Στις ελληνικές καλένδες τα θαλάσσια πάρκα
«ΕΚΚΕΝΩΝΟΥΝ» ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΕΣ
–«Συνεργασία» με την Τουρκία… προτείνει το ΕΛΙΑΜΕΠ
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Παράξενο παιχνίδι γύρω από τη σημαντικότατη υπόθεση του θαλάσσιου πάρκου στο Αιγαίο άρχισε να στήνεται τις τελευταίες ημέρες, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση δηλώνει ότι τα πάρκα θα γίνουν, ενώ η Τουρκία έχει προειδοποιήσει ότι δεν θα δεχθεί τετελεσμένα.
Με σειρά δημοσιευμάτων σε συγκεκριμένη μερίδα του Τύπου εκφράστηκε προβληματισμός για τον λόγο που η κυβέρνηση προχώρησε στην ανακοίνωση των θαλάσσιων πάρκων, γνωρίζοντας ότι η Τουρκία θα αντιδρούσε, με κίνδυνο, όπως έλεγαν, να διαταραχθεί το κλίμα της Διακήρυξης των Αθηνών.
Επαναφέροντας, έτσι, τη γνωστή θέση όχι απλώς του κατευνασμού αλλά της υποχώρησης στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, προκειμένου να μην ενοχληθεί ο Ερντογάν και να μη… διαταραχθεί η μόνιμη αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία.
Ενώ όλο το σχέδιο για το θαλάσσιο πάρκο είναι ακόμη στα χαρτιά και είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα καθυστερήσει όσο είναι δυνατόν τη χωροθέτησή του προκειμένου να αποφευχθεί μια αντιπαράθεση με την Τουρκία, η διοίκηση παίρνει μέτρα με τα οποία τελικά, πριν ακόμη ιδρυθεί το πάρκο, θα έχει υπονομευθεί η ελληνική κυριαρχία επί κρίσιμων βραχονησίδων στο Αιγαίο.
Όπως έγινε γνωστό (από δημοσίευμα της «Καθημερινής»), με απόφαση του Δήμου Αστυπάλαιας δεν ανανεώθηκε η μίσθωση, που υπήρχε επί σειρά ετών, μιας σειράς βραχονησίδων σε τοπικό κτηνοτρόφο, ο οποίος είχε εγκατεστημένα μικρά κοπάδια σε τουλάχιστον πέντε νησίδες και βραχονησίδες και επισκεπτόταν καθημερινά τα κοπάδια του, εμπεδώνοντας έτσι την ελληνική κυριαρχία επί των συγκεκριμένων νησίδων. Επίσης, με την παρουσία του εκεί προσέδιδε στις βραχονησίδες τη δυνατότητα οικονομικής δραστηριότητας και ανθρώπινης παρουσίας, που είναι βασικά στοιχεία, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, για να έχουν αυτές οι νησίδες δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες. Οι βραχονησίδες στις οποίες είχε αναπτύξει την κτηνοτροφική δραστηριότητα ο βοσκός από την Αστυπάλαια ήταν η Σύρνα, η Ποντικούσα, η Οφιδούσα, οι Πλακίδες και τα Δύο Αδέλφια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νησίδες αυτές, με πρώτη τη Σύρνα, αμφισβητούνται από την Τουρκία, η οποία υποστηρίζει ότι δεν ανήκουν στην ελληνική κυριαρχία γιατί δεν αναφέρονται ονομαστικά στις συνθήκες.
Όμως, οι νησίδες αυτές, που έχουν κρίσιμη θέση, καθώς βρίσκονται δυτικά και νότια της Αστυπάλαιας, προσδίδουν σημαντικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα σε περίπτωση που υπάρξει, κάποτε, οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, καθώς εκτός των χωρικών υδάτων τους οι μεγαλύτερες από αυτές θα μπορούν, εφόσον αποδειχθεί ότι φιλοξενούν ανθρώπινη δραστηριότητα, να διεκδικήσουν και ΑΟΖ.
Όμως, τώρα αποφασίζεται η εγκατάλειψή τους από τον βοσκό της Αστυπάλαιας, εν αναμονή της ανακήρυξης του θαλάσσιου πάρκου, που κανείς δεν γνωρίζει πότε θα γίνει, αφήνοντας τις βραχονησίδες αυτές σε ένα «γκρίζο καθεστώς».
Να θυμίσουμε ότι στα Ίμια το ελληνικό κράτος επιδοτούσε επί χρόνια τον βοσκό Βεζυρόπουλο, προκειμένου να κρατήσει τα κοπάδια του στις δύο βραχονησίδες. Μάλιστα, ο ίδιος, όσο ζούσε, πήγαινε στα Ίμια, αλλά από τότε που πέθανε κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει τις δύο ελληνικές βραχονησίδες λόγω της αντίδρασης της Τουρκίας, που έχει μετατρέψει τις δύο βραχονησίδες σε «γκρίζα ζώνη».
Όταν έγινε γνωστή η πρόθεση της Αθήνας να προχωρήσει στη δημιουργία θαλάσσιου πάρκου, η Τουρκία απείλησε ευθέως ότι δεν θα δεχθεί τετελεσμένα, κάτι που μετέφερε στον Κυριάκο Μητσοτάκη ο Ταγίπ Ερντογάν, στη συνάντησή τους στην Άγκυρα, όχι επειδή διαφωνεί με τις περιβαλλοντικές δράσεις, αλλά γιατί πολύ απλά (όπως ανέφερε και η ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ) στην περιοχή υπάρχουν «αμφισβητούμενης κυριαρχίας» νησιά και νησίδες.
Μάλιστα, το τουρκικό ΥΠΕΞ αντιπρότεινε «συνεργασία» για την προστασία του περιβάλλοντος στην περιοχή. Με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα ήθελε να εμφανιστεί ως πρόθυμη για συνεργασία σε ένα πρόβλημα που ξεπερνάει τα σύνορα, αλλά με στόχο απλώς να συνδιαχειριστεί με την Ελλάδα περιοχές της ελληνικής κυριαρχίας τις οποίες αμφισβητεί και έτσι να εμπεδώσει μια εικόνα συνδιαχείρησης «αμφισβητούμενων περιοχών». Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι πριν από τρεις εβδομάδες η Άγκυρα διέρρευσε την απειλητική πληροφορία ότι θα ετοιμάσει και αυτή θαλάσσια πάρκα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου έτσι είτε να εκβιάσει την Αθήνα να αποδεχθεί τη συνεργασία είτε να απειλήσει ότι μπορεί τα θαλάσσια πάρκα της να επεκταθούν και σε περιοχές των ελληνικών βραχονησίδων που αμφισβητεί.
Όμως, εντύπωση προκαλεί ότι σε αυτήν τη συγκυρία και με αυτά τα δεδομένα επέλεξε να κάνει παρέμβαση το ΕΛΙΑΜΕΠ με άρθρο της διευθύντριάς του, καθηγήτριας Μαρίας Γιαβουνέλη (στο «Βήμα της Κυριακής»), με το οποίο λίγο – πολύ ασπάζεται την ιδέα της συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας για τα περιβαλλοντικά ζητήματα του Αιγαίου.
Η κ. Γιαβουνέλη, αφού υποβαθμίζει τη σημασία των ερευνών για υδρογονάνθρακες, επικαλείται το παράδειγμα της Γαλλίας και της Ισπανίας, που ενώ αντιδικούσαν για μια θαλάσσια περιοχή τελικά αποφάσισαν να συνεργαστούν για το περιβάλλον. Μια εντελώς απλουστευτική προσέγγιση, καθώς Γαλλία και Ισπανία δεν αμφισβητούσαν εδάφη η μία της άλλης, ούτε νησιά, όπως κάνει η Τουρκία.
Μάλιστα, η διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ υποστηρίζει ότι «η κοινή λογική (και η κοινή γνώμη) θεωρεί ότι η περιβαλλοντική προστασία είναι προνομιακό πεδίο συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών, μια και τους επιτρέπει να παρακάμψουν τα βαριά θέματα στα οποία διαφωνούν και να επικεντρωθούν σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος και συμφέροντος, στα οποία θα πρέπει να συμφωνούν. Φευ!». Αναγνωρίζοντας ότι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας αφορά πλέον και την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε ορισμένα νησιά, η διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ τονίζει ότι «είναι προφανές ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να μπει σε διαπραγμάτευση για τέτοιου είδους ζητήματα», διαπιστώνει, όμως, «ότι και αυτά ακόμη τα θέματα που είναι κατ’ εξοχήν ευεπίφορα σε κοινή συνεννόηση μετατρέπονται σε αντικείμενο διαφωνίας, με όρους περίπου νηπιαγωγείου, ο καθένας με τα κουβαδάκια του στην άμμο…».
Το ερώτημα, βεβαίως, που προκύπτει από τέτοιες προσεγγίσεις αφορά το πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται τη συνεργασία που προτείνουν. Να συνεργαστεί η Ελλάδα με την Τουρκία για περιβαλλοντικά προγράμματα μόνο εκεί που η δεύτερη αναγνωρίζει την ελληνική κυριαρχία, εξαιρώντας άλλες περιοχές που αμφισβητεί; Αυτό θα ήταν η πιο επίσημη αποδοχή της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών».
Οι θεωρητικές και ρομαντικές προσεγγίσεις δεν είναι πάντοτε αθώες ως προς το αποτέλεσμα το οποίο προκαλούν και, κυρίως, δεν λειτουργούν αφυπνιστικά για το τι επιδιώκει η Τουρκία, αλλά αποκοιμίζουν την κοινή γνώμη καλλιεργώντας την πεποίθηση ότι αντί να μπαίνουμε στη μύτη της Τουρκίας είναι καλύτερα να συνεργαστούμε μαζί της. Το πρόβλημα, για το οποίο δεν απαντούν, είναι ότι τη συνεργασία αυτή η Τουρκία τη θέλει και την επιδιώκει ως εργαλείο για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Και αυτό θα πρέπει να το αντιληφθούν και οι κυβερνώντες, πριν να είναι αργά. Ας ελπίσουμε ότι το ΕΛΙΑΜΕΠ δεν λειτουργεί ως λαγός της κυβέρνησης.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ