Ευρωεκλογές σε κλίμα εθνικών εκλογών
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Στις 9 Ιουνίου, ημέρα Κυριακή, θα διεξαχθούν –και σε ευρωκοινοτικό επίπεδο– οι προβλεπόμενες εκλογές για την ανάδειξη των νέων εκπροσώπων των κρατών-μελών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παλαιός φίλος, όχι πολύ εξοικειωμένος με τα ευρωπαϊκά θέματα, με ρώτησε τι σημαίνει Ευρωεκλογές και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Πριν επιχειρήσω να του δώσω κάποια απάντηση, αντέστρεψα, σκόπιμα, το ερώτημα με την απλή παρατήρηση αν παρακολουθούσε στην τηλεόραση σχετικές συζητήσεις, δηλώσεις και τοποθετήσεις πολιτικών ηγετών, κομματικών εκπροσώπων και άλλων σχολιαστών ή εάν παραβρέθηκε σε κάποια συγκέντρωση με ομιλητές υποψηφίους ευρωβουλευτές. Απάντησε καταφατικά μόνο ως προς το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, με την παρατήρηση ότι από τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ και τις συζητήσεις δεν είχε καταλάβει σχεδόν τίποτα ως προς την ουσία του θέματος, δηλαδή τι σημαίνει Ευρωεκλογές και Ευρωκοινοβούλιο. Πρόσθεσε, σε κάπως ενοχλητικό και ερωτηματικό τόνο, γιατί να διεξάγονται όταν ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει και δεν ενημερώνεται για τη σημασία τους. Δεν είχε και πολύ άδικο. Πράγματι, παρακολουθώντας τις σχετικές καθημερινές τηλεοπτικές εκπομπές, δηλώσεις και αντιδηλώσεις πολιτικών προσώπων, τηλεσχολιαστών κ.ά., στον ακροατή δίδεται η εντύπωση ότι πρόκειται περί εθνικών και όχι ευρωεκλογών.
Με κάποιες ή ελάχιστες εξαιρέσεις, ουδέν το ουσιώδες αναφέρεται σε ό,τι αφορά το Ευρωκοινοβούλιο, την αποστολή και τις αρμοδιότητές του ή τον ρόλο των ευρωβουλευτών ως εθνικών εκπροσώπων. Η εντύπωση που δίδεται στο ευρύ κοινό και στους ψηφοφόρους είναι ότι εκείνο που προέχει είναι ο αριθμός των ψήφων που θα λάβει το κάθε κόμμα κατά τις επικείμενες ευρωεκλογές, που θα ερμηνευθεί και θα λειτουργήσει εν είδει δημοσκόπησης για τις προσεχείς εθνικές πολιτικές εκλογές, όπως και η απήχηση των κομμάτων στους πολίτες και στους ψηφοφόρους στην παρούσα στιγμή.
Και αν ο αριθμός των οπαδών και των ψηφοφόρων των κομμάτων –κοινοβουλευτικών ή όχι– διατηρείται ή αυξάνεται ή μειώνεται. Με ελάχιστες, επίσης, εξαιρέσεις, δεν γίνεται καμία αναφορά στο πώς λειτουργεί και ποια θέση κατέχει η Ευρωβουλή μεταξύ των άλλων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και αν επιβάλλονται θεσμικές μεταρρυθμίσεις κ.λπ. Σε παλαιότερο άρθρο μας –εν όψει των επερχόμενων τότε ευρωεκλογών– με τίτλο «Ευρωβουλή-Ευρωκοινοβούλιο» είχαμε αναφερθεί στον ρόλο και στις αρμοδιότητές του, κάτι που θα επαναλάβουμε εν συντομία.
Το Ευρωκοινοβούλιο ιδρύθηκε το έτος 1952, με σκοπό να χρησιμεύσει ως συμβουλευτικό όργανο και παρακολουθητής των δραστηριοτήτων της τότε ΕΟΚ. Το αρχικό σχέδιο του βασικού εμπνευστή για τη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης, του Γάλλου Ρομπέρ Σουμάν, δεν προέβλεπε θεσμικό Κοινοβουλευτικό Όργανο. Η δημιουργία του, αρχικά με διορισμένους εθνικούς αντιπροσώπους και αργότερα αιρετούς, συντελέσθηκε αργότερα, όταν η ΕΕ άρχισε να λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή και να αυξάνονται τα κράτη-μέλη, όπως και η σημασία και ο ρόλος της στον κόσμο. Το έτος 1979 διενεργούνται οι πρώτες καταγεγραμμένες ευρωεκλογές, με την Ελλάδα να συμμετέχει μετά το 1981, όταν κατέστη πλήρες μέλος, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Σήμερα, το Ευρωκοινοβούλιο απαρτίζεται από 750 αιρετά μέλη, με τους ευρωβουλευτές να είναι οργανωμένοι –κατά το πρότυπο των Εθνικών Κοινοβουλίων– σε οκτώ ομάδες, που εκφράζουν διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες. Στην παρούσα σύνθεση κυριαρχική θέση κατέχουν δύο παρατάξεις. Οι ανήκοντες στη συντηρητική παράταξη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και οι δυνάμεις της Προοδευτικής Κεντροαριστεράς. Αν και θεσμικά στερείται ουσιαστικών αρμοδιοτήτων –εκτός της συναπόφασης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των ετήσιων Προϋπολογισμών της Ένωσης–, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί ένα forum στο οποίο συζητούνται μείζονα θέματα κοινοτικού και διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως και οι κοινοτικές νομοθετικές προτάσεις, που στη συνέχεια εντάσσονται στις νομοθεσίες των κρατών-μελών. Ασφαλώς, σύγκριση με τα Εθνικά Κοινοβούλια, ως προς τις νομοθετικές αρμοδιότητες και ευρύτερα, δεν μπορεί να γίνει.
Παρά τις θεσμικές ατέλειες, αφού στερείται ουσιαστικών αρμοδιοτήτων, το Ευρωκοινοβούλιο ασχολείται με όλα, σχεδόν, τα θέματα που απασχολούν την ΕΕ και είναι παρόν σε όλες τις συζητήσεις πολιτικού χαρακτήρα και συμπεριφορών των κυβερνήσεων των χωρών-μελών. Παράδειγμα, το ψήφισμα που εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών δυνάμεων της Κεντροαριστεράς σχετικά με «Το Κράτος Δικαίου και την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα», που προκάλεσε πολλές συζητήσεις και σχόλια εντός και εκτός Ελλάδος.
Όπως επισήμανε σε σχετικό άρθρο του στο «ΠΑΡΟΝ» (19 Μαΐου 2024) ο ευρωβουλευτής Κώστας Αρβανίτης, μεγάλο μέρος των νόμων που ψηφίζονται στα Εθνικά Κοινοβούλια αφορά την ενσωμάτωση κοινοτικών αποφάσεων. Επίσης, πλείστα άλλα θέματα άμεσου ενδιαφέροντος, όπως η δημόσια υγεία, η οικονομική ανάπτυξη, τα δικαιώματα των εργαζομένων, το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό κ.ά. Οι σχετικές συζητήσεις και τα ψηφίσματα του ευρωκοινοβουλίου δεν περνούν απαρατήρητα, ούτε αγνοούνται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Η στέρηση θεσμικών αρμοδιοτήτων, οι υψηλές δαπάνες και το κόστος λειτουργίας του ωθούν πολλούς να διερωτώνται για τη χρησιμότητά του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήταν προτιμότερη η κατάργησή του. Ασφαλώς, πρόκειται για υπερβολές και υπεραπλουστεύσεις που δεν βρίσκουν πολλούς υποστηρικτές και ανταπόκριση. Δυστυχώς, το προεκλογικό κλίμα και η ατμόσφαιρα εν όψει των ευρωεκλογών ενισχύουν τις παραπάνω αρνητικές αντιλήψεις σχετικά με τη χρησιμότητα και τη συμβολή της Ευρωβουλής. Ελπίζεται ότι τα πράγματα θα αλλάξουν στο μέλλον και ότι οψέποτε αποφασισθεί να ξεκινήσουν οι διαδικασίες και οι συζητήσεις για την ολοκλήρωση της ΕΕ, με την απόκτηση κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας, να συμπεριληφθεί σε αυτές και η θεσμική αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Άλλωστε, κατά την αρχαιοελληνική ρήση, εκ του ατελούς αφορμώνται άπαντα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ