Ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και εθνική ανεξαρτησία – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
Πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]
Με αφορμή την αστάθεια που επιδεικνύεται στην αγορά από τις μεταβολές των τιμών, όπως αυτές αποτυπώνονται στον δείκτη, η κυβερνητική πολιτική ακολουθεί διάφορα μονοπάτια για να περιορίσει την ακρίβεια. Αφού πέρασε ειδικές φορολογικές επιβαρύνσεις στις εταιρείες πετρελαιοειδών και ενέργειας, αφού έκανε ελέγχους στην εμπορία και στα ποσοστά κέρδους που διαμορφώνονται στο οργανωμένο εμπόριο, πρόσφατα, μέσω της επιστολής του πρωθυπουργού στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τεκμηριώθηκε η άποψη της ευθύνης των πολυεθνικών στην επίπτωση της τιμολογιακής τους πολιτικής σ’ αυτό που τεχνικά ορίζεται ως «άσκηση περιφερειακή διακριτικής τιμολόγησης». Η πώληση του ιδίου προϊόντος σε διαφορετική τιμή σε διαφορετικές χώρες της ΕΕ, σε επίπεδο τέτοιο που να μη δικαιολογείται από το σχετικό κόστος εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων αγορών.
Σε απλά ελληνικά, η ακρίβεια ήταν αποτέλεσμα της κρίσης λόγω πολέμου στην Ουκρανία, συνεχίστηκε ως επακόλουθο – δευτερογενές αποτέλεσμα του πολέμου και σήμερα πλέον οφείλεται στην άσκηση μονοπωλιακής δύναμης των πολυεθνικών στις επιμέρους αγορές της περιφέρειας.
Σκοπός μας δεν είναι προφανώς να αμφισβητήσουμε την εγκυρότητα της συγκεκριμένης παρέμβασης, ούτε βέβαια και τη σπουδαιότητα που έχει αυτή η επιχειρηματική δράση των πολυεθνικών στον δείκτη τιμών καταναλωτή και στη συντήρηση της ακρίβειας. Αντικείμενό μας είναι να αξιολογήσουμε γιατί και σε ποιον βαθμό η κυβέρνηση αποφάσισε να αλλάξει πολιτική και από την περίοδο της αντιμετώπισης της ακρίβειας με εθνικά μέσα (επιδοτήσεις, μεταβολές των συντελεστών κέρδους, ελέγχους ποσοστών κέρδους παραγωγών) προχώρησε σε παραπομπή των ενεργειών της σε ευρωπαϊκά επίπεδα.
Και πάλι σε απλά ελληνικά, το ερώτημα που μπαίνει έχει να κάνει με την παραχώρηση του δικαιώματος της ανεξάρτητης οικονομικής δράσης, θεωρώντας ότι σε σχέση με τις πολυεθνικές η αρμοδιότητα έχει ήδη παραχωρηθεί στην ΕΕ. Πώς προσδιορίζονται, λοιπόν, οι βαθμοί ελευθερίας της εκάστοτε κυβέρνησης στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο; Και πώς ορίζουμε τι είναι διευρωπαϊκή τιμολογιακή πολιτική σε επίπεδο χωρών-μελών και τι είναι σε εθνικό επίπεδο; Και αν δεχτούμε ότι αυτό είναι εφικτά προσδιορίσιμο, τι συνεπάγεται για άλλες πολιτικές, π.χ., για τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών σε διακρατικό επίπεδο;
Με αφορμή λοιπόν τις επερχόμενες ευρωεκλογές και τον τρόπο που η χώρα αντιμετώπισε τις διεργασίες ρύθμισης και εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους σε σχέση με την εφαρμογή των Μνημονίων, ας προβληματιστούμε για λίγο.
Κατ’ αρχήν, η προαναφερθείσα επιστολή μάς δεσμεύει ή, καλύτερα, αναγνωρίζει ότι ως χώρα δεσμευόμαστε στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής σε τρία επίπεδα.
Πρώτον, ότι έχουμε εμμέσως αναλάβει την ευθύνη να δεσμευθούμε ως χώρα στην εφαρμογή των στόχων του μακροπροθέσμου δημοσιονομικού προγράμματος. Για παράδειγμα, αν ένα σημαντικό τμήμα της πληθωριστικής μεταβολής των τιμών προκύπτει από την άσκηση του μονοπωλιακού πλεονεκτήματος των πολυεθνικών έναντι των εγχώρια παραγόμενων ανταγωνιστικών αγαθών, οι όποιες αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς ή άλλους οικονομικούς στόχους δεν θα έπρεπε να επιβαρύνουν την εθνική αξιοπιστία.
Δεύτερον, η συγκριμένη θέση δεν αφορά τη συγκεκριμένη κυβέρνηση αλλά και κάθε άλλη που, εκ των πραγμάτων και μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια, μπορεί να προκύψει. Η συνέχεια του κράτους δεν πρέπει να αποδίδει τις ευθύνες και τα σφάλματα της οικονομικής πραγματικότητας σε συγκεκριμένες πολιτικές και κυβερνητικές οντότητες. Για παράδειγμα και πάλι, όταν, μεσούσης της παγκόσμιας κρίσης, η χώρα δανειζόταν από τη διεθνή χρηματαγορά με επιτόκια επιπέδου τότε της Γερμανίας, η ευθύνη σε κάποιον βαθμό –μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία– αναλογούσε και στον χείριστο, αν όχι αδιάφορο, έλεγχο του πιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης από την ΕΚΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πρόσφατο βιβλίο που κυκλοφόρησε για την κρίση και την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους η συνέχεια του κράτους-μέλους της Ευρωζώνης δεν αξιολογήθηκε σε σχέση με τις τότε ή με τις προ κρίσης κυβερνήσεις. Αξιολογήθηκε με τη μελλοντική δυνατότητα της οικονομίας να είναι αξιόπιστη και ανθεκτική στις όποιες τυχαίες μεταβολές.
Έτσι και σήμερα, λοιπόν, η κυβέρνηση ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι ως χώρα δεν είμαστε διατεθειμένοι να επιβαρυνθούμε για σφάλματα ανεπαρκούς άσκησης κοινοτικής πολιτικής, εξαιτίας της αδυναμίας ελέγχου και παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Τρίτο, ίσως και το σπουδαιότερο, αναγνωρίζουμε ότι το εθνικό πλαίσιο απόδοσης ευθυνών στην άσκηση αλλά και στους περιορισμούς της οικονομικής πολιτικής ελέγχεται και συρρικνώνεται ή/και διευρύνεται από τα κοινοτικά πλαίσια. Όπως, για παράδειγμα, δεν μπορούμε να λειτουργούμε εκτός κοινοτικών ορίων σε θέματα κανόνων λειτουργίας, ηθικής και διεθνών συμβάσεων, έτσι και δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να επιβάλλουμε ποσοτικούς περιορισμούς και δασμούς σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Δεν μπορούμε να ασκούμε κανόνες δικαίου σε εθνικά πλαίσια, όταν δεν έχουμε την έγκριση από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα. Δεν μπορούμε να παρεμβαίνουμε στους ευρωπαϊκά ισχύοντες κανόνες διεθνούς εμπορίου ανάλογα με τα εθνικά συμφέροντα.
Στη συγκεκριμένη λογική, λοιπόν, αργά αλλά σταθερά, η κυβέρνηση εισάγει ένα τεράστιο κατά τη γνώμη μας πολιτικό γίγνεσθαι. Η εθνική οικονομική πολιτική, από τη στιγμή που μπήκαμε στη ζώνη του ευρώ, είναι υποχρεωμένη να συμπεριφέρεται και να ακολουθεί κανόνες αλληλεγγύης που έχουν προκύψει μέσα από τις ομόφωνες κοινοτικές διαδικασίες.
Το τελευταίο αυτό σημείο είναι ισχυρό και επηρεάζει την ατομική μας επιλογή στις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές. Όχι τόσο ως προς την κομματική μας επιλογή όσο κυρίως στη σχετική μας επιλογή για εκείνους τους υποψηφίους που θα επιλέξουμε. Οφείλουν να γνωρίζουν ότι το βασικό στοιχείο των αρμοδιοτήτων τους θα είναι να διαμορφώνουν και να κατανοούν άμεσα τα οφέλη αλλά και τις ζημίες που συνεπάγεται η όποια θέση διαμορφωθεί στην πολιτική ομάδα που θα ανήκουν στο Ευρωκοινοβούλιο. Και παράλληλα θα πρέπει να επηρεάζουν τις εθνικές θέσεις των κομμάτων τους στη δεδομένη θέση της ΕΕ.
Ο δρόμος τους είναι από την ΕΕ προς τη χώρα και όχι αντίστροφα. Η θέση τους θα είναι θέση αλληλεγγύης ως προς τα αδελφά κόμματα της ομάδας που θα ανήκουν και ως προς το κόμμα που θα εκπροσωπούν. Η θέση τους ως προς την ηγεσία αλλά και τις απόψεις των εθνικών κομμάτων που εκπροσωπούν θα είναι θέση αντιπαλότητας ή, καλύτερα, θέση μετεκπαίδευσης στις επερχόμενες θεσμικές αλλαγές στη χώρα. Ας μην ξεχνάμε ότι το εθνικό δίκαιο της επόμενης δεκαετίας αλλά και οι κανόνες λειτουργίας του κράτους θα προσδιορίζονται και θα ελέγχονται όλο και περισσότερο από την ευρωπαϊκή «νομενκλατούρα».
ΤΟ ΠΑΡΟΝ