Μ. Κρανίδης στο “Π”: Αγορά ακινήτων για λίγους το 2024;

Μ. Κρανίδης στο “Π”: Αγορά ακινήτων για λίγους το 2024;

Του
ΜΑΝΟΥ ΚΡΑΝΙΔΗ
Πολιτικού Μηχανικού ΕΜΠ, MSc, CEO «Krama Property»,
Γραμματέα Ενημέρωσης ΠΟΜΙΔΑ, Προέδρου ΕΝΙΒΟΠΑ


Το 2024 συνεχίζεται και σταθεροποιείται η ανοδική τάση της τελευταίας πενταετίας στην αγορά ακινήτων και ειδικά κατοικιών. Οι τιμές πώλησης των κατοικιών, των οικοπέδων και των επαγγελματικών ακινήτων έχουν προσεγγίσει ένα ανώτατο υψηλό επίπεδο.

Η άνοδος αυτή της αγοράς ακινήτων έχει οδηγήσει σε αύξηση του τζίρου, των θέσεων εργασίας και του ΑΕΠ, όπως και στη δημιουργία ενός αποθέματος σύγχρονων, νεόδμητων κατασκευών ή ανακαινισμένων ακινήτων παλαιότητας, πολύ υψηλής ενεργειακής απόδοσης. Φαινόμενο στο οποίο συνετέλεσε η «λογική του ελατηρίου» μετά τη 10ετή οικονομική κρίση, η εκρηκτική διεθνής ζήτηση για ελληνικά ακίνητα, η αύξηση των επιδοτήσεων τύπου «Εξοικονομώ» και άλλα κίνητρα.

Την ίδια στιγμή, οι πολίτες, ενώ θέλουν να αγοράσουν κάποιο ακίνητο, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να συμμετάσχουν στην αγορά ακινήτων. Εάν συνυπολογίσει κανείς ότι, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν μπορεί να αποταμιεύσει, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα με την καθολική ακρίβεια φτάνει μόνο για τα απαραίτητα, ενώ το κόστος στέγης έχει εκτοξευθεί και η αγορά των πιστώσεων είναι για λίγους και με αυστηρούς όρους, αντιλαμβάνεται τον σημαντικό περιορισμό του εύρους της αγοράς ακινήτων.

Μάλιστα, στην αγορά κατοικίας όλων των μορφών, που αποτελεί άνω του 80% της αγοράς ακινήτων, ο περιορισμός του εύρους είναι ακόμη πιο σημαντικός, καθώς από όλα τα στοιχεία αποδεικνύεται ότι το ελληνικό νοικοκυριό μπορεί να κάνει αγορές μέχρι 150.000 ευρώ, ενώ οι τιμές μεγάλου ποσοστού των διαθέσιμων ακινήτων, π.χ. 100 τ.μ., ειδικά νεόδμητων, ξεκινούν από 350.000 ευρώ. Απομένουν μόνο κάποιες κατοικίες παλαιότητας, εκτός των αστικών κέντρων, μετά από ενδελεχή έρευνα αγοράς και με συμβιβασμό σε σχέση με τις αρχικά αιτούμενες προδιαγραφές. Στην αγορά επενδύσεων, ενώ το 66% επιθυμεί να επενδύσει στην αγορά ακινήτων, δεν έχει τη δυνατότητα. Η ρηχή αγορά ακινήτων, που στηρίζεται στη διεθνή ζήτηση και στους μεγάλους παίκτες (ΑΕΕΑΠ, funds, θεσμικοί, επιχειρήσεις κ.λπ.), δεν εξασφαλίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων παρά μόνο την ενίσχυση της μαζικής αγοράς ακινήτων. Της λογικής που οδήγησε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες στο ελληνικό φαινόμενο να ανέρχεται στο 80% το ποσοστό ιδιοκτησίας και ιδιοκατοίκησης, που τώρα έχει πέσει στο 65%. Το όνειρο, όμως, υπάρχει, και δη στις νεότερες γενιές, αλλά πρέπει να ενισχυθεί η δυνατότητα.

Είναι χρέος της Πολιτείας να διερευνήσει το φαινόμενο αυτό και να σχεδιάσει μια ολοκληρωμένη πολιτική για να αυξηθούν οι δυνατότητες απόκτησης κύριας κατοικίας και να προσαρμοστεί το κόστος στέγης σε βιώσιμο επίπεδο. Πολιτικές όπως η αύξηση των εισοδημάτων, η μείωση των φορολογικών συντελεστών, οι επιδοτήσεις και η κοινωνική κατοικία πρέπει να συνδυαστούν σε μια ρεαλιστική αλλά και δυναμική στεγαστική πολιτική. Είναι το κλειδί για μια βιώσιμη Ελλάδα, αφού η στέγη, η ακρίβεια και το Δημογραφικό είναι τα κορυφαία ζητήματα για την ελληνική κοινωνία. Λύσεις και διάθεση συνεργασίας των φορέων και των πολιτών υπάρχουν, απαιτείται βούληση.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ