Η προβολή επεκτατικών διεκδικήσεων από την Άγκυρα και η ελληνική σιωπή
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η Άγκυρα, παρά την υποτιθέμενη προσπάθεια αλλαγής κλίματος στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, προώθησε, κατά καθοριστικό τρόπο, τη διεκδίκηση και τη θεωρία της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας» και την εισήγαγε στη διδασκαλία της Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως.
Οι νέες δηλαδή γενεές θα γαλουχούνται με την ιδέα ότι η Τουρκική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ταυτίζονται με τη Γαλάζια Πατρίδα και φτάνουν ως τη Λιβύη, νότια της Κρήτης, καλύπτουν μεγαλύτερο μέρος από τα 3/4 της ΑΟΖ της Κύπρου και, προφανώς, μια λεόντεια μερίδα του Αιγαίου, με τη θεωρία ότι τα νησιά δεν έχουν δήθεν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και ότι ένας μεγάλος αριθμός μικρών νησιών και βραχονησίδων είναι δήθεν απροσδιορίστου κυριαρχίας και δεν είναι Ελληνικά.
Η ένταξη των ιδεών και των ισχυρισμών αυτών στα σχολικά προγράμματα έχει το νόημα ότι τα θέματα αυτά δεν είναι προς συζήτηση και προς διαπραγμάτευση, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των προβαλλομένων εθνικών δικαίων και της επίσημης εθνικής ιδεολογίας.
Η Ελλάδα δεν αντέδρασε. Έμεινε σιωπηλή, όπως και για άλλους Τουρκικούς ισχυρισμούς, για να μη χαλάσει το κλίμα και κατηγορηθεί ως δήθεν υπαίτια για την αποτυχία και της νέας προσπάθειας που άρχισε για τη μείωση της εντάσεως μεταξύ των δύο χωρών και την ενδεχόμενη βελτίωση των σχέσεών τους.
Μπορεί, όμως, κανείς, με όση δόση αυταπάτης και αν άγεται, να πιστεύει ότι μπορεί να γίνει βελτίωση των σχέσεων και κάποιου είδους εξομάλυνση, όταν η άλλη πλευρά όχι απλώς δεν υποχωρεί από τις αυθαίρετες και εκτός πάσης λογικής και διεθνούς δικαίου διεκδικήσεις της, αλλά τις καθιστά σχολικό ανάγνωσμα και εθνική κατήχηση στη νέα γενιά;
Θα έλεγε κανείς ότι η Τουρκία μπορεί να λέει στο εσωτερικό της και στην προπαγάνδα της ό,τι θέλει. Αυτό δεν δεσμεύει την Ελληνική πλευρά. Βεβαίως δεν τη δεσμεύει, αλλά την αφορά. Όταν μια χώρα προβάλλει διεκδικήσεις σε βάρος μιας άλλης, δεν είναι εσωτερικό της θέμα. Θίγει άμεσα τα δικαιώματα και τα εθνικά συμφέροντα της άλλης χώρας και η τελευταία δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλή. Οφείλει να αντιδράσει και να καταγγείλει στα διεθνή βήματα την πολιτική της Άγκυρας και τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς της, που απειλούν την ασφάλεια και την ειρήνη στην περιοχή.
Το χειρότερο, όμως, είναι η συνέχιση μιας κατευναστικής πολιτικής ως να μη συμβαίνει τίποτα. Οι παράλογες δηλαδή Τουρκικές διεκδικήσεις και πρακτικές που, αντί να παραμένουν, τουλάχιστον, λανθάνουσες για όσο χρόνο διαρκεί ο διάλογος, κλιμακώνονται προκλητικά, δεν επιφέρουν καμία Ελληνική αντίδραση, καταγγελία και αναστολή των υποτιθέμενων βημάτων για τη βελτίωση και την εξομάλυνση των σχέσεων.
Η Τουρκική πλευρά μπορεί δηλαδή να συνεχίζει και να κλιμακώνει τις αυθαίρετες αξιώσεις και διεκδικήσεις της χωρίς κανένα διπλωματικό κόστος και να επωφελείται, στις σχέσεις της ιδίως με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, της Ελληνικής υποστηρίξεως με άλλοθι τις υποτιθέμενες προσπάθειες εξομαλύνσεως των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Η Τουρκική πλευρά προσπαθεί επιπλέον, μέσα από την προκλητική προβολή και κλιμάκωση των αξιώσεών της, να οριοθετήσει, πάνω στη δική της πολιτική βάση, τον Ελληνοτουρκικό διάλογο και να σύρει την Ελληνική πλευρά σε συζήτηση και διαπραγμάτευση των Τουρκικών διεκδικήσεων.
Βλέπουμε, κατά την τελευταία περίοδο, πέρα από τις συμβολικές κινήσεις, όπως η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί, το Τουρκικό καθεστώς να θέτει προκλητικά:
• Θέμα «Γαλάζιας Πατρίδας»,
• Θέμα Τουρκο-Λιβυκού μνημονίου,
• Θέμα νήσων και νησίδων απροσδιορίστου δήθεν κυριαρχίας,
• Θέμα αφοπλισμού των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου,
• Θέμα θαλασσίων πάρκων στο Αιγαίο,
• Θέμα «Τουρκικής» μειονότητας στη Θράκη. Προσέθεσε εσχάτως και θέμα Τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα.
Από τον κατάλογο αυτό δεν λείπει, βεβαίως, η Κύπρος, όπου η Άγκυρα ζητά ανυποχώρητα «λύση» δύο «ισοτίμων» κρατών.
Κοντά σ’ αυτά, η Άγκυρα αναπτύσσει την προπαγάνδα για συνδιαχείριση του Αιγαίου και για «δίκαιη» δήθεν μοιρασιά του πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου, αφήνοντας στη σκιά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ΑΟΖ Ανατολικής Μεσογείου, αλλά ΑΟΖ των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, που διέπεται από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο.
Ο Ερντογάν αγνοεί περιφρονητικά το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και προβάλλει τις δικές του αυθαίρετες διεκδικήσεις, επιδιώκοντας είτε να επιβάλει στην Ελλάδα τη «συνεκμετάλλευση» είτε να την εμποδίσει να εξορύξει τους υδρογονάνθρακές της ακόμη και νότια της Κρήτης. Στην τελευταία περίπτωση εργαλειοποιεί το περίφημο Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο και χρησιμοποιεί την εγκάθετη κυβέρνηση της Δυτικής Λιβύης, υποστηρίζοντας δήθεν τις παράλογες ενστάσεις και διεκδικήσεις της. Προσφάτως, η τελευταία υπέβαλε διπλωματική διαμαρτυρία στην Ελληνική κυβέρνηση για έρευνες υδρογονανθράκων νότια της Κρήτης.
Το περίεργο είναι ότι η κυβέρνηση παραπέμπει συνεχώς την έναρξη γεωτρήσεων νότια της Κρήτης, με πρόσχημα την υποτιθέμενη ολοκλήρωση των ερευνών. Ερωτήματα επίσης προκαλεί η γενικότερη πολιτική για την εξόρυξη υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, με πρόσχημα οικολογικούς δήθεν λόγους και μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη.
Πριν την ενεργειακή κρίση, η πολιτική αυτή ήταν επίσημη κυβερνητική πολιτική. Υποτίθεται ότι άλλαξε μετά την ενεργειακή κρίση. Άλλαξε πραγματικά; Οι προϋποθέσεις που τίθενται, όπως η εξόρυξη, π.χ., του φυσικού αερίου, αλλά όχι του πετρελαίου, προκαλεί ερωτηματικά, εφόσον είναι γνωστό ότι δεν είναι πάντα εύκολος ο διαχωρισμός τους. Μεγαλύτερη όμως ανησυχία προκαλεί, όπως αναφέρθηκε, η συνεχής αναβολή των γεωτρήσεων. Το θέμα είναι μόνο τεχνικό ή υπάρχουν σ’ αυτό και ανομολόγητες πολιτικές διαστάσεις; Η ενδεχόμενη απεμπόληση των Ελληνικών υδρογονανθράκων, με οποιοδήποτε πρόσχημα, θα ήταν εθνικό έγκλημα και δεν πρέπει να το επιτρέψει ο Ελληνικός λαός.
Ως επιτομή των παραπάνω και λογικό συμπέρασμα, διαπιστώνεται η ανάγκη η Ελλάδα να μην παραμένει σιωπηλή απέναντι στην απροκάλυπτα επεκτατική Τουρκική πολιτική, με τη σκέψη ότι διασώζει έτσι μια «ηρεμία» η οποία, όμως, πληρώνεται ακριβά.
Η διαρροή του χρόνου, με τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις αυτές, δεν ευνοεί την Ελλάδα. Ευνοεί την άλλη πλευρά. Πολύ περισσότερο, που η ατολμία της Ελλάδος να ασκήσει τα δικαιώματά της αφήνει το πεδίο ελεύθερο στην Άγκυρα να προωθεί τις διεκδικήσεις της, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η Ελλάδα, παραμένοντας στα 6 ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα, αφήνει το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου να είναι διεθνή ύδατα και επιτρέπει στην Άγκυρα να δεσμεύσει, π.χ., μεγάλες περιοχές του κεντρικού Αιγαίου για να διεξαγάγει στρατιωτικές ασκήσεις. Η περίφημη επίσης δήλωση του σημερινού υπουργού Εξωτερικών για τα 6 μίλια χωρικών υδάτων, στην κρίση του 2020, με την οποία άφησε ουσιαστικά ακάλυπτη την Ελληνική υφαλοκρηπίδα και τα Ελληνικά δικαιώματα επ’ αυτής, απεθράσυνε την Τουρκική πλευρά. Η τελευταία θέλει να συρρικνώσει τα Ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο και να προβάλει μια εικόνα Ελληνοτουρκικής συνδιαχειρίσεως του Αιγαίου, αν όχι συνιδιοκτησίας, εκτός κάθε αναφοράς διεθνούς δικαίου.
Έχουμε όντως υπαρξιακό πρόβλημα με τη γειτονική χώρα και δεν έχει νόημα να καλλιεργείται οποιοσδήποτε εφησυχασμός, κατευνασμός και αυταπάτη.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ