Μ. Κατρίνης στο “Π”: Για την αλλαγή που αξίζουμε σε Ελλάδα και Ευρώπη
Του
ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΡΙΝΗ
Βουλευτή ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Ηλείας,
Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου
Όποιος παρακολούθησε την πολιτική αντιπαράθεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν όψει των ευρωεκλογών θα διαπίστωσε ότι η χώρα στην οποία το πρόβλημα του κόστους ζωής βρίσκεται πιο ψηλά από όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είναι η Ελλάδα. Είναι κάποια γκρίνια των ελλήνων ψηφοφόρων, που δεν ικανοποιούνται με τίποτα από τα «σπουδαία επιτεύγματα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη; Δυστυχώς, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.
Όλα τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα κάνει πρωταθλητισμό στην Ευρώπη, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ αλλά και στην ακρίβεια, στον πληθωρισμό των τροφίμων και στο κόστος στέγασης. Εάν, ωστόσο, οι μισθοί και η αγοραστική δύναμη των πολιτών βρίσκονταν κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα υπήρχε τόσο μεγάλος λόγος ανησυχίας. Η Ελλάδα, όμως, σε αυτόν τον τομέα υποχωρεί όλο και περισσότερο, κινδυνεύοντας πολύ σύντομα να βρεθεί κάτω και από τη Βουλγαρία, που είναι ο ουραγός στη λίστα των 27 κρατών-μελών.
Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πέφτει εντυπωσιακά σε μια περίοδο κατά την οποία στη χώρα εισέρχονται χρηματοδοτήσεις και πόροι χωρίς ιστορικό προηγούμενο, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και των άλλων ευρωπαϊκών ταμείων, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η χώρα κάνει πρωταθλητισμό στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις. Τότε, αφού η πίτα της οικονομίας μεγαλώνει, γιατί τα κομμάτια μικραίνουν; Πού πάνε τα χρήματα;
Το βέβαιο είναι ότι δεν πάνε στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας ούτε στην αλλαγή του αναπτυξιακού της προτύπου. Δεν κατευθύνονται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην καινοτομία και στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Δεν πάνε στο Εθνικό Σύστημα Υγείας ή στην εκπαίδευση. Δεν δημιουργούν νέες, ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Παρά την εισροή πολλών δισεκατομμυρίων στη χώρα, η πραγματική ανάπτυξη της τελευταίας πενταετίας δεν ξεπερνάει το ισχνό 3,5%. Το υπόλοιπο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ οφείλεται στον πληθωρισμό και στην ακρίβεια, ενώ οι ξένες επενδύσεις που διαφημίζει η κυβέρνηση αφορούν κυρίως επενδύσεις στο real estate και στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Πού πάνε, επομένως, τα χρήματα; Μήπως σε λίγους και ισχυρούς; Μήπως χάνονται στη χοάνη της διαφθοράς, της αδιαφάνειας και του πελατειακού κράτους; Τέτοια ερωτήματα σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, στην οποία οι θεσμοί λειτουργούν, θα μπορούσαν να απαντηθούν αμέσως. Η Ελλάδα, όμως, δεν ανήκει σε αυτές τις κανονικές ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί σε ποια από αυτές θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς ότι η κυβέρνηση θα στεκόταν στη θέση της μετά την προκλητική συγκάλυψη ενός εγκλήματος όπως των Τεμπών ή ενός σκανδάλου παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων;
Και να μην ήθελε κάποιος να συνδέσει τα εσωτερικά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα με τις ευρωεκλογές, είναι τέτοιος ο χαρακτήρας αυτών των θεμάτων, που συνδέονται από μόνα τους, καθώς αποτελούν τον καθρέφτη της ευρωπαϊκής απόκλισης της χώρας από μια κυβέρνηση που παριστάνει τη φιλοευρωπαϊκή.
Μια κυβέρνηση που ζητάει εκ νέου λευκή επιταγή για να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο.
Σήμερα είναι μια σημαντική ευκαιρία για τους πολίτες να αποτελέσουν οι ευρωεκλογές το τέλος της αλαζονείας του συστήματος εξουσίας του Μαξίμου και την αρχή μιας πορείας ανατροπής του, με κατάληξη τις εθνικές εκλογές.
Να αναδείξουν το ΠΑΣΟΚ σε εκφραστή της σημερινής ευρείας κοινωνικής αντιπολίτευσης, της ξεχασμένης Ελλάδας.
Να αναδείξουν το ΠΑΣΟΚ σε πρωταγωνιστή μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής στη χώρα και σε μια ισχυρή δύναμη διεκδίκησης στην Ευρώπη.
Γιατί οι Ελληνίδες και οι Έλληνες και μπορούμε και αξίζουμε περισσότερα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ