις να δουλέψουν «στα κόκκινα» για να αποκαταστήσουν τα προ πανδημίας αποθέματα. Αυτό έφερε εκτόξευση του κόστους και των τιμών (κυρίως στα τρόφιμα και στην ενέργεια) και το τέλος της περιόδου των αρνητικών επιτοκίων. Η οικονομική επιβράδυνση δεν άργησε να έρθει, τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα.
Στη χώρα μας, τα πράγματα απέκτησαν δραματικό χαρακτήρα. Η εκτόξευση των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα και στα τρόφιμα έχει φέρει νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε οριακό σημείο. Το χειρότερο είναι ότι η χώρα μοιάζει παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο. Όταν υπάρχει δημοσιονομική χαλάρωση, εμφανίζονται κάποιοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης. Αλλά το κόστος είναι βαρύ γιατί συσσωρεύεται δημόσιο χρέος και πιέζεται το εμπορικό ισοζύγιο. Έτσι, οι πολιτικές αυτές αποσύρονται και η χώρα μπαίνει στην υφεσιακή σφαίρα του Συμφώνου Σταθερότητας.
Είναι προφανές ότι τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχιστούν έτσι. Για τον λόγο αυτό, επανήλθε στον δημόσιο διάλογο η συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο. Όλοι έχουν καταλάβει πλέον ότι ο τουρισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για τη χρηματοδότηση επενδύσεων τέτοιων, που θα βγάλουν τη χώρα από την κρίση.
Κάποιοι σκεφτόμαστε πλέον ότι είναι μια εκδοχή αυτού που στα οικονομικά ονομάζεται «Dutch Disease». Δηλαδή, η έκρηξη ενός εμπορεύσιμου κλάδου (εν προκειμένω, του τουρισμού) που βασίζεται σε κάποιον φυσικό πόρο (εν προκειμένω, στο φυσικό κάλλος της χώρας) και, απορροφώντας πόρους από ολόκληρη την οικονομία, την οδηγεί στην αποβιομηχάνιση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η διόγκωση του τουρισμού οδηγεί συνήθως σε διόγκωση του real estate και τίποτε περισσότερο. Το real estate ήταν η βάση τόσο του υποτιθέμενου «θαύματος» Σημίτη όσο και της όποιας «μεγέθυνσης» χαρακτήρισε την τρέχουσα διακυβέρνηση. Αν η περίοδος Σημίτη και οι προσδοκίες που γέννησε ήταν η «τραγωδία», η περίοδος Μητσοτάκη είναι σίγουρα η «φάρσα» του ελληνικού καπιταλισμού μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται έμμεσα από τους φόβους που γεννά η «υπερτουριστικοποίηση» της Ελλάδας σε κύκλους της Κομισιόν. Όπως μας πληροφορεί άρθρο της βρετανικής «Daily Mirror» (9/7/2024), αρκετοί στις Βρυξέλλες πιστεύουν ότι η επέκταση του τουρισμού στην Ελλάδα δεν είναι διατηρήσιμη. Θεωρούν ότι η κατανάλωση ενέργειας και νερού και η ιδιωτικοποίηση του αιγιαλού μπορεί να φέρουν την κατάρρευση του όλου συστήματος την επόμενη δεκαετία. Ένα δείγμα αυτού του φαινομένου γευτήκαμε τις τελευταίες ημέρες με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, που εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Σε αυτό, βέβαια, έπαιξε ρόλο και η κυβερνητική πολιτική, που αφήνει ανεξέλεγκτη την κερδοσκοπία στον κλάδο.
Το μακροπρόθεσμο συμπέρασμα είναι ότι η συντήρηση της «τουριστικής βιομηχανίας» απαιτεί επιπλέον επενδύσεις σε μη εμπορεύσιμους κλάδους, όπως η ενέργεια, κάτι που θα σημάνει ότι οι σχετικές τιμές στην Ελλάδα θα παραμείνουν υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρά τη μείωση των μισθών κατά 40%. Είναι σαφές ότι αυτό δεν είναι ένα βιώσιμο σενάριο. Αυτό σημαίνει ότι το αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη φτάνει στο τέλος του και είναι καιρός η ελληνική κοινωνία να συζητήσει σοβαρά τι μέλλει γενέσθαι, γιατί η κρίση έχει γίνει μόνιμο φαινόμενο.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: documentonews.gr