Ανακούφιση και συγκρατημένη αισιοδοξία μετά τις επαναληπτικές γαλλικές βουλευτικές εκλογές
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Στο χρονικό διάστημα του περασμένου μήνα και πλέον πρόσφατα διενεργήθηκαν σε χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου και της ΕΕ βουλευτικές εκλογές, τα αποτελέσματα των οποίων προκάλεσαν πολλές συζητήσεις και ήγειραν εύλογες ανησυχίες. Ασφαλώς δόθηκαν πολλές και ποικίλες ερμηνείες.
Σε ευρύτερο, ευρωπαϊκό, επίπεδο, ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι ευρωεκλογές, που λειτούργησαν και ως βαρόμετρο για τις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν σε χώρες-μέλη και είναι πολύ πιθανό να τις επηρέασαν. Κύριο χαρακτηριστικό των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, η θεαματική άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων, που θα αλλάξουν τη σύνθεση της νέας Ευρωβουλής και ασφαλώς την τοποθέτησή της σε θέματα κοινοτικού αλλά και διεθνούς ενδιαφέροντος.
Σε εθνικό επίπεδο, το κύριο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στη διεξαγωγή και στα αποτελέσματα των γαλλικών εθνικών εκλογών, που διεξήχθησαν σε πρώτη φάση την Κυριακή 30 Ιουνίου. Πρώτο κόμμα στις επιλογές των γάλλων ψηφοφόρων ανεδείχθη, ως γνωστόν, το κόμμα της Εθνικής Συσπείρωσης, του οποίου ηγείται η Μαρίν Λεπέν, χωρίς όμως να αποκτήσει αυτοδυναμία, που θα επέτρεπε τον άμεσο σχηματισμό κυβέρνησης. Θεαματική και η συμμετοχή των ψηφοφόρων, με πάνω από το 66% αυτών να προσέρχεται στις κάλπες. Οι επαναληπτικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν την αμέσως επόμενη Κυριακή, επιβεβαίωσαν μεν την πρωτιά σε αριθμό ψήφων του ακροδεξιού κόμματος, όχι όμως και σε αριθμό εδρών, αφού πρώτο κόμμα βγήκε εκείνο του συνασπισμού κομμάτων του προοδευτικού χώρου, του οποίου ηγείται ο γνωστός σοσιαλιστής βουλευτής και πρώην υπουργός επί Μιτεράν, Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Η ανατροπή των αποτελεσμάτων σε αριθμό εδρών ήρθε ως αποτέλεσμα προβλέψεων του εκλογικού νόμου και προέκυψε από τη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων που εξέφραζαν κεντρώες και αριστερές παρατάξεις. Βέβαια, και η νικήτρια παράταξη, που εκπροσωπείται από τον Μελανσόν, δεν εξασφάλισε τον απαιτούμενο αριθμό εδρών, γεγονός που καθιστά σχεδόν αναπόφευκτη και αναγκαία τη συνεργασία για σχηματισμό κυβέρνησης με το κόμμα του Προέδρου Μακρόν, το οποίο, χάρη στον εκλογικό νόμο, ανήλθε από την τρίτη στη δεύτερη θέση.
Παρά την ανακούφιση που προκάλεσε η ανατροπή των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου, ο προβληματισμός για το πολιτικό σκηνικό στη δεύτερη μετά τη Γερμανία οικονομική δύναμη μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ παραμένει. Θα προκύψει βιώσιμη κυβέρνηση από τη συνεργασία των συνασπισμένων δυνάμεων του Κέντρου και της Αριστεράς; Ένα άλλο ζωτικό ερώτημα είναι το εξής: Πώς θα λειτουργήσει εφεξής η Προεδρία Μακρόν, ο οποίος μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών είχε τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης. Πάντως, ο γάλλος Πρόεδρος είχε ήδη λάβει θέση, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση ήττας του κόμματός του δεν προτίθεται να παραιτηθεί. Ουδείς απορεί…
Αντίθετα με τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία αλλά και παλιότερα στην Ιταλία και σε άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, που μπορεί μεν να μην είναι πλέον μέλος της ΕΕ, ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις στη συγκεκριμένη χώρα επηρεάζουν τα ευρωπαϊκά δρώμενα, πρώτο κόμμα αναδείχθηκε εκείνο των Εργατικών, με το συντηρητικό του Σούνακ να υφίσταται συντριπτική ήττα. Οι Εργατικοί επανέρχονται στην εξουσία μετά από 12 ολόκληρα χρόνια απουσίας. Η θεαματική άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων σε χώρες-μέλη της ΕΕ, με προεξάρχουσα τη γειτονική μας Ιταλία, εγείρει ανησυχητικά ερωτήματα για το πού οδηγείται η Ευρώπη, η οποία παρουσιάζει από ετών εικόνα παρακμής. Σίγουρα η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων δεν ταιριάζει σε λαούς οι οποίοι έχουν ζήσει ζοφερές ιστορικές καταστάσεις με τη χιτλερική Γερμανία και τη μουσολινική Ιταλία.
Οι ερμηνείες που δίνονται όσον αφορά την άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων, πολλές. Βασικά αποδίδεται σε δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος συνδέεται με την οικονομική κρίση και στο γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση, που κυριάρχησε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντί να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των πολιτών, διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες. Αρνητικός ρόλος αποδίδεται και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς και στην υψηλή τεχνολογία, που συνετέλεσε στη μείωση της απασχόλησης, κυρίως των νέων. Τη δυσμενή αυτή κατάσταση επέτεινε και επιβάρυνε σημαντικά ο ρωσοουκρανικός πόλεμος, που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τις δυτικές χώρες στη Ρωσία, με το embargo στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου (φ/α), και πετρελαίου, προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Οι ευρωπαϊκές χώρες συντάχθηκαν πλήρως με τις πολιτικές επιλογές των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση του πολέμου, με τις επιπτώσεις του να είναι σημαντικές σε όλους τους τομείς. Τις δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε η οικονομική κρίση του 2008 και στη συνέχεια ο ρωσοουκρανικός πόλεμος, που εξακολουθεί να μαίνεται, όπως και άλλοι περιφερειακοί πόλεμοι, όπως εκείνος μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, εκμεταλλεύθηκαν καταλλήλως τα ακροδεξιά κόμματα, τα οποία, με εύκολες συνταγές, υποσχέθηκαν ομαλοποίηση των κοινωνιών.
Η ψήφος στα ακροδεξιά κόμματα ερμηνεύεται και ως ψήφος διαμαρτυρίας κατά της επικρατούσας κατάστασης, Δυστυχώς, μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007, η ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα δεν έχουν προβεί σε εκσυγχρονιστικές αλλαγές, αφού δεν έχουν λάβει καμία ουσιαστική πρωτοβουλία για την ενίσχυση της συνοχής μεταξύ των χωρών-μελών και την πλήρη ενοποίηση, που δεν νοείται χωρίς κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στον οικονομικό τομέα, στο πλαίσιο του φιλελεύθερου συστήματος και των πολιτικών λιτότητας. Όμως, παρά τα δεινά που μαστίζουν τους ευρωπαίους πολίτες, η ΕΕ έχει κατορθώσει να διατηρήσει ακέραιες τις αξίες που χαρακτηρίζουν τον δυτικό κόσμο, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ισότητα μεταξύ των πολιτών –η τελευταία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των αξιών και αρχών της–, τις οποίες ασφαλώς και δεν συμμερίζονται ούτε σέβονται οι ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις. Όμως, η ΕΕ πρέπει να σταματήσει να λειτουργεί μόνο σαν ένα μεγάλο «super market», κατά τον χαρακτηρισμό του γνωστού ελληνογάλλου σκηνοθέτη και διανοούμενου Κώστα Γαβρά. Διαφορετικά, κινδυνεύει να οδηγηθεί στην αυτοδιάλυση, που δεν συμφέρει κανέναν, και οπωσδήποτε ούτε την Ελλάδα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: Reuters