Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης – 29 Μαΐου 1453
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της Κωνσταντινούπολης, σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση.
Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην Ευρώπη, σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελές στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.
Απόρροια της Άλωσης ήταν η ανελέητη συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων στην Β. Αφρική και στην Κεντρική Ευρώπη. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης και της Εποχής των Ανακαλύψεων. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης.
Μωάμεθ Β΄
Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β΄, είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, ενώ κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούνταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, παράλληλα έτρεφε ενδιαφέρον για την αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομοθρήσκους του λογίους.
Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το Ρούμελι Χισάρ (ή Μπογάζ Κεσέν, στα τουρκικά «Λαιμοκόφτης»). Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολού-χισάρ), την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη[4]. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β΄ έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.
Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού της πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:
Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.
Ο Οθωμανικός στρατός
Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β΄ ήταν τουλάχιστον 150.000 άντρες. Σύμφωνα όμως με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 35.000-45.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 11.000 γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό. Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει την θαλάσσια περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωση της μόνο από την ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο που αποτελούνταν από 6 τριήρεις (οι οποίες αντί για τρεις παράλληλες σειρές κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, αυτές είχαν μία με τρεις κωπηλάτες), 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70 φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό από καΐκια και κότερα. Το μέγεθός του πρέπει να έφτανε τις 150 μονάδες. Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε με προσοχή τους αξιωματικούς που θα τον στελέχωναν, ενώ ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.
Όμως εκεί πού έδωσε την μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β΄ υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής. Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.
Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης
Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουάτικα πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης[16]. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500.
Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων.
Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Ανκόνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν.