Αποδυναμωμένη, η κυβέρνηση δεν έχει κανένα δικαίωμα για πειραματισμούς στα εθνικά θέματα
ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Η κυβέρνηση, μετά τη βαριά «ήττα» που υπέστη στις ευρωεκλογές, παρά την πρώτη θέση, θα πρέπει να αναλογιστεί εάν εκτός από τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την ακρίβεια, την οποία παρακολουθεί, αδρανής, να διαλύει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, υφίσταται φθορά λόγω και των χειρισμών της στην εξωτερική πολιτική.
Στις κάλπες, είτε με την ψήφο τους είτε με την αποχή τους, οι πολίτες έστειλαν μηνύματα, τα οποία δεν θα πρέπει η κυβέρνηση να κρύψει κάτω από το χαλί, διότι θα τα βρει μπροστά της και η ίδια και η χώρα.
Η κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί ότι πλέον δεν έχει και τυπικά τη νομιμοποίηση να αυτοσχεδιάζει στην εξωτερική πολιτική και πολύ περισσότερο να κάνει κινήσεις, ειδικά στα Ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό, χωρίς να έχει εξασφαλίσει ευρύτατη συναίνεση.
Η διαδικασία επαναπροσέγγισης με την Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίζεται με τρόπο που δημιουργεί υποψίες ότι υποθηκεύει σε βάθος χρόνου τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και την άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και φυσικά θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική της «μυστικής διπλωματίας», όπως την είδαμε και στη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν στο Λονδίνο. Η επαναπροσέγγιση πρέπει να είναι διαφανής και να έχει καθαρά βήματα, ώστε να μπορούν και οι πολίτες να κρίνουν ότι υπάρχει ουσιαστική αλλαγή και ότι η διαδικασία αυτή έχει ουσιαστικά θετικά αποτελέσματα για την Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η Αθήνα θα πρέπει να αντιληφθεί άμεσα ότι δεν μπορεί να συζητά, πίσω από την πλάτη της Κύπρου, ιδέες και προτάσεις που πετάει στο τραπέζι η Άγκυρα. Και ειδικά τη στιγμή που ακόμη και η «ουδέτερη» απεσταλμένη του ΟΗΕ για το Κυπριακό κ. Ολγκίν είναι έτοιμη να καταγράψει στην έκθεσή της προς τον ΓΓ του ΟΗΕ ότι η πλευρά που αρνείται τον διάλογο και οδηγεί σε αδιέξοδο είναι η τουρκοκυπριακή. Θα πρόκειται περί ολέθριου λάθους αν δοθεί σωσίβιο στην Τουρκία, προκειμένου να απαλλαγεί από τις ευθύνες για το αδιέξοδο.
Οι κ. Μητσοτάκης και Γεραπετρίτης, που συνομιλούν με τους τούρκους ομολόγους τους, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι το Κυπριακό δεν είναι ένα πρόβλημα που ενδείκνυται για ασκήσεις επί χάρτου και θεωρητικές προσεγγίσεις και πειραματισμούς, αλλά έχει συγκεκριμένους κανόνες και πλαίσιο, το οποίο η Τουρκία επιχειρεί εδώ και δεκαετίες να ανατρέψει. Ιδέες για πενταμερείς ή πολυμερείς συναντήσεις, χωρίς ακόμη να έχει εξασφαλισθεί η συμφωνία για το πλαίσιο λύσης σε διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία, όπως προβλέπουν οι αποφάσεις του ΟΗΕ, δεν θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές. Ακόμη περισσότερο, οι ιδέες για τετραμερή, όπου ουσιαστικά η Κυπριακή Δημοκρατία θα υποβαθμιστεί στο επίπεδο του ψευδοκράτους και θα εμφανισθεί και η ίδια ως υποτελής στη «μητέρα πατρίδα» Ελλάδα, δεν θα πρέπει να αποτελούν καν θέμα έστω και σε άτυπη συζήτηση, αφού θα πρόκειται για ταφόπλακα στο Κυπριακό και παράδοση πλέον όχι μόνο της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας στις ορέξεις της αναθεωρητικής πολιτικής της Άγκυρας. Καμία κυβέρνηση της Ελλάδας δεν έχει τέτοιο δικαίωμα, πολύ περισσότερο όταν η κυβέρνηση πλέον είναι λαβωμένη μετά τις τελευταίες ευρωεκλογές. Ίσως ο κ. Μητσοτάκης θα πρέπει να μελετήσει την Ιστορία, ώστε να αποφύγει παγίδες στις οποίες, ίσως άθελά τους, πέφτουν κάποιοι συνεργάτες του, καθώς το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά είναι θέματα που καταστρέφουν πολιτικές καριέρες και υστεροφημίες, περισσότερο από την ακρίβεια και τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Στις ευρωεκλογές είναι σαφές ότι όλα λειτούργησαν σωρευτικά, όμως, είναι διάχυτη η πεποίθηση στην ελληνική κοινή γνώμη ότι η κυβέρνηση ούτε στα ελληνοτουρκικά ούτε στο θέμα με την Αλβανία αλλά και τη Βόρεια Μακεδονία βαδίζει στον σωστό δρόμο. Αυτό έπληξε ένα βασικό στοιχείο που έδειχναν όλες οι μετρήσεις στο παρελθόν, ότι η κοινή γνώμη έχει εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική.
Οι παλινωδίες της κυβέρνησης, η οποία θυμήθηκε ξαφνικά, μετά από πέντε χρόνια, ότι υπάρχει Βόρεια Μακεδονία και μια συμφωνία η οποία δεν τηρείται από την άλλη πλευρά, και αυτή η παραβίαση της Συμφωνίας κοντεύει να θεωρηθεί κεκτημένο για τα Σκόπια, καταγράφονται από τους πολίτες. Μάλιστα, σε ευαίσθητες περιοχές, όπως η Κεντρική και η Δυτική Μακεδονία, οι πολίτες έδειξαν ότι δεν αντέχουν την κοροϊδία. Είναι οι ίδιοι τους οποίους κινητοποιούσε για σχεδόν 20 χρόνια η ΝΔ για να διαδηλώσουν για το όνομα της Μακεδονίας και τώρα ακούνε τον ηγέτη του κόμματος να δηλώνει ότι θα εφαρμόσουμε κανονικά τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά θα τιμωρήσουμε με βέτο τα Σκόπια, αν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει να αποκαλεί τη χώρα «Μακεδονία».
Όμως, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει σοβαρότατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση με τα Σκόπια, αφού έμεινε αδρανής όλο αυτό το διάστημα και έτσι σήμερα θα πρέπει να κυνηγάει από πίσω την πρόεδρο και τον νέο πρωθυπουργό της χώρας, για να καταγράφει την κάθε φορά που θα αναφέρονται σε «Μακεδονία» και «Μακεδόνες».
Και, πραγματικά, μπορεί ο κ. Μητσοτάκης, θέλοντας να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις από την περιφρόνηση που δείχνουν προς τη Συμφωνία η Πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας, να απειλεί με βέτο στην ΕΕ και ότι θα θέσει το θέμα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο, στην Ουάσινγκτον, όμως όλοι γνωρίζουν ότι πλέον οι δυνατότητες παρέμβασης είναι περιορισμένες. Διότι σε μια πανηγυρική Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου όλοι θα καίγονται για να υπάρξει κοινή γραμμή για την Ουκρανία, κανείς δεν θα θέλει να ακούσει ότι… ανοίγει και πάλι το θέμα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας… Η οποία, φυσικά, με τις ευλογίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είναι πλέον ισότιμο με την Ελλάδα μέλος του ΝΑΤΟ…
Σε ό,τι αφορά την Αλβανία, όπου ο ελληνικός λαός έστειλε το μήνυμά του εκλέγοντας ευρωβουλευτή τον Φρέντι Μπελέρη, υπάρχουν ακόμη πολλά ανοικτά ζητήματα, τα οποία η κυβέρνηση επιδιώκει να ξεχαστούν. Στην κοινή γνώμη υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι μετά τη μετακόμιση Μπελέρη στις Βρυξέλλες θα δοθεί η ευκαιρία στην κυβέρνηση να ξεφύγει από το ενοχλητικό αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε η ελληνική εμπλοκή στις διαδικασίες του Δήμου Χειμάρρας (έτσι τουλάχιστον το θεωρούν στο ΥΠΕΞ) και να ανοίξει ο δρόμος για την επαναπροσέγγιση Μητσοτάκη – Ράμα.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο αλβανός πρωθυπουργός περιφρόνησε τις παραινέσεις ή και τις απειλές του κ. Μητσοτάκη στην υπόθεση Μπελέρη έχει τραυματίσει την εικόνα της «ισχυρής Ελλάδας» στο εξωτερικό. Και θα δούμε τώρα εάν ο κ. Μητσοτάκης θα επιμείνει σε μια σκληρή γραμμή, ώστε, ακόμη κι αν απελευθερωθεί ο Μπελέρης, να υπάρξει αποκατάσταση της νομιμότητας στον Δήμο Χειμάρρας, με αναγνώριση των εκλογικών αποτελεσμάτων του περασμένου Μαΐου. Διαφορετικά, η εξώθηση του Φρέντι Μπελέρη στην Ευρωβουλή θα θεωρηθεί ως μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι, προκειμένου ο Έντι Ράμα να «αλώσει» τον Δήμο Χειμάρρας, στον οποίο διακυβεύονται συμφέροντα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, και συγχρόνως η κυβέρνηση να απαλλαχθεί από τον «μπελά» της Χειμάρρας…
Η κυβέρνηση θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν αρκεί να εξαντλείται σε ανέξοδες απειλές στους μικρούς στα βόρεια σύνορά μας και σε κατευνασμό και υποταγή απέναντι στην Άγκυρα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ