Έφηβη κοινωνία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Έφηβη κοινωνία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]


Σε μία άλλη δυτική κοινωνία, στις ΗΠΑ, 16 διάσημοι οικονομολόγοι (όλοι κάτοχοι του βραβείου Νόμπελ) σε ανοικτή επιστολή στήριξης της υποψηφιότητας για την Προεδρία του Joe Biden γράφουν (μετ.): «Μεταξύ των πλέον σημαντικών προσδιοριστικών παραγόντων της οικονομικής επιτυχίας είναι η ισχύς του νόμου (rule of law) και η οικονομική και πολιτική βεβαιότητα». 

Στη χώρα μας, αντίθετα, εδώ και δεκαετίες έχουμε μάθει, ταγοί και μη, να χρησιμοποιούμε πλήθος από εκφράσεις όπως «έχει ο Θεός», «έλα, μωρέ, πώς κάνεις έτσι;», «δεν βαριέσαι», «στην Ελλάδα τίποτα δεν αλλάζει», «καλά τώρα», «άσε και θα δούμε», «κάν’ το εσύ και μη σε νοιάζει» και τόσα άλλα. Και όμως στα μάτια ενός τρίτου, ανεξάρτητου παρατηρητή οι δύο θέσεις απέχουν παρασάγγας. Τι είναι εκείνο που κάνει τις πνευματικές ηγεσίες των δύο χωρών να διαφέρουν τόσο πολύ στις θέσεις τους και στις δημόσιες τοποθετήσεις τους; Γιατί, για παράδειγμα, η πνευματική ηγεσία της χώρας ακούει από τον μέσο πολίτη αυτές τις φράσεις και δεν τοποθετείται υπεύθυνα υπέρ ή κατά;

Σύμφωνα με τα λεξικά, έφηβος χαρακτηρίζεται ο πολίτης που σε κάποια ηλικία αρχίζει να μετασχηματίζει τις θέσεις και τις επιλογές του, δίνοντας περισσότερο βάρος στη λογική και όλο και λιγότερο στο συναίσθημα. Κατ’ αναλογία, λοιπόν, έφηβη χαρακτηρίζεται μια κοινωνία που κατά πλειοψηφία δρα λιγότερο με τη λογική, αντιμετωπίζοντας την καθημερινότητα με τη λογική του «δεν βαριέσαι». Αν, για παράδειγμα, ακόμη και στην ισχύ του νόμου επικρατεί η άποψη «καλά τώρα, τι περιμένεις;», ιδιαίτερα μάλιστα από μια κοινωνία που χάρισε στην ανθρωπότητα για το συγκεκριμένο θέμα το παράδειγμα του Σωκράτη.

Έφηβη κοινωνία λοιπόν δεν είναι μόνο εκείνη που θεωρεί λογικό να μη συζητάμε το ακαταδίωκτο και τη χαλαρή ανευθυνότητα αλλά κι εκείνη που αρνείται να αποδεχθεί τις κοινωνικές εξελίξεις. Κατά μία άποψη, να εθελοτυφλεί και να λειτουργεί κατά πλειοψηφία με το συναίσθημα και όχι με τη λογική. Σε συνάρτηση, μάλιστα, με τη θέση των οικονομολόγων, να επιτρέπει στον εαυτό της να παραβιάζει τις βασικές αρχές της οικονομικής και πολιτικής κοινωνικής αναγκαιότητας. Να αποδέχεται με σχετική χαλαρότητα την πραγματικότητα, αντί να εφαρμόζεται η αρχή «rule of law». Δηλαδή, την ανάγκη μιας οιασδήποτε κοινωνίας να ζει και να υπάρχει με οικονομική και πολιτική βεβαιότητα. Να λειτουργεί σε μεγαλύτερη έκταση με τη λογική και λιγότερο με το συναίσθημα. Και αν αυτό δεν είναι δυνατό στο απόλυτο, ας προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου και την άποψη του μέσου πολίτη ότι η κοινωνία έχει μηχανισμούς που προστατεύουν γεγονότα που έρχονται σε βίαια σύγκρουση με τη λογική.

Μεταξύ λοιπόν μιας έφηβης και μιας ώριμης κοινωνίας, ο διαχωρισμός σε σχέση με την ισχύ του νόμου γίνεται με την άποψη που έχει ο μέσος πολίτης ως προς την ιδεατή ισχύ του νόμου και της απτής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, αν τολμούσαμε σε μια δημοσκόπηση να ρωτήσουμε την άποψη των πολιτών, ανεξαρτήτως ηλικιακής, οικονομικής, πολιτικής ή άλλης κοινωνικής διάκρισης, ως προς το τι πράγματι ισχύει στην εφαρμογή του νόμου, δίνοντάς τους τρεις επιλογές, α. αρίστη β. μέτρια γ. ελλιπής, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ένα τεράστιο ποσοστό των ερωτωμένων θα έκλινε υπέρ της τρίτης επιλογής. Άποψη που δεν απέχει από την πραγματικότητα.

Αν, όμως, αυτό το συμπέρασμα συνδυαστεί με την κυρίαρχη άποψη του «ωχ, αδερφέ», άμεσα γεννάται το ερώτημα γιατί τουλάχιστον η πνευματική ηγεσία της χώρας συμπεριφέρεται ως να ήταν ο μέσος έφηβος πολίτης. Γιατί, δηλαδή, η κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, η δημόσια διοίκηση και η δικαστική εξουσία παρατηρούν ως άλλοι έφηβοι τις εξελίξεις.

Γιατί ικανοποιούνται, για παράδειγμα, με την ψήφιση των νόμων, αν και γνωρίζουν ότι αυτοί δεν θα εφαρμοστούν; Γιατί από ένα πλήθος νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που επεβλήθησαν στη χώρα κατά τη μνημονιακή περίοδο εκείνο που όλο αναβάλλεται κι όλο καθυστερεί είναι η απόδοση της δικαιοσύνης; Τι το δύσκολο, όταν, σε τελική ανάλυση, ένα πλήθος αποφάσεων και νόμων έχει ήδη ισχύ ως κανόνες ευρωπαϊκού δικαίου;

Ο λόγος για τον οποίο οι συγκεκριμένοι οικονομολόγοι έκαναν δημόσια παρέμβαση ως προς την πιθανή εκλογή του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και πρώην Προέδρου Donald Trump στηρίζεται σε μια θεμελιακή διαφορά μεταξύ της οικονομικής και της νομικής επιστήμης: Είναι η αποζημιωτική ευθύνη πέρα από την απόδοση της ενοχής. Σε σχέση με το συγκεκριμένο παράδειγμα, ανεξάρτητα από την ενοχή του Προέδρου Trump και την ποινή που συνεπάγεται αυτή, οι αμερικανοί πολίτες έχουν απαίτηση αποζημιώσεως η οποία δεν καλύπτεται από την ποινή. Και αυτή η απαίτηση δεν καλύπτεται, λένε οι οικονομολόγοι, με την ψήφο του Νοεμβρίου.

Σε κάτι πιο συγκεκριμένο. Αν, για λόγους που δεν είναι στην ευθύνη των αντιδίκων, η απόδοση της δικαιοσύνης καθυστερήσει τόσο διάστημα, ώστε η μία πλευρά να ευνοηθεί έναντι της άλλης, τότε, στην αγγλοσαξονική λογική του δικαίου, η πλευρά που εθίγη αναιτίως δικαιούται αποζημίωση. Κλασική περίπτωση στη χώρα μας είναι η προφυλάκιση υπόδικου και η μετέπειτα αθώωσή του με μια απλή «συγγνώμη».

Ο περίφημος J. M. Keynes, για να στηρίξει την άποψή του για μια μεσοπρόθεσμη κρατική παρέμβαση έναντι της αρχής ότι οι αγορές λειτουργούν και ισορροπούν άριστα στη μακροχρόνια ανάλυση, φέρεται να έχει τοποθετηθεί με τη φράση «μακροχρονίως όλοι θα πεθάνουμε».

Γι’ αυτό και μια ώριμη κοινωνία στην απόδοση της δικαιοσύνης όχι μόνο σχεδιάζει νόμους –καλούς ή κακούς–, αλλά υποχρεούται να τους εφαρμόζει σε διάστημα τέτοιο που δεν θα οδηγήσει την αποζημιωτική ευθύνη των αδικηθέντων στη λήθη, εξαιτίας της μακρόχρονης διαδικασίας των αναβολών και των καθυστερήσεων.

Δεν αμφισβητείται ότι η πρόσφατη παρέμβαση στον ποινικό κώδικα επιδιώκει να εισάγει κανόνες κοινωνικής ενηλικίωσης σε μια έφηβη κοινωνία. Κάποιοι τους θεωρούν αυστηρούς. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι ένα πρώτο βήμα αντιμετώπισης της μακροχρόνιας διοικητικής χαλάρωσης. Εκείνο, όμως, που θα έπρεπε να υποστηριχθεί είναι η ενίσχυση της αρμοδιότητας και η στροφή των δικαστικών αρχών σε ποινές αποζημιώσεων προς όσους υπέστησαν το κόστος από τη μη τήρηση των κανόνων δικαίου, λόγω της μακρόχρονης αναβολής εφαρμογής των νόμων.

Όπως δεν είναι ορθό για μια ώριμη κοινωνία, όπως αυτή των ΗΠΑ, να αθωώνονται μέσω των εκλογικών επιλογών του Νοεμβρίου όσοι έχουν παρανομήσει, ανεξαρτήτως αξιώματος, έτσι και πρέπει να δικαιώνονται με αποζημίωση από τα δικαστήρια ταυτόχρονα με την αθώωσή τους. Η βασική αρχή της ισονομίας απαιτεί όχι μόνο κοινωνική καταδίκη αλλά και ατομική αποζημιωτική ευθύνη.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ