Η Ελλάδα βρέθηκε να άγεται και να φέρεται από τον Ράμα και τον Μίτσκοσκι

Η Ελλάδα βρέθηκε να άγεται και να φέρεται από τον Ράμα και τον Μίτσκοσκι

ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε επικίνδυνο αδιέξοδο οδηγείται η βαλκανική πολιτική της κυβέρνησης, θέτοντας σε κίνδυνο κρίσιμα εθνικά συμφέροντα, καθώς μειώνεται ο ρόλος και η επιρροή της χώρας μας στη βαλκανική ενδοχώρα, ανοίγει ο χώρος για την τουρκική επιρροή και η χώρα μας εμφανίζεται και πάλι να εμπλέκεται σε διμερείς διαφορές την περίοδο που η ΕΕ και οι Αμερικανοί φοβούνται νέα αποσταθεροποίηση στην περιοχή.

Tα μέτωπα με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία είναι ανοικτά με ευθύνη και της κυβέρνησης, ενώ δύσκολες είναι οι σχέσεις με τη Σερβία αλλά και το Κόσοβο.

Μετά από 13 μήνες από τη στιγμή που ξεκίνησε η περιπέτεια του Φρέντι Μπελέρη με την προσπάθεια του Έντι Ράμα να αλλοιώσει το εκλογικό αποτέλεσμα, η κυβέρνηση είχε ήδη εγκλωβισθεί σε μια αδιέξοδη πολιτική, καθώς είχε ανοίξει όλα τα χαρτιά της στον αλβανό πρωθυπουργό, ελπίζοντας ότι εκείνος θα διευκόλυνε τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Με ερασιτεχνικούς και κοντόφθαλμους χειρισμούς, ά­φησαν τον κ. Ράμα να νομίζει ότι μπορεί να χειραγωγεί την Ελλάδα και να αθετεί δεσμεύσεις και υποσχέσεις και συγχρόνως να προβαίνει σε αυτήν την προκλητική κίνηση που στρεφόταν εναντίον του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, θεωρώντας ότι θα παραμένει στο απυρόβλητο.

Η κυβέρνηση, στον χρόνο αυτό που πέρασε, δεν μπόρεσε να βρει τρόπο ώστε να λυθεί το θέμα της Χειμάρρας. Να πείσει, δηλαδή, τον Έντι Ράμα ότι θα ήταν προς το συμφέρον του ίδιου και της χώρας του να αποκαταστήσει τη νομιμότητα στη Χειμάρρα. Και έπεσε έτσι στην παγίδα του Έντι Ράμα, με την Ελλάδα να δείχνει ότι ταπεινώνεται από την αδιάλλακτη και επιθετική στάση του αλβανού πρωθυπουργού. Τόσους μήνες μετά, διατηρείται η σοβαρή κρίση στις διμερείς σχέσεις και τα Τίρανα φαίνεται να επιτυγχάνουν τον στόχο τους για την οριστική εκπαραθύρωση του Φρέντι Μπελέρη και την άλωση του Δήμου Χειμάρρας.

Ποιο θα είναι πλέον το κύρος και η αξιοπιστία της Αθήνας για τα μέλη της ελληνικής μειονότητας, τα οποία είδαν ένα προβεβλημένο στέλεχός της, τον Φρέντι Μπελέρη, να καταλήγει στη φυλακή και να μένει απροστάτευτος και ουσιαστικά να φυγαδεύεται μέσω της εκλογής του στην Ευρωβουλή; Ποιος, πλέον, από τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου θα δώσει μάχη για να προστατέψει τα συμφέροντα της μειονότητας, όταν διαπιστώνουν ότι η Αθήνα δεν θα τους υποστηρίξει μέχρι τέλους;

Ακόμη και εν μέσω της κρίσης στη Χειμάρρα, η ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών δεν κινητοποιήθηκαν και προς τα Τίρανα, ώστε να βρεθεί λύση στο πρόβλημα και να μην κλιμακωθεί η κρίση. Δυστυχώς, και πάλι αυτό που είχε προτεραιότητα για την κυβέρνηση ήταν η διαχείριση για το εσωτερικό ακροατήριο, καθώς χρησιμοποίησε τελικά τον Φρέντι Μπελέρη προκειμένου να βάλει ανάχωμα στη διαρροή ψήφων προς τα δεξιά της. Τώρα, η Αθήνα έχει δεσμευθεί ότι θα μπλοκάρει τις ενταξιακές διαδικασίες της Αλβανίας, κίνηση η οποία θα τη φέρει σε αντιπαράθεση με όλα τα άλλα μέλη της ΕΕ και θα ξοδέψει πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας μας. Επιπλέον, δεν διαφαίνεται πως αυτή η τακτική θα μπορέσει να αποκαταστήσει τη νομιμότητα στον Δήμο Χειμάρρας.

Όσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο αδιέξοδο. Η νέα ηγεσία της χώρας υπό τον Κρίστιαν Μίτσκοσκι έδειξε, με την ανάληψη κιόλας της διακυβέρνησης, ότι έχει επιλέξει την τακτική της. Θα χρησιμοποιεί το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας όπου αυτό επιβάλλεται από τη Συμφωνία των Πρεσπών, δηλαδή στην επίσημη ονομασία των υπουργείων, στα επίσημα έγγραφα και στις επίσημες επικοινωνίες. Σε κάθε άλλη χρήση, όμως, θα χρησιμοποιεί, και μάλιστα επιδεικτικά, τον όρο «Μακεδονία» και έτσι θα δημιουργεί σταδιακά τετελεσμένα εις βάρος της χώρας μας, καθώς όλοι πάλι θα αποκαλούν τη χώρα «Μακεδονία» και θα μείνουν μό­νο τα επίσημα ταμπελάκια να α­ναφέρουν το όνομα Βόρεια Μακεδονία.

Βεβαίως, η κριτική που δέχεται η κυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σε εντελώς λανθασμένη βάση, καθώς, όπως ακούσαμε στο συνέδριο του Ιδρύματος Τσίπρα, οι μομφές για την κυβέρνηση ήταν ότι δεν έτρεξε γρήγορα να εφαρμόσει πλήρως τη Συμφωνία των Πρεσπών και να προωθήσει την ευρωπαϊκή πορεία της. Δηλαδή, ουσιαστικά κατηγορούν την κυβέρνηση ότι κράτησε στα χέρια της «όπλα» για την εφαρμογή των Πρεσπών μέχρις ότου διαπιστώσει ότι η άλλη πλευρά είναι συνεπής στην εφαρμογή όλων των δεσμεύσεών της. Πολύ περισσότερο όταν έρχονταν εκλογές στη γειτονική χώρα, όπου ήταν σαφές ότι θα ήταν νικητές οι εθνικιστές και οι πολέμιοι της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Διαφορετικά, σήμερα που η κυβέρνηση του VMRO-DPMNE αμφισβητεί εμπράκτως τη Συμφωνία μπορεί να φανταστεί κανείς ποια θα ήταν η κατάσταση αν η Ελλάδα είχε καταθέσει όλα τα όπλα της και δεν είχε κανένα εργαλείο άσκησης πίεσης. Και ακούσαμε, δυστυχώς, και στο συνέδριο του Ιδρύματος Τσίπρα αυτό που επαναλαμβάνουν και στα Σκόπια: Ότι δεν προχώρησε η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και συνεπώς αυτό σημαίνει… αθέτηση των συμφωνηθέντων. Κάτι που φυσικά δεν υπήρχε ποτέ στη Συμφωνία. Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ακολουθεί συγκεκριμένα κριτήρια και δεν γίνεται… τιμής ένεκεν!

Είναι τραγικό ότι οι άνθρωποι που υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών δεν αντιλαμβάνονται, ακόμη και σήμερα, ότι με τη Συμφωνία αυτή άνοιξαν το παράθυρο για τη «νόμιμη» χρήση των όρων «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός» από τους σλαβομακεδόνες κατοίκους της Βόρειας Μακεδονίας και ζητούν τα ρέστα εκ των υστέρων.

Στο συνέδριο του Ιδρύματος Τσίπρα ακούστηκαν απόψεις του τύπου ότι, αν δεν κάνουμε τα στραβά μάτια στη Συμφωνία των Πρεσπών, θα απειληθεί η ύπαρξη της Βόρειας Μακεδονίας και ότι κάποιοι θέλουν να έχουν πεδίο παρέμβασης η Τουρκία και η Ρωσία. Επομένως, θα πρέπει τα Δυτικά Βαλκάνια να γίνουν αποδεκτά στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ακόμη κι αν δεν τηρούν τις προϋποθέσεις… Δηλαδή, πολύ α­πλά συνηγορούν στα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, η οποία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα ευθύνεται για την παραβίαση της Συμφωνίας και ότι θα πρέπει να αλλάξει τακτική και να αποδεχθεί τα τετελεσμένα του VMRO-DPMNE προκειμένου να μη διαταραχθεί η σταθερότητα στα Βαλκάνια…

Στο ζοφερό αυτό κλίμα, βεβαίως, θα πρέπει να προστεθεί η προβληματική σχέση της Ελλάδας με το Κόσοβο, το οποίο δεν αναγνωρίζει ως κράτος (και ορθότατα, καθώς σέβεται τις αποφάσεις του ΟΗΕ και προστατεύεται συγχρόνως από αντίστοιχες κινήσεις για αναγνώριση του ψευδοκράτους), αλλά διατηρεί σχέσεις μαζί του. Και με τη Σερβία, βέβαια, οι σχέσεις δεν είναι σε πολύ καλό επίπεδο, καθώς το Βελιγράδι γνωρίζει ότι στο παρασκήνιο η Αθήνα υποστηρίζει τις επιδιώξεις του Κοσόβου και δεν έχει πράξει οτιδήποτε τα τελευταία χρόνια, κατ’ επιταγή των Αμερικανών, ώστε να υπάρξει βελτίωση των παραδοσιακών ελληνοσερβικών σχέσεων.

Και έτσι, σε αυτήν τη δύσκολη διεθνή συγκυρία, λόγω της απραξίας, της ατολμίας και της έλλειψης έμπνευσης και διορατικότητας που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική, η χώρα μας δείχνει πλέον από ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια να άγεται και να φέρεται από ηγέτες όπως ο Ράμα, ο Μίτσκοσκι και η Σιλιάνοφσκα…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

 



Σχολιάστε εδώ