Σοβαρές οι συνέπειες από τις ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό

Σοβαρές οι συνέπειες από τις ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό

Η ΕΠΑΡΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΣΩΖΕΙ ΖΩΕΣ

–Μόλις 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ

Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ


Η νοσηλευτική υποστελέχωση στην Ελλάδα αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα, με τις ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού να αγγίζουν –και σε πολλές περιπτώσεις να ξεπερνούν– τα όρια επικινδυνότητας, εκθέτοντας σε κίνδυνο τους ασθενείς αλλά και το νοσηλευτικό προσωπικό.

Την τραγική κατάσταση που υπάρχει στα δημόσια νοσοκομεία εξαιτίας της έλλειψης νοσηλευτικού προσωπικού ανέδειξε με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Νοσηλευτών η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Νοσηλευτικού Προσωπικού (ΠαΣΟΝοΠ). Στις περιοδικές εκθέσεις που δημοσιεύονται από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις, με μόλις 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, τη στιγμή που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 9,2 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με την Έκθεση του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΚΕΠΥ) με τίτλο «Η εξέλιξη του υγειονομικού προσωπικού στα νοσοκομεία του ΕΣΥ πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας», την περίοδο 2009 – 2015 το προσωπικό του ΕΣΥ μειώθηκε κατά 20% (18.869 θέσεις εργασίας, από τις οποίες το 50% αφορούσε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού), ενώ κατά τη χρονική περίοδο 2015 – 2019 έγινε μερική αποκατάσταση των απωλειών με 5.581 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων το 23% αφορούσε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού.

Επίσης, γίνεται αναφορά στην αλλαγή των σχέσεων εργασίας. Για παράδειγμα, κατά τη χρονική περίοδο 2019 – 2022 οι προσλήψεις αφορούσαν κατά κανόνα επικουρικό και ορισμένου χρόνου προσωπικό και όχι μόνιμες προσλήψεις (μόλις 321 νέες θέσεις μόνιμης εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας). Όπως πολύ καλά τονίζεται στην έρευνα του ΚΕΠΥ: «Η στασιμότητα των μόνιμων θέσεων εργασίας στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και η αντικατάστασή τους με επικουρικό προσωπικό ξεκίνησε ήδη από το 2017 και έγινε κυρίαρχη πρακτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Συνιστά δε ανησυχητική εξέλιξη με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ποιότητα και συνέχεια των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ».

Ακόμη και με την προσθήκη των επαγγελματιών υγείας (ιατρών, νοσηλευτών κ.λπ.) που είχαν προσληφθεί για ενίσχυση του ΕΣΥ λόγω πανδημίας, το δημόσιο ελληνικό νοσοκομείο «νοσεί» καθημερινά λόγω των σημαντικών αυτών ελλείψεων.

Όπως επισημαίνει η ΠαΣΟΝοΠ, η πραγματικότητα στη χώρα μας μιλά από μόνη της. Ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ αναφορικά με τον δείκτη αναλογίας νοσηλευτών ανά κλίνη ανέρχεται στο 2,3, στην Ελλάδα σύμφωνα με έρευνα του 2018 διαμορφώνεται σε 0,47 για τους νοσηλευτές ΠΕ-ΤΕ και σε 0,83 αν συ­μπεριληφθούν όλες οι βαθμίδες νοσηλευτικού προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2022, σε 0,88 νοσηλευτές ανά κλίνη.

Ταυτόχρονα, το νοσηλευτικό μας προσωπικό γερνά, επιβαρύνεται, δεν ανανεώνεται. Καλείται να εκτελεί εξουθενωτικές βάρδιες, διπλοβάρδιες, πολλά νυχτερινά ωράρια. Να εργάζεται σε επισφαλείς συνθήκες, που παραβιάζουν συχνά τα νόμιμα και προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και όλα αυτά με ανοχή, υπομονή, επαγγελματισμό και περίσσευμα ανθρωπιάς. Η εξακολούθηση, όμως, τέτοιων συνθηκών απασχόλησης του νοσηλευτικού προσωπικού μειώνει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και καθιστά ευάλωτους τους τελικούς αποδέκτες αυτών, τους ίδιους τους ασθενείς.

Βάσει στοιχείων της ΠαΣΟΝοΠ αλλά και δημοσιευμένων μελετών, το 25% περίπου των οργανικών θέσεων νοσηλευτικού προσωπικού στο δημόσιο σύστημα υγείας δεν έχει καλυφθεί. Δηλαδή, περίπου 1 στις 4 οργανικές θέσεις είναι κενή. Οι πραγματικές ανάγκες, όμως, είναι πολύ μεγαλύτερες, καθότι οι οργανικές θέσεις έχουν υπολογιστεί με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 87/1986 –απολύτως ανεπαρκές, αντιεπιστημονικό, ανασφαλές και ξεπερασμένο με βάση διεθνείς οργανισμούς (ΠΟΥ, ΟΟΣΑ, ICN)–, σύμφωνα με το οποίο o αριθμός των θέσεων νοσηλευτών υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των κλινών, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει διάκριση σε ποιο τμήμα είναι οι κλίνες αυτές.

Αντίθετα, η σύγχρονη διεθνής πρακτική ορίζει ότι η στελέχωση σε νοσηλευτικό προσωπικό καθορίζεται ανά τμήμα, ανά βαρύτητα, ανά βάρδια, συνυπολογίζο­ντας τις ημέρες ανάπαυσης και κανονικής ή εκπαιδευτικής άδειας. Για παράδειγμα, οι ανάγκες νοσηλευτικής στελέχωσης μιας κλίνης σε ΜΕΘ είναι σαφώς διαφορετική από τη στελέχωση άλλων τμημάτων ενός νοσοκομείου.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει και στην έλλειψη νομοθετικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες ασφαλείς αναλογίες νοσηλευτικής στελέχωσης στο δημόσιο σύστημα υγείας, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά θεραπευτήρια – κλινικές, όπου, βάσει του Προεδρικού Διατάγματος 197/2007, η νοσηλευτική στελέχωση ορίζεται ανά κλινική, ανά εκπαιδευτική βαθμίδα, επισημαίνοντας ότι στο προσωπικό που υπολογίζεται ανά κλινική δεν συμπεριλαμβάνεται το προσωπικό των εργαστηρίων, των ειδικών μονάδων και των εξωτερικών ιατρείων.

Τι διαπιστώνουν οι μελέτες
«Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν το πρόβλημα της νοσηλευτικής υπο-στελέχωσης, αλλά αφορούν μόνο το νοσηλευτικό προσωπικό που ναι μεν εργάζεται σε συνθήκες ‘‘γαλέρας’’, αλλά δεν αφορούν το γενικό πληθυσμό», τονίζει η ΠαΣΟΝοΠ.

Την απάντηση τη δίνουν οι ίδιοι οι πολίτες, οι οποίοι σε έρευνα για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την άνοιξη του 2024 (ΕΙΔΙΚΟ ΕΥΡΩΒΑΡΟΜΕΤΡΟ 101.1/ΕΒΟ45ΕΡ) κατατάσσουν κατά προτεραιότητα τη Δημόσια Υγεία με ποσοστό 56% ως ένα από τα θέματα που θα πρέπει να συζητηθούν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις επερχόμενες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σύμφωνα με την έρευνα, οι ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό έχουν σοβαρές συνέπειες στην ποιότητα φροντίδας υγείας και στην ασφάλεια των ασθενών.

Υπάρχει μεγάλος αριθμός δημοσιευμένων μελετών που αναφέρει πως επαρκείς αναλογίες νοσηλευτών ασθενών συμβάλλουν στη μείωση των επιπλοκών, στη μείωση του χρόνου και του κόστους νοσηλείας, στη βελτίωση της ποιότητας παρεχόμενης φροντίδας υγείας. Ενδεικτικά:

– Σε νοσοκομεία με αναλογία 1 νοσηλευτή προς 8 ασθενείς υπάρχει πιθανότητα μεγαλύτερης θνησιμότητας ανά 1.000 ασθενείς από ό,τι σε νοσοκομεία με αναλογία 1 νοσηλευτή προς 4 ασθενείς.
– Ασθενείς σε υποστελεχωμένα τμήματα παρουσιάζουν 6% υψηλότερο δείκτη θνησιμότητας.
– Νοσοκομεία με χαμηλό δείκτη νοσηλευτικής στελέχωσης εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά καρδιακής ανακοπής, πνευμονίας, ουρολοιμώξεων, αιμορραγιών ανώτερου πεπτικού, συμβάματα που αυξάνουν τον χρόνο νοσηλείας των ασθενών.
– Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο έ­γκριτο επιστημονικό περιοδικό «Lancet», αποδεικνύεται για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο η πιθανότητα αύξησης της θνησιμότητας στον χώρο του νοσοκομείου λόγω της υποστελέχωσης αλλά και του χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης των νοσηλευτών που εργάζονται σ’ αυτό.
– Η νοσηλευτική υποστελέχωση είναι κομβικής σημασίας στη διασπορά λοιμώξεων από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη.
Συνοψίζοντας:
– Μικρότερος αριθμός ασθενών ανά νοσηλευτή συσχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά νοσοκομειακής θνησιμότητας, καρδιακής ανακοπής, ανεπιτυχούς αναζωογόνησης, αναπνευστικής ανεπάρκειας, πνευμονίας, κατακλίσεων, πτώσεων ασθενών με ή χωρίς τραυματισμό.
– Αυξημένος αριθμός ασθενών ανά νοσηλευτή έχει υψηλή συσχέτιση με λανθασμένη χορήγηση φαρμάκων, εμφάνιση κατακλίσεων, πτώσεων ασθενών με τραυματισμό.

Σύμφωνα με την Πανελλήνια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία Νοσηλευτικού Προσωπικού (ΠαΣΟΝοΠ) η ελληνική πραγματικότητα είναι η εξής: Υποστελεχωμένες νοσηλευτικές υπηρεσίες στις οποίες ειδικά κατά την απογευματινή και τη νυχτερινή βάρδια ένας ή στην καλύτερη περίπτωση δύο νοσηλευτές φροντίζουν 35 – 40 ασθενείς, με όποια επίπτωση μπορεί να έχει αυτό στην ασφάλεια των ασθενών, όταν η ελάχιστη ασφαλής αναλογία είναι 1 νοσηλευτής ανά 5 ασθενείς σε γενικά τμήματα, ενώ 2 νοσηλευτές/τριες για 40 ασθενείς σημαίνει λιγότερο από 5 λεπτά νοσηλευτικής φροντίδας ανά ασθενή/βάρδια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Διεθνές Συμβούλιο Νοσηλευτών (ICN) στην έκθεση του για την Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτών 2024 αναφέρει: «Καθώς αντιμετωπίζουμε παγκόσμιες προκλήσεις υγείας, συμπεριλαμβανομένης της γήρανσης του πληθυσμού, των χρόνιων ασθενειών, του αυξανόμενου αριθμού βίαιων συγκρούσεων και πανδημιών, ο ρόλος των νοσηλευτών δεν ήταν ποτέ πιο κρίσιμος. Για να εξασφαλίσουμε ένα πιο υγιές μέλλον, πρέπει να επενδύσουμε στο νοσηλευτικό δυναμικό και στην εκπαίδευση των νοσηλευτών, να παρέχουμε ανταγωνιστικές αποδοχές, να διασφαλίσουμε καλύτερες συνθήκες εργασίας και να αναγνωρίσουμε τη συμβολή των νοσηλευτών σε όλα τα επίπεδα υγειονομικής φροντίδας και χάραξης πολιτικών υγείας».


Σχολιάστε εδώ