Στα όρια της φτώχειας το 21,8% των ανηλίκων και το 18,3% των ενηλίκων το 2023
ΕΡΕΥΝΑ ΙΝΕ ΓΣΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, η τριετία 2021 – 2023 για τους έλληνες εργαζομένους ήταν πολύ δύσκολη. Η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος από εργασία στην ΕΕ των 27, ενώ και το ωρομίσθιο είχε τη μικρότερη αγοραστική δύναμη. Μερικά από τα σημαντικότερα συμπεράσματα της έρευνας:
• Η μεγέθυνση της οικονομίας το 2023 και το α’ τρίμηνο του 2024 στηρίχθηκε στην κατανάλωση. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα από μη μισθωτή εργασία και σε μικρότερο βαθμό τα καταναλωτικά δάνεια. Η αύξηση των μισθών και η συμβολή τους στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση στην κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν πενιχρή.
• Το 2023 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα, αν και αυξημένο έναντι του 2022, διαμορφώθηκε στο 61,8%, επίδοση που κατατάσσει τη χώρα μας στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Το ποσοστό αυτό είναι 8,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων χαμηλότερο από το αντίστοιχο άλλων οικονομιών της περιφέρειας της ΕΕ και της Ανατολικής Ευρώπης.
• Ιδιαίτερα μεγάλη συνεχίζει να είναι η απόκλιση των ποσοστών απασχόλησης μεταξύ συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Ειδικότερα, η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα το 2023 ανήλθε στις 18 ποσοστιαίες μονάδες, τιμή που είναι η υψηλότερη στην ΕΕ. Επιπλέον, η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15 – 29 ετών από το αντίστοιχο εκείνων ηλικίας 50 – 64 ετών ανήλθε στις 27,4 ποσοστιαίες μονάδες, που είναι η έβδομη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης.
• Μεγάλη είναι η διαφορά των ποσοστών απασχόλησης ανά περιφέρεια της χώρας. Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης το 2023 εμφάνισαν οι Περιφέρειες Πελοποννήσου (65,5%), Αττικής (64%), Στερεάς Ελλάδας (63,2%) και Κρήτης (63%), ενώ τα χαμηλότερα οι Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (55,6%), Θεσσαλίας (58%) και Δυτικής Ελλάδας (59,4%). Επιπλέον, στις Περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Νοτίου Αιγαίου εντοπίζεται η μεγαλύτερη απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών (27,2 και 24 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα), ενώ η χαμηλότερη σημειώθηκε στην Περιφέρεια Αττικής (14 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από την Περιφέρεια Ηπείρου (15,7 ποσοστιαίες μονάδες).
• Παρά τη συνεχή και σημαντική μείωσή του από το 2014 και μετά, το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας παραμένει υψηλό. Το 2023 διαμορφώθηκε στο 11,1%, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Επιπλέον, το ποσοστό της ανεργίας στις γυναίκες ηλικίας 15 – 74 ετών στην Ελλάδα ανήλθε το 2023 στο 14,3% (το υψηλότερο στην ΕΕ), καταγράφοντας απόκλιση 5,8 ποσοστιαίων μονάδων από το αντίστοιχο των ανδρών. Παρά τη μείωσή του, έντονο παραμένει το πρόβλημα της ανεργίας των νέων, με το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15 – 29 ετών πέρυσι να ανέρχεται στο 21,8%.
• Προβληματισμό δημιουργούν και οι επιδόσεις της χώρας σε μια σειρά από δείκτες που προσδιορίζουν το επίπεδο της ποιότητας της απασχόλησης στη χώρα. Η διάσταση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την καλύτερη και πληρέστερη αξιολόγηση της κατάστασης της αγοράς εργασίας αλλά και ευρύτερα της οικονομίας, δεδομένου ότι η ποιότητα της απασχόλησης δεν προσδιορίζει μόνο το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων μιας χώρας, αλλά επηρεάζει και τη μακρο-χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
• Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Eurofound, το 2021 οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δήλωναν σε ποσοστό 64,3% ότι δούλευαν, πάντα ή συχνά, υπό συνθήκες πολύ υψηλών ρυθμών εργασίας και σε ποσοστό 56,2% ότι είχαν, πάντα ή συχνά, σφιχτές προθεσμίες όσον αφορά τον χρόνο διεκπεραίωσης των εργασιών τους. Επίσης, το ίδιο έτος, το 24,7% των εργαζομένων στην Ελλάδα δήλωνε ότι αφιέρωνε, καθημερινά ή αρκετές ώρες την εβδομάδα, μέρος του ελεύθερου χρόνου του προκειμένου να καταφέρει να καλύψει διάφορες εργασιακές του υποχρεώσεις. Αξιοσημείωτο είναι το ότι στην Ελλάδα καταγράφεται και υψηλός δείκτης αβεβαιότητας των εργαζομένων σχετικά με την εξέλιξη του εισοδήματός τους, με το 30,3% εξ αυτών να δηλώνει το 2021 ότι αδυνατεί να προβλέψει το ύψος των αποδοχών του τους επόμενους τρεις μήνες. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
• Η υποχώρηση του μεριδίου των μισθών στη διανομή του εισοδήματος τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας συγκριτικά με τον πραγματικό μισθό και στην υστέρηση της προσαρμογής των ονομαστικών μισθών στη μεταβολή του πληθωρισμού κερδών.
• Η απόκλιση της παραγωγικότητας από τον πραγματικό μισθό την περίοδο 2019 – 2023 έχει οδηγήσει σε συστηματική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργασίας. Η μεγαλύτερη απόκλιση παραγωγικότητας – πραγματικού μέσου μισθού εντοπίζεται στον κλάδο των χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (24,6%), στη μεταποίηση (22,7%), στις κατασκευές (22%) και στη βιομηχανία (15,1%).
• Το συνδυασμένο αποτέλεσμα του πληθωρισμού και της υστέρησης των πραγματικών μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα είναι το να αποτελεί το πραγματικό μέσο ωρομίσθιο (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης – PPS) το χαμηλότερο στην ΕΕ-27 το 2023. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην ΕΕ-27 στους κλάδους: «κατασκευές», «επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», «δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα» και «τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία». Το δεύτερο χαμηλότερο ωρομίσθιο σημειώνεται στον κλάδο «παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού». Τέλος, ο κλάδος «χονδρικό και λιανικό εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα και υπηρεσίες εστίασης» καταγράφει το τρίτο χαμηλότερο πραγματικό ωρομίσθιο και η «μεταποίηση» και η «εκπαίδευση» το τέταρτο χαμηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.
• Συνολικά, την περίοδο 2019 – 2023 η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) σε σχέση με όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ-27. Επομένως, η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την ΕΕ-27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία.
• Τα ευρήματα πολλών από τους δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας στην Ελλάδα δείχνουν μια επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μετά το 2020, ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης κόστους ζωής αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Το 2023 το 21,8% των ανηλίκων και το 18,3% των ενηλίκων βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας. Την ίδια χρονιά, το 27,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 0 – 2, το 18,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 3 – 4 και το 7,6% με επίπεδο εκπαίδευσης 5 – 8 βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας. Παράλληλα, με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας ζούσαν οι 23 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 0 – 2, περίπου 10 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 3 – 4 και 3,5 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 5 – 8.
• Το ποσοστό των ανήλικων και των ενήλικων ατόμων που ζούσαν σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας έφτασε το 2023 στο 86,9% και στο 61,7% αντίστοιχα, αναδεικνύοντας τις σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις της υποαπόδοσης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρέθηκε το 24,1% των ατόμων που ζούσαν στις πόλεις και το 30,4% όσων ζούσαν στις αγροτικές περιοχές.
• Το ποσοστό των νέων ηλικίας 18 – 24 ετών σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση στην Ελλάδα είναι πάνω από δύο φορές υψηλότερο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού. Το 2023 το 14,7% των νέων ηλικίας 18 – 24 ετών, το 13% των ατόμων ηλικίας άνω των 55 ετών, το 12,9% των ανδρών και το 14,1% των γυναικών ήταν σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση. Την ίδια χρονιά, το ποσοστό των ατόμων με υλική και κοινωνική στέρηση στο πρώτο εισοδηματικό πεμπτημόριο μειώθηκε στο 68,3% από 73,7% το 2022, ωστόσο εξακολουθεί να βρίσκεται σε σημαντικά υψηλά επίπεδα.
• Την τριετία 2021 – 2023 περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντεπεξερχόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Το 2023 το ποσοστό των εργαζομένων με σύμβαση μερικής απασχόλησης που αντιμετώπισε κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, με σχεδόν 22 στους 100 εργαζομένους να έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην ίδια συνθήκη βρέθηκαν 9 στους 100 απασχολουμένους με σύμβαση πλήρους απασχόλησης.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ