Ευρ. Στυλιανίδης στο “Π”: Γιατί οι αδιάφοροι τηλεοπτικοί αναλυτές της Αθήνας προσποιούνται τους αιφνιδιασμένους από το γκρίζο της Θράκης;
Του
ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΤ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ
Βουλευτή ΝΔ Ροδόπης, πρώην Υπουργού,
Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Τη Θράκη, δυστυχώς, τη θυμούνται κάθε φορά που αντικρίζουν το γκρίζο χρώμα στον εκλογικό χάρτη. Πολιτικά κόμματα, αναλυτές και δημοσιογράφοι δηλώνουν «αιφνιδιασμένοι, ανήσυχοι, θυμωμένοι…», κάνουν πως αντιδρούν για να αυξήσουν την τηλεθέασή τους και την ξεχνούν την επόμενη μέρα για να συνεχίσουν αδιάφορα την καθημερινότητά τους. Λίγοι, πολύ λίγοι είναι εκείνοι που αγωνιούν πραγματικά για το μέλλον του Ακριτικού Ελληνισμού και ακόμη λιγότεροι αυτοί που αποφασίζουν να δράσουν μήπως και μπορέσουν να ανατρέψουν τα πονηρά παιχνίδια των γειτόνων μας σε βάρος της Ελλάδας.
Όταν είσαι από τη Θράκη και επί χρόνια την εκπροσωπείς στο Κοινοβούλιο, αγωνιζόμενος ακατάπαυστα για τα δικαιώματα και την προοπτική της, πολύ περισσότερο όταν η οικογένειά σου έχει χάσει δύο φορές την πατρίδα και το σπίτι της από ανταλλαγές πληθυσμών, από φαγωμάρες πολιτικών και από ιστορικά αδειάσματα ηγετών που ιεράρχησαν τον εαυτό τους πάνω από το συμφέρον της πατρίδας, έχεις κάθε δικαίωμα να θυμώνεις, να αγωνιάς και, κυρίως, να αντιδράς με ό,τι δυνάμεις διαθέτεις, μήπως και καταφέρεις να σταματήσεις την αθηναϊκή αδιαφορία και την εργαλειοποίηση της μειονότητας από την Τουρκία, με στόχο όχι την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων, αλλά την εξυπηρέτηση της δικής της εξωτερικής πολιτικής.
Η λειτουργία του μειονοτικού κόμματος DEΒ, ή ΚΙΕΦ, δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπάρχει από την εποχή του ιδρυτή του, ανεξάρτητου βουλευτή Αχμέτ Σαδίκ, που πρωτοστάτησε στη διακήρυξη του Παντουρκισμού το 1989. Συνέχισε, όμως, να στηρίζεται και από την αναθεωρητική, νεοοθωμανική και ισλαμιστική πολιτική του Τ. Ερντογάν, αποδεικνύοντας τη συστηματικότητα και τη συνέπεια με την οποία η Τουρκία ασκεί την εξωτερική της πολιτική, επιδιώκοντας να μεταβάλει τον χαρακτήρα της μειονότητας από θρησκευτική και μουσουλμανική, που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης, σε εθνική και τουρκική, που επιθυμεί η γείτονα, ώστε να μεταβάλει έτσι τη νομική βάση διεκδικήσεών της στη Θράκη, με στόχο την επιβολή της «συνδιοίκησης».
Το ενδιαφέρον νέο στοιχείο της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης συνίσταται, κατ’ αρχάς, στη σύμπραξη που επιχειρήθηκε με κάποια κυρία από την Ελληνική Μακεδονία, η οποία αυθαιρέτως και παρανόμως δήλωσε εκπρόσωπος της ανύπαρκτης «Σλαβομακεδονικής Μειονότητας στην Ελλάδα», υπό την κάλυψη της ευρωπαϊκής πολιτικής ομάδας FUEN, που προωθεί τα μειονοτικά κόμματα στην ΕΕ. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η μετεκλογική δήλωση της προέδρου του DEB, κ. Ασάφογλου, που αυθαιρέτως τόνισε ότι «όσοι ψήφισαν DEB στη Θράκη δήλωσαν ευθέως ότι είναι Τούρκοι…». Απορώ πόσο σοβαρό μπορεί να είναι ένα τέτοιο μετεκλογικό συμπέρασμα, που επιδιώκει να επιβάλει έναν συλλογικό επαναπροσδιορισμό της μειονότητας από μουσουλμανική σε τουρκική, κόντρα στη Συνθήκη της Λωζάννης και, φυσικά, κόντρα στο διεθνές δίκαιο και στο Σύνταγμα της Ελλάδας, που σαφώς δέχονται τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό, αλλά ξεκάθαρα υιοθετούν την κυρίαρχη διεθνή αντίληψη ότι τις μειονότητες τις προσδιορίζουν και τις χαρακτηρίζουν οι συνθήκες, θεωρώντας απαράδεκτο έναν συλλογικό επαναπροσδιορισμό, που θα επέτρεπε την εργαλειοποίησή τους από τρίτα κράτη.
Σύμφωνα με το αφελές και αβάσιμο σκεπτικό της κ. Ασάφογλου, το 64% του μειονοτικού πληθυσμού που αποφάσισε κόντρα στις πιέσεις του τουρκικού προξενείου να μην πάει να ψηφίσει, προφανώς, αρνείται τον προσδιορισμό του «Τούρκου της Δυτικής Θράκης» και νιώθει πιο άνετα με την ιδιότητα του Έλληνα – Ευρωπαίου Πολίτη.
Αυτό που συνέβη στη Ροδόπη και στην Ξάνθη στις τελευταίες ευρωεκλογές προκαλεί δύο αντιφατικά συναισθήματα. Το ένα είναι η απογοήτευση του Θρακικού Ελληνισμού από την αδιαφορία και την επιπολαιότητα του ελληνικού κράτους, που γεννά το εξής ερώτημα:
Ο Άρειος Πάγος δεν διαπίστωσε τον παράνομο χαρακτήρα των επίσημων στόχων και δηλώσεων της ηγεσίας του DEB, που τελούν σε πλήρη σύγκρουση με το Σύνταγμα, το διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς Συνθήκες Λωζάννης και Πρεσπών, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εν γένει τη συνταγματική και διεθνή νομιμότητα, όταν αποφάσιζε παρά ταύτα να επιτρέψει την κάθοδό του στις ευρωπαϊκές εκλογές; Επίσης, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνειδητοποίησαν ότι η απουσία μειονοτικών από το ευρωψηφοδέλτιό τους αποτελούσε επιπόλαιη εκλογική διευκόλυνση σε αυτούς που επιδιώκουν την πολιτική γκετοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας;
Το άλλο συναίσθημα είναι η ελπίδα που προκύπτει από το ίδιο το αποτέλεσμα, που αναδεικνύει ότι τουλάχιστον 10.000 μειονοτικοί στη Ροδόπη και άλλοι τόσοι στην Ξάνθη, παρά τις πιέσεις μηχανισμών, αρνήθηκαν να πάνε στην κάλπη, στέλνοντας έμμεσα ένα ενδιαφέρον μήνυμα, ότι προτιμούν να ζουν ελεύθερα και ευρωπαϊκά από το να εργαλειοποιούνται και να χειραγωγούνται από την Τουρκία.
Συμπερασματικά, η Τουρκία δεν θα σταματήσει ποτέ την απόπειρά της να χειραγωγεί εκλογικά και να εργαλειοποιεί διπλωματικά τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης για να υπηρετεί τα συμφέροντα της δικής της εξωτερικής πολιτικής. Το ζήτημα είναι αν η Ελληνική Πολιτεία θα συνειδητοποιήσει κάποτε σε όλα τα επίπεδα ότι το θέμα της Θράκης χρειάζεται σοβαρή και στρατηγική αντιμετώπιση σε εθνικό επίπεδο, από ανθρώπους που το γνωρίζουν σε βάθος και νοιάζονται. Η Θράκη κρύβει μέσα της απίστευτη δύναμη. Αν η Ελλάδα τη φροντίσει όπως πρέπει, θα επιστρέψει πολλαπλάσια την ωφέλεια στην εξωστρέφεια της εθνικής οικονομίας, στη θωράκιση της εθνικής άμυνας, στην ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, στη δημογραφική ενίσχυση της ελληνικής κοινωνίας και στην ανάδειξη της ελληνικής παιδείας, και θα λειτουργήσει ως πρότυπο ανοιχτής κοινωνίας – καθρέπτης της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας μας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ