Η επέλαση του παραλογισμού και της αφροσύνης στις διεθνείς σχέσεις
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ποτέ ο κόσμος δεν ήταν χωρίς προβλήματα και κρίσεις. Ακόμη, όμως, και ο Ψυχρός Πόλεμος, που υποτίθεται ότι έληξε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, το 1989, επιζητούσε μια ορισμένη ισορροπία και εγγυόταν την παγκόσμια ειρήνη, παρά τους περιφερειακούς πολέμους που μαίνονταν.
Η λογική αυτή του Ψυχρού Πολέμου προέκυψε από την απόρριψη ακραίων λύσεων. Προτεινόταν, π.χ., αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αξιοποίηση από τις ΗΠΑ του πυρηνικού μονοπωλίου, που είχε για ένα σύντομο διάστημα, για να αναχαιτίσει την άνοδο της Σοβιετικής Ενώσεως σε παγκόσμια δύναμη, με σφαίρα επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ απέρριψε εισηγήσεις του είδους αυτού και επεζήτησε μια ισορροπία δυνάμεων, που εκφράσθηκε, μεταξύ άλλων, με τη Συμφωνία της Γιάλτας. Ο ίδιος όμως πρωτοστάτησε, με τον χάρτη του Ατλαντικού, και στο γκρέμισμα των αποικιακών αυτοκρατοριών και στη δημιουργία, με τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, ενός πυρήνα συστημικής διεθνούς ζωής και ισορροπίας.
Εάν συγκρίνει κανείς την άμεση Αμερικανική μεταπολεμική ζωή με τη σημερινή, θα αναρωτηθεί τι ακριβώς επιδιώκει σήμερα η Αμερικανική πολιτική; Να διορθώσει το «λάθος», που πιστεύει ότι έγινε μεταπολεμικά, με τη μη επιδίωξη από τις ΗΠΑ της διεθνούς μονοκρατορίας; Εάν αυτό είναι το σκεπτικό που εμπνέει την Αμερικανική πολιτική στην Ουκρανία, τα πράγματα, προφανώς, είναι πολύ ανησυχητικά και επικίνδυνα, γιατί ο κόσμος σήμερα είναι πολύ διαφορετικός, είναι πολυπολικός και η εξέλιξη της τεχνολογίας ενέχει εγγενώς κινδύνους αυτοκαταστροφής.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ο πολιτικός παραλογισμός και μια ορισμένη αφροσύνη που έχει επικρατήσει κατ’ αρχάς στο Αμερικανικό πολιτικό σύστημα και κατά δεύτερο λόγο στα Ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα. Η υποβάθμιση του Αμερικανικού πολιτικού συστήματος φαίνεται στην ποιότητα και στην αναξιοπιστία των δύο σημερινών υποψηφίων για το Προεδρικό αξίωμα. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι αποφάσεις της μεγάλης αυτής χώρας επηρεάζουν καθοριστικά τις παγκόσμιες υποθέσεις, αναρωτιέται πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει σ’ αυτά τα πρόσωπα για μια στοιχειώδη ασφαλή πορεία του κόσμου, τόσο στον τομέα της ασφάλειας και της ειρήνης όσο και της οικονομίας.
Είναι προφανές ότι ακόμη και οι βασικές αρχές που ετέθησαν, μεταπολεμικά, ως στοιχειώδεις κανόνες του διεθνούς συστήματος, δεν ισχύουν πλέον ή παραμερίζονται και αχρηστεύονται σταδιακά. Η παρακμή στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος συμπορεύεται με τη φθορά των αξιών, που υπονομεύονται είτε από έναν ακατάσχετο σχετικισμό είτε από μια ύπουλη «πολιτική ορθότητα», που συγκαλύπτει την υφαρπαγή της εξουσίας από τον πολίτη με μια δήθεν τήρηση του δεοντολογικά «ορθού». Μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, παρακολουθεί κανείς τη συνεχή κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, με άλλοθι τη Ρωσική επιθετικότητα, την οποία όμως κατέστησαν αναπόφευκτη, με την αδιάλλακτη επιμονή τους για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Η Ευρώπη θα έπρεπε λογικά να διαδραματίσει έναν ρόλο αναχαιτιστικό, μετριάζοντας την ένταση και τους στόχους της συγκρούσεως. Γιατί δεν ήταν δυνατό να βρεθεί μια ειρηνική, συμβιβαστική λύση στην Ουκρανία; Γιατί θα έπρεπε η Ευρώπη να συνασπισθεί, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, κατά της Ρωσίας; Γιατί πρέπει να απομονωθεί η Ρωσία από την Ευρώπη, με την οποία έχει από αιώνες σχέσεις και επιρροή; Θα υπενθύμιζε κανείς την επεκτατική πολιτική της Τσαρικής πρώτα Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενώσεως μετά. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά είναι αλήθεια επίσης ότι η Ρωσία έπεσε δύο φορές θύμα εισβολής από μια συνασπισμένη Ευρώπη. Είναι αλήθεια επίσης ότι δεν υπήρξε μόνο Ρωσικός και Σοβιετικός επεκτατισμός. Υπήρξαν επεκτατισμοί και άλλων χωρών, όπως, κατά πρώτο λόγο, ο Γερμανικός.
Προκαλεί θυμηδία σήμερα μια μικρή χώρα, όπως η Σουηδία, να εξαγγέλλει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ύψους 6,2 δισ. ευρώ, μέχρι το 2026. Η Σουηδία είναι και αυτή μια χώρα, που εισέβαλε στο παρελθόν στη Ρωσία και έφτασε μέχρι τη Μόσχα. Απωθήθηκε τελικά από τον Πέτρο τον Μέγα, με την ήττα της στη μάχη της Πολτάβας. Από τότε είχε προκρίνει την ουδετερότητα, την οποίαν εγκατέλειψε προσφάτως. Η Σουηδία ήταν μια χώρα-πρότυπο για το δημοκρατικό καθεστώς της και το κοινωνικό της κράτος. Επηρεασμένη, όμως, από την παγκοσμιοποίηση, την οποία είχε δεχθεί ως δήθεν προοδευτική πολιτική, υπερέβαλε στην πολιτική των ανοικτών θυρών στη μετανάστευση.
Το μεγαλύτερό της πρόβλημα σήμερα, όσο και αν θέλει να μην το προβάλλει, είναι οι συνέπειες στην κοινωνία της από την άκριτη παράνομη μετανάστευση, Μουσουλμάνων κατά κύριο λόγο. Παρόμοια είναι τα προβλήματα και πολλών άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ αυτών της Ελλάδος και της Κύπρου. Η κατάσταση αυτή φέρνει στον νου τα λόγια του πρώην Γάλλου Προέδρου της Δημοκρατίας Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν: «Ανησυχούσαμε και προετοιμαζόμασταν ν’ αποκρούσουμε Ρωσική εισβολή στην Ευρώπη, με κανόνια και άρματα. Η εισβολή όμως μας ήρθε, ως εισβολή παρανόμων μεταναστών, από τον Νότο»!
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα έχει το δικό της μερίδιο των κινδύνων, που προέρχονται παγίως από την άσπονδη «φίλη» μας στ’ ανατολικά, αλλά και όχι μόνον. Δεν αποτελεί έκπληξη η νέα εξέλιξη που προέκυψε με τα Σκόπια, μετά την εκλογική επιτυχία του VMRO. Οι αρχιτέκτονες της εγκληματικής συμφωνίας των Πρεσπών προσπαθούν να δικαιολογηθούν, υπογραμμίζοντας την υποστήριξη της Συμφωνίας και από τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η κυβέρνηση συμπορεύεται με τους υψηλούς προστάτες που επέβαλαν τη Συμφωνία. Αυτό όμως δεν αθωώνει τους πρωτεργάτες. Η αναγνώριση Μακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας είναι αδιανόητη υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς που επικυρώνει την ιστορική πλαστογραφία του Τίτο και συντηρεί και διαιωνίζει τον «αλυτρωτισμό» των Σκοπιανών.
Οι δηλώσεις ότι η παρασπονδία των Σκοπιανών θα τους κλείσει τον δρόμο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως δεν αρκούν. Η παραβίαση της συμφωνίας είναι αιτία ακυρώσεως. Η Ελλάδα δεν πρέπει να πτοείται από τη συγχορδία των προκλήσεων από τους γείτονές της, την Τουρκία, τα Σκόπια, την Αλβανία του Ράμα και εσχάτως το φιλοτουρκικό καθεστώς της Δυτικής Λιβύης. Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι η περίεργη εμμονή της κυβερνήσεως σε μια πολιτική κατευνασμού, ενώ χρειάζεται μια άλλη, σαφής πολιτική και στρατηγική, που να στέλνει τα κατάλληλα μηνύματα ότι η Ελλάδα θα προασπίσει, όπως αρμόζει, τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ