Στ. Σιμόπουλος στο “Π”: Αντιπολίτευση, άδειο πουκάμισο
Του
ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
Βουλευτή ΝΔ Α’ Θεσσαλονίκης
Τα τελευταία χρόνια είμαστε όλοι θεατές μιας κακόγουστης πολιτικής παράστασης, με πρωταγωνίστρια σύσσωμη την αντιπολίτευση.
Από τη μια πλευρά είναι τα κόμματα που βρίσκονται αριστερά της ΝΔ, με τον ΣΥΡΙΖΑ να φαίνεται πως παίζει τον κύριο ρόλο στην ενορχήστρωση της αντιπολιτευτικής τακτικής, συμπαρασύροντας και το ΠΑΣΟΚ. Σε όποιο νομοσχέδιο της κυβέρνησης έρχεται προς συζήτηση στη Βουλή η αντίδραση είναι γνωστή. Είτε το νομοσχέδιο αφορά την Υγεία είτε την Παιδεία είτε την Πρόνοια, στο ίδιο έργο είμαστε θεατές. Πρόσφατα, ήμασταν πάλι όλοι μάρτυρες της ίδιας ακριβώς αντίδρασης. Στο νομοσχέδιο για τη Δικαιοσύνη, εννοώ.
Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της αντίδρασης είναι η καταστροφολογία, ο πανικός, ο αρνητισμός, η κινδυνολογία. Και όλα αυτά διανθισμένα με δυσοίωνες προβλέψεις για μηδενιστικές προοπτικές. Ακούμε συνεχώς ότι καταβαραθρώνεται η Υγεία με τα απογευματινά χειρουργεία και τη χρησιμοποίηση των δημόσιων υποδομών από ιδιώτες γιατρούς, ότι η Παιδεία είναι στα τάρταρα με τα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, ότι οι επόμενες γενιές δεν θα έχουν συντάξεις με το νέο σύστημα ασφάλισης και ότι η Δικαιοσύνη δέχεται βαρύτατο πλήγμα με τη χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων. Ένα διαρκές «όχι» σε όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια επιχειρείται από την πλευρά της κυβέρνησης. Μια συνεχής άρνηση σε οποιαδήποτε νομοθετική προσπάθεια βελτίωσης της υφιστάμενης κατάστασης.
Η αντιπολίτευση εθελοτυφλεί στην οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών των οποίων τα παιδιά σπουδάζουν στο εξωτερικό, στις τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, στα προβλήματα των νοσοκομείων. Για όλα η ενδεδειγμένη λύση είναι οι προσλήψεις και η αύξηση των δαπανών. Στο τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεπεράσει και το ΚΚΕ στην απαίτηση για προσλήψεις. Καταστροφολογία, λοιπόν, και προσλήψεις είναι οι δύο πλευρές του τριγώνου μέσα στο οποίο κινείται η αντιπολίτευση. Η τρίτη πλευρά είναι γνωστή. Ότι, δηλαδή, η κυβέρνηση με τις μεταρρυθμίσεις θέλει να εξυπηρετήσει τα μεγάλα συμφέροντα ή, στην πιο ήπια περίπτωση, να υπηρετήσει τις νεοφιλελεύθερες απόψεις της.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που επιχειρεί να αφήσει την πολιτική lifestyle, στην οποία επιδίδεται ο πρόεδρός του, και να μπει στην ουσία της πολιτικής, αποδεικνύει περίτρανα την παντελή έλλειψη επιχειρημάτων και κυρίως προτάσεων. Δεν μπορεί σε δημόσιες πολιτικές να υπάρχει ακινησία και αδράνεια.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την ακροδεξιά πολυκατοικία, τα κόμματα, δηλαδή, που βρίσκονται δεξιότερα της ΝΔ. Ελληνική Λύση, Νίκη και Σπαρτιάτες, κυρίως τα δύο πρώτα, διαγκωνίζονται για το ποιο κόμμα είναι περισσότερο κοντά στην Εκκλησία. Πρόκειται για κόμματα που χαρακτηρίζονται από μια συνεχή προσπάθεια να σπείρουν τον διχασμό. Πρόσφατα, επίσης, γίναμε μάρτυρες του κατάπτυστου περιστατικού βίας μεταξύ βουλευτή της Ελληνικής Λύσης και πρώην βουλευτή των Σπαρτιατών. Παράλληλα, ο κ. Βελόπουλος, με περίσσιο θράσος και θέλοντας, προφανώς, να παρουσιάσει τον εαυτό του ως εκφραστή της Εκκλησίας, απαγόρευσε ουσιαστικά, αλλά τεχνηέντως, στους βουλευτές που ψήφισαν το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια να πηγαίνουν στην Εκκλησία τη Μεγάλη Εβδομάδα. Για να δοθεί, βέβαια, άμεσα η αποστομωτική απάντηση του Αρχιεπισκόπου και να αναδιπλωθεί. Για την ακροδεξιά πολυκατοικία, λοιπόν, η Εκκλησία και ο πατριωτισμός είναι οι δύο βασικοί πυλώνες στους οποίους στηρίζεται. Όπως, όμως, πολύ σωστά τους χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός, πρόκειται για «γιαλαντζί πατριώτες», καθώς τα λόγια είναι εύκολα, αλλά ο πατριωτισμός του καθενός φαίνεται στην πράξη. Όσο για τον Χριστιανισμό, φυσικά και η ελληνική κοινωνία δεν χρειάζεται διδαχές και κατευθύνσεις από κάποιον που καπηλευόταν τη θρησκεία πουλώντας χειρόγραφα του Ιησού. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν παρασύρει πλέον πολλούς.
Η ΝΔ, λοιπόν, αναδεικνύεται ως η μόνη αξιόπιστη επιλογή και για τις ευρωεκλογές που έρχονται, καθώς με σοβαρότητα και υπευθυνότητα και κυρίως με συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στη θέση που της αρμόζει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ