Ζαχ. Γκριέλα στο “Π”: Τι φταίει;

Ζαχ. Γκριέλα στο “Π”: Τι φταίει;

Της
ΖΑΧΑΡΟΥΛΑΣ ΓΚΡΙΕΛΑ
Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω,
Προέδρου Αστερόδεια ΑΜΚΕ


Έχουμε γίνει πλέον παρατηρητές όλο και περισσότερων περιστατικών βίας κατά των γυναικών, όλο και περισσότερων ακραίων περιστατικών.

Μόνο μέσα στην εβδομάδα που πέρασε, η Ελληνική Αστυνομία δέχθηκε πάνω από 860 κλήσεις για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, ενώ σε 158 γυναίκες χορηγήθηκε το panic button. Πραγματοποιήθηκαν 341 συλλήψεις και 14 θύματα μεταφέρθηκαν σε δομές.

Ήρθαν στη δημοσιότητα ακραία περιστατικά και μία γυναικοκτονία, γυναίκας που είχε ακολουθήσει τη νόμιμη οδό, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει τον θύτη.

Μια γυναίκα, που είχε υποβάλει μήνυση, σκοτώθηκε με καραμπίνα από τον πρώην σύζυγό της.

Άλλη γυναίκα την πέταξε ο σύζυγός της, μαζί με την καρέκλα στην οποία καθόταν, από το μπαλκόνι του σπιτιού τους.

Άλλη γυναίκα αποπειράθηκαν να τη βιάσουν στο Μεταξουργείο.

Γνωστή γυναίκα πολιτικός δέχθηκε βίαιη λεκτική, σεξιστική επίθεση από πολιτικό της αντίπαλο, ο οποίος μάλιστα είναι εκπρόσωπος του Κοινοβουλίου και, θεωρητικώς, θα έπρεπε να είναι πρότυπο συμπεριφοράς.

Τι φταίει;

Τι φταίει που η γυναίκα σήμερα, ενώ έχει αποδείξει την αξία και την εξέλιξή της, τη δυνατότητά της να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά σε κάθε τομέα κοινωνικής, επαγγελματικής, οικογενειακής δράσης, όχι μόνο δεν χαίρει του σεβασμού που της αξίζει αλλά και δέχεται τόση βία;

Τι φταίει που το κράτος αδυνατεί, τελικά, να προστατεύσει τη γυναίκα-θύμα, ακόμη κι όταν έχει μιλήσει, όταν έχει καταγγείλει, όταν έχει απευθυνθεί στους αρμόδιους φορείς, όταν έχει ασκήσει, δηλαδή, τα νόμιμα δικαιώματά της;

Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στην αυστηροποίηση των ποινών για τους θύτες. Όταν φτάνουμε στην επιβολή της ποινής, είναι ήδη αργά για το θύμα.

Το κράτος πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να βρει τρόπους πρόληψης και αναχαίτισης της βίας κατά των γυναικών, και για να το πετύχει αυτό, θα πρέπει να αναζητήσει την αιτία που την προκαλεί.

Είναι εύκολο, και αποτελεί εντελώς επιφανειακή προσέγγιση του φαινομένου, να ρίχνουμε την ευθύνη στον εγκλεισμό μας την περίοδο του κορονοϊού.

Ακόμη κι αν ο εγκλεισμός μας συνέβαλε στο πρόβλημα, το πρόβλημα προϋπήρχε και σίγουρα τα αίτια είναι πολύ βαθύτερα.

Η ρίζα του κακού βρίσκεται στη διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας από τη νεαρή ηλικία. Έχουμε πάψει να διδάσκουμε στα παιδιά μας τον σεβασμό στο έτερο φύλο και στον ίδιο μας τον εαυτό και δίνουμε στα παιδιά λάθος πρότυπα μέσα στην οικογένεια. Εμμένουμε σε αναχρονιστικές μεθόδους διαπαιδαγώγησης στα αγόρια μας και, από την άλλη, θεωρούμε εκσυγχρονισμό το να αφήνουμε τα παιδιά ελεύθερα, χωρίς μέτρο και όρια. Και είναι το όριο, πάνω απ’ όλα, που πρέπει όλοι να μεταλαμπαδεύουμε: Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να φτάνουμε στη σχέση μας με τον συνάνθρωπο, να σεβόμαστε το «όχι», να μη φοβόμαστε να πούμε «μέχρι εδώ».

Ευθύνη έχει και το κράτος και είναι αναγκαίο να αναλάβει έργο γιατί μόνο αυτό έχει τα εργαλεία: τα σχολεία. Είναι αναγκαιότητα πια να ξεκινήσουν άμεσα προγράμματα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης στα σχολεία, διότι όλα ξεκινούν από τη νεαρή ηλικία. Μαθαίνουμε στα παιδιά μας τον σεβασμό.

Επιπλέον, προστατεύουμε τα παιδιά από την εξοικείωση με τη βία. Η εξοικείωση με τη βία προκαλεί βία. Την καλλιεργεί και τη γιγαντώνει.

Σίγουρα, και σε αυτόν τον τομέα η ευθύνη πέφτει κυρίως στην οικογένεια, αλλά και το κράτος μπορεί και πρέπει να επιμελείται με σοβαρότερο τρόπο των τηλεοπτικών προγραμμάτων που περιέχουν σκηνές βίας και των ωρών προβολής τους, καθώς λάθος μηνύματα περνούν υποσυνείδητα και σε παιδικές –υποτίθεται– εκπομπές, ακόμη και σε διαφημίσεις.

Πέρα από αυτά, όμως, μέριμνα του κράτους πρέπει να είναι η προστασία του θύματος, με κάθε τρόπο, μέχρι τη σύλληψη του δράστη, σε περίπτωση που υποβληθεί καταγγελία ή μήνυση.

Πολλές φορές ο δράστης δεν συλλαμβάνεται στα όρια του αυτοφώρου και κυκλοφορεί ελεύθερος.

Από την άλλη μεριά, τα θύματα έχουν οικογένεια και προσωπική ζωή και συνήθως δεν επιθυμούν να μεταφερθούν σε δομή, διότι δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη στέγη και την καθημερινότητά τους για το χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Το κράτος, όμως, έχει τη δυνατότητα να φροντίσει για τη φύλαξη του θύματος, γιατί έχει και τα μέσα πέρα από την υποχρέωση.

Μήπως ήρθε η ώρα να σκεφτεί να αποσπάσει αστυνομικούς από τη συνοδεία πολιτικών προσώπων που δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο, όπως, π.χ., πολιτικών προσώπων περασμένων δεκαετιών που εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να χρησιμοποιούν αστυνομική συνοδεία, με αποτέλεσμα να λείπουν οι αστυνομικοί από εκεί που πρέπει να βρίσκονται;

Μήπως είναι ώρα να γίνουμε, επιτέλους, πολιτισμένο κράτος, έχοντας στο επίκεντρο την προστασία και την ασφάλεια των πολιτών, που είναι ο πυλώνας κάθε κράτους;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ