Οι επικίνδυνες συνέπειες μιας υποτελούς πολιτικής στα Βαλκάνια και της κατευναστικής πολιτικής στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ανέκυψε αιφνιδίως κρίση στις σχέσεις μας με την Αλβανία και τα Σκόπια. Το «αιφνιδίως» είναι σχήμα λόγου, γιατί, στην πραγματικότητα, τα όσα γίνονται από τις δύο χώρες σε βάρος της Ελλάδος δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη. Για όσους παρακολουθούν τα πολιτικά πράγματα των χωρών αυτών ήταν αναμενόμενα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Στη δεκαετία του ’90, η Ελλάδα, υποκύπτοντας σε Αμερικανικές πιέσεις της υπουργού ειδικότερα Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, δέχθηκε να φιλοξενήσει στο έδαφός της μέχρι ένα εκατομμύριο περίπου Αλβανούς, για να βοηθήσει τη χώρα αυτή, που ήταν μπλεγμένη σε πόλεμο με τη Σερβία για το Κοσσυφοπέδιο. Το ΝΑΤΟ είχε ήδη επέμβει με βομβαρδισμούς κατά της Σερβίας και ο εμφύλιος πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας ήταν σε πλήρη εξέλιξη, από τη Βοσνία έως την Κροατία.
Ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, αντί να δώσει πράσινη κάρτα στους Αλβανούς που έσπευσαν να μπουν, απρόσκλητοι, στην Ελλάδα, τους άφησε να εγκατασταθούν μόνιμα και να φέρουν και τις οικογένειές τους, εγκαινιάζοντας τις νέες πολιτικές που συμβούλευε και υπεστήριζε η παγκοσμιοποίηση. Τότε, το 1997, άρχισε ο ίδιος να μιλά επισήμως για μετατροπή της Ελλάδος σε «πολυπολιτισμική» χώρα. Λίγο αργότερα, το 2003, αξιοποίησε την Ελληνική Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να προωθήσει την πολιτική για το άσυλο και τη μετανάστευση ως Ευρωπαϊκή αρμοδιότητα και να θεσπίσει τις δύο πρώτες Ευρωπαϊκές Οδηγίες περί Μονίμως Διαμενόντων Μεταναστών και περί Οικογενειακής Επανενώσεως.
Η πολιτική αυτή, δυστυχώς, δεν ανεκόπη από τις επόμενες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ. Συνεχίσθη και επεξετάθη σε πολλές άλλες χώρες, προς μεγάλη ικανοποίηση της Άγκυρας, που άρπαξε την ευκαιρία για την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, με στόχο την εγκατάσταση στην Ελλάδα Μουσουλμανικών πληθυσμών και τη διάβρωση της εθνικής συνοχής της.
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι εμφανή σ’ όλη τη χώρα και ήρθε να μας τα υπενθυμίσει προκλητικά, μέσα στην ίδια την Αθήνα, ο Αλβανός πρωθυπουργός Ράμα. Μίλησε για Αλβανούς συνιδιοκτήτες της Ελλάδος, υπαινισσόμενος την απόδοση σε μεγάλο μέρος των Αλβανών της Ελληνικής υπηκοότητας και όλων των σχετικών πολιτικών δικαιωμάτων και αφήνοντας ανοικτό το θέμα της εθνικιστικής συσπειρώσεως των Αλβανών και της πολιτικής οργανώσεώς τους.
Αντί δηλαδή η Ελλάδα να έχει ένα πολιτικό πλεονέκτημα από το γεγονός ότι δέχθηκε στο έδαφός της και απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς εργαζομένους, προκαλείται από τον ίδιο τον Αλβανό πρωθυπουργό, ο οποίος εκμεταλλεύεται ασύστολα τα δικαιώματα που ανεγνώρισε και έδωσε η Ελλάδα στους Αλβανούς εργαζομένους για να τους γαλβανίσει ανθελληνικά και να τους εργαλειοποιήσει κατά της Ελλάδος. Πολύ χειρότερα ακόμη, για να τους χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στη γηγενή Ελληνική εθνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου, την οποία επιδιώκει να συρρικνώσει και να εξαλείψει.
Όταν ζούμε στα Βαλκάνια, με τη μακρά ιστορία των διενέξεων για τις εθνικές μειονότητες, δεν θα έπρεπε, λογικά, να είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε ότι η διάσπαση της εθνικής συνοχής της χώρας, με τη δημιουργία άτυπων εθνικών και θρησκευτικών «μειονοτήτων» στο έδαφός της, είναι νάρκη στα ίδια τα θεμέλιά της και στο εθνικό της μέλλον.
Οι σχέσεις όμως με την Αλβανία πρέπει να επανεξετασθούν πάνω σε γενικότερη βάση. Η Ελλάδα, υποχωρώντας σε πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, που ενδιαφέρονται, για γεωπολιτικούς λόγους, για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς, δέχθηκε, π.χ., την ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ, χωρίς να επιλύσει προηγουμένως, π.χ., το θέμα της οριοθετήσεως της ΑΟΖ με την Ελλάδα. Ο σημερινός πρωθυπουργός της Αλβανίας είναι αυτός που πρωτοστάτησε στην ακύρωση της συμφωνίας που είχε επιτευχθεί. Με την ίδια λογική, η Ελλάδα υποστηρίζει την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ, χωρίς να θέτει ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η πρώην υπουργός Εξωτερικών και αδελφή του πρωθυπουργού πρωτοστάτησε μάλιστα, προσφάτως, υπέρ του Κοσσυφοπεδίου.
Παρόμοια είναι η πολιτική με τα Σκόπια. Η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διέπραξε το ανοσιούργημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παλαιά και νέα, προσπαθεί μάλιστα να παρουσιάσει ως δείγμα μεγάλης και «τολμηρής» πολιτικής.
Οι Σκοπιανοί κατόρθωσαν, με Αμερικανική υποστήριξη, να αναγνωρισθούν ως δήθεν Μακεδόνες, με «Μακεδονικό» έθνος και «Μακεδονική» γλώσσα. Το εθνικό αυτό όνειδος δεν παραγράφεται ποτέ, γιατί πλαστογραφεί την ιστορία και την αλήθεια και προσβάλλει άμεσα την εθνική Ελληνική κληρονομιά. Το άκρον άωτον του παραλογισμού αυτού είναι τα καμώματα της Σκοπιανής ηγεσίας που βλέπουμε σήμερα, μετά την εκλογική νίκη του VMRO.
Η Πρόεδρος του κρατιδίου θέλει να αποσείσει από το όνομα της χώρας της τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια Μακεδονία» και να την αποκαλεί απλώς «Μακεδονία», παραβιάζοντας κατάφωρα και αυτήν ακόμη τη λεόντεια υπέρ τους Συμφωνία των Πρεσπών.
Η σημερινή κυβέρνηση είχε διαφωνήσει, υποτίθεται, ως κόμμα με την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Στην πραγματικότητα, όμως, υπηρετεί την ίδια υποτακτική πολιτική. Για τον Ελληνικό λαό, η Συμφωνία αυτή είναι άκυρη και ανυπόστατη, γιατί η πραγματική Μακεδονία είναι μία και Ελληνική.
Η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει την ανεδαφική πολιτική της άνευ πραγματικών προϋποθέσεων υποστηρίξεως της εντάξεως των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει επίσης να μη διολισθήσει σιωπηρά στην ανοχή της εγκαταλείψεως από τα Σκόπια του erga omnes, της χρησιμοποιήσεως δηλαδή του σύνθετου ονόματος για όλες τις χρήσεις, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Το τρίτο μέτωπο της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν είναι άσχετο με τα άλλα δύο μέτωπα. Η Άγκυρα έχει μεγάλες βλέψεις στα Βαλκάνια και επιδιώκει να καταστήσει τις δύο αυτές χώρες δορυφόρους της στα Βαλκάνια, σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις που έχει στο Κοσσυφοπέδιο και στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη.
Το ανησυχητικό με την πολιτική της σημερινής κυβερνήσεως είναι ο αφόρητος κατευνασμός που τη διαπνέει και ο εφησυχασμός που δημιουργεί στην Ελληνική κοινή γνώμη, την ίδια στιγμή που εντείνεται από την άλλη πλευρά η αμφισβήτηση του status quo, η προβολή παράλογων και ακραίων διεκδικήσεων και η στρατιωτική προετοιμασία για δυναμική στήριξη αυτών των διεκδικήσεων.
Ασφαλώς, είναι ευπρόσδεκτη η νηνεμία. Ποια αξία όμως έχει όταν συγκαλύπτει μια στρατηγική ανατρεπτικών διεκδικήσεων; Πού οδηγεί το καλλιεργούμενο κλίμα συνεργασίας και καλών σχέσεων, όταν παραλλήλως εισάγεται, π.χ., στα σχολεία η διδασκαλία της «Γαλάζιας Πατρίδας» και προβάλλεται απροκάλυπτα η διεκδίκηση του μισού Αιγαίου; Όταν διεκδικείται ανυποχώρητα στην Κύπρο μια δήθεν «λύση» δύο κρατών; Όταν είναι καταφανής επίσης μια εσπευσμένη και τεράστια στρατιωτική προετοιμασία, με στόχο την κατάκτηση Τουρκικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος στο Αιγαίο;
Θα πρέπει η Ελλάδα, ενώπιον των κατάφωρων αυτών Τουρκικών επεκτατικών πολιτικών, να παραμένει σιωπηρή και να συγκαλύπτει την Τουρκική επιθετικότητα με δηλώσεις φιλίας και συνεργασίας και με υποστήριξη των Τουρκικών σχέσεων με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση; Θα πρέπει επίσης να παραμένει αδρανής και να μην ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά της, όταν η Άγκυρα προτρέχει και αμφισβητεί τα δικαιώματά της;
Για μια χώρα που σέβεται τον εαυτό της και μεριμνά για τα συμφέροντά της, δεν θα έπρεπε λογικά να υπάρχει κανένα δίλημμα. Η ανοχή και η αδράνεια λειτουργούν σε βάρος της χώρας και της αναγκαίας ετοιμότητάς της.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: euractiv.gr