Συμπεράσματα και επιπτώσεις από τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Αν και είναι ακόμα νωρίς για εκτιμήσεις και για εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων ως προς τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου, διαφαίνονται ήδη ορισμένες συνέπειες και επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της νέας Ευρωβουλής, που μπορεί να επηρεάσουν τις διεξαγόμενες σε αυτό συζητήσεις, όπως και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις χώρες-μέλη και τις τοποθετήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σε θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος: Ουκρανικό, Μεσανατολικό, σχέσεις με ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία.
Πρώτη εκτίμηση, με δυσμενή απήχηση και εντυπώσεις, η μεγάλη αποχή των ψηφοφόρων από τις διεξαχθείσες ευρωεκλογές, που στην Ελλάδα άγγιξε το ποσοστό του 60%, γεγονός που επιτρέπει σε πολλούς να χαρακτηρίζουν τα αποτελέσματα ως πλαστά και αναληθή γιατί δεν εκφράζουν την πλειοψηφία των ψηφοφόρων και πολιτών της Ένωσης.
Ειδικότερα, όσον αφορά την προσέλευση των πολιτών στις κάλπες, ποσοστό πάνω από 50% καταγράφηκε σε 11 χώρες-μέλη, με υψηλότερο εκείνο στο Βέλγιο (89%), η πρωτεύουσα του οποίου είναι και έδρα της ΕΕ (όπως και του ΝΑΤΟ), ενώ στις υπόλοιπες 16 χώρες το ποσοστό ήταν κάτω από 50%, με την Κροατία να καταγράφει ποσοστό συμμετοχής μόλις 26%. Δεύτερο αρνητικό και δυσμενές αποτέλεσμα, η θεαματική άνοδος σε αριθμό ψηφοφόρων των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων στη Γαλλία και σε άλλες δύο σημαντικές χώρες-μέλη, στη Γερμανία και στην Αυστρία.
Οι δύο τελευταίες βαρύνονται από το ναζιστικό παρελθόν του Γ’ Ράιχ, κάτι που δικαίως προκαλεί ανησυχία. Όσο για τη Γαλλία, ο Πρόεδρος Μακρόν, γνωστός για τις παλινωδίες του σε σχέση με το ΝΑΤΟ και τις σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, με πρόθεση προφανώς να διασκεδάσει τις δυσμενείς εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό για τη θεαματική άνοδο της Ακροδεξιάς, έσπευσε να προκηρύξει τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών, δηλώνοντας συγχρόνως ότι σε περίπτωση επιβεβαίωσης ανόδου στην εξουσία της Μαρί Λεπέν δεν πρόκειται να παραιτηθεί από την Προεδρία! No wonder, όπως θα έλεγαν οι φλεγματικοί Αγγλοσάξονες…
Μπορούν οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί, με τη θεαματική άνοδο των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, να επηρεάσουν τις θέσεις και τις δραστηριότητες του νέου Ευρωκοινοβουλίου;
Παρά το γεγονός ότι το Ευρωκοινοβούλιο στερείται θεσμικών και ουσιωδών αρμοδιοτήτων, με εξαίρεση την έγκριση, μαζί με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του ετήσιου Προϋπολογισμού της Ένωσης, δεν παύει να επηρεάζει και να συμβάλλει στη διαμόρφωση των θέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αποφάσεις και τοποθετήσεις άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών και άλλα όργανα, που αφορούν όχι μόνο κοινοτικά θέματα αλλά και άλλα, διεθνούς σημασίας.
Η Ευρωβουλή, όπως σημειώναμε και σε προηγούμενα άρθρα μας που αναφέρονταν αποκλειστικά σε αυτή, μπορεί να στερείται ουσιαστικών θεσμικών αρμοδιοτήτων, όμως δεν παύει να αποτελεί ένα forum στο οποίο συζητούνται καίρια θέματα που αφορούν είτε την ΕΕ είτε είναι γενικότερου και διεθνούς ενδιαφέροντος. Οι σχετικές συζητήσεις και τα ψηφίσματα δύσκολα αγνοούνται από την Ένωση αλλά και από τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές ηγεσίες των χωρών-μελών.
Ως παράδειγμα είχαμε αναφέρει το γνωστό ψήφισμα που αφορούσε τη δημοκρατία και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ελευθερία του Τύπου κ.λπ. στην Ελλάδα, που προκάλεσε πολλές και ποικίλες αντιδράσεις και συζητήσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Σε ό,τι αφορά τη νέα Ευρωβουλή, στην οποία θα σημειωθούν, ως προς την ιδεολογική σύνθεση –και σε σύγκριση με την προηγούμενη–, σημαντικές αλλαγές, είναι άγνωστο σε ποιους τομείς θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον της. Ευχής έργον, να δοθεί έμφαση στα δρώμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να τοποθετηθεί σε θέματα γενικότερου, εσωτερικού και διεθνούς, ενδιαφέροντος με αυτόνομη βούληση και να μην ενεργεί ως φερέφωνο των ΗΠΑ.
Η νέα Ευρωβουλή μπορεί, επίσης, να αποτελέσει έναυσμα και να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς τα θεσμικά όργανα και τις εθνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να ξεκινήσουν οι αναγκαίες συζητήσεις στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών και στις αρμόδιες ομάδες εργασίας με αντικείμενο και στόχο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία δεν νοείται χωρίς κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Όσο η ΕΕ παραμένει στα σημερινά, ισχύοντα καταστατικά επίπεδα και περιορισμούς, θα είναι περιορισμένος ο ρόλος της και η απήχησή της στον κόσμο. Δυστυχώς, η προεκλογική καμπάνια των πρόσφατων ευρωεκλογών ελάχιστα ή καθόλου ασχολήθηκε με το μέλλον και την εξέλιξη της ΕΕ σε μία πραγματική πολιτικοοικονομική ένωση.
Η εντύπωση που δόθηκε στους πολίτες ήταν ότι το κύριο ενδιαφέρον των πολιτικών κομμάτων στράφηκε στις εσωτερικές επιπτώσεις των εκλογών και στην επίδραση του αποτελέσματος στις εθνικές εκλογές.
Οι εκλογές της 9ης Ιουνίου αποτελούν, πλέον, παρελθόν. Αρχηγοί κομμάτων και κυβερνήσεων τις χαρακτήρισαν και ως μήνυμα που εστάλη από τους ψηφοφόρους προς τις κυβερνήσεις για ελλείψεις και παραλείψεις σε θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος, όπως η οικονομία, η ακρίβεια, τα θέματα υγείας και παιδείας, η εργασία, η ασφάλεια των πολιτών κ.ά. Και η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων συνδέθηκε με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες στους παραπάνω τομείς.
Αν τα σχετικά μηνύματα και η θεαματική άνοδος των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων, όπως και η ανάγκη ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγνοηθούν, θα επιβεβαιωθούν οι θέσεις έγκυρων κοινωνιολόγων και ιστορικών αναλυτών ότι η Ευρώπη, που για αιώνες αποτελούσε το κέντρο του κόσμου, βρίσκεται σε αδράνεια και ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΑΡΑΚΜΗ.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ