Τι «ψήνουν» Γεραπετρίτης και Φιντάν για τη 13η Μαΐου
–Η Τουρκία σκληραίνει τη στάση της εναντίον της Δύσης
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με την Τουρκία να κλείνει την πόρτα στη Δύση και στις ΗΠΑ και να επιμένει σε αυτονομημένη πορεία, που υπηρετεί περισσότερο τα δικά της εθνικά συμφέροντα παρά εκείνα της Συμμαχίας, δημιουργούνται νέα δεδομένα στην περιοχή αλλά και στα ελληνοτουρκικά, σε μια κρίσιμη στιγμή της διαδικασίας προσέγγισης.
Ο κ. Ερντογάν επέλεξε να ακυρώσει την επίσκεψή του στις ΗΠΑ και τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, καθώς θέλησε να στείλει το μήνυμα ότι η Τουρκία δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη όπως στο παρελθόν και ότι δεν θα είναι αυτή αλλά οι ΗΠΑ που θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Με την άρνησή του να μεταβεί στην Ουάσινγκτον ο τούρκος Πρόεδρος απορρίπτει όλο το πλαίσιο το οποίο θέλησαν να θέσουν οι Αμερικανοί για την επίσκεψη και ουσιαστικά δηλώνει ότι οι σχέσεις με την Τουρκία σημαίνουν και αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων της, είτε αυτές αφορούν τη Γάζα, είτε τη Βόρεια Συρία, είτε το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, είτε τις σχέσεις με τον Πούτιν και το Ιράν.
Επρόκειτο περί μιας επίδειξης ισχύος του τούρκου ηγέτη, που επιμένει στην παραδοσιακή τακτική της Τουρκίας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, λόγω της στρατηγικής θέσης της, να ζητάει πλούσια ανταλλάγματα από τη Δύση και τις ΗΠΑ.
Ο κ. Ερντογάν είναι σαφές ότι επιμένει να επιβάλει στη Συμμαχία και στην Ουάσινγκτον την αποδοχή του προνομίου διαφοροποίησης από στρατηγικές επιλογές της Δύσης, εξασφαλίζοντας, όμως, συγχρόνως κάθε φορά ανταλλάγματα για την εκπλήρωση στοιχειωδών υποχρεώσεων έναντι των συμμάχων.
Είναι προφανές ότι ο κ. Ερντογάν θεωρεί ότι τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να διεκδικήσει τον ρόλο του ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, που, εκτός των άλλων, θα του προσφέρει και ένα σημαντικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Η ανεπάρκεια της κυβέρνησης στις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής
Αυτή η κατάσταση και το πλαίσιο που διαμορφώνεται στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τη Δύση περιπλέκει και τη διαδικασία επαναπροσέγγισης με την Ελλάδα, η οποία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από αυτήν την αλλαγή προσανατολισμού της τουρκικής ηγεσίας.
Η προετοιμασία της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Άγκυρα και της συνάντησής του με τον Ταγίπ Ερντογάν ακολουθούσε τον νωχελικό ρυθμό που ταίριαζε σε αυτήν τη διαδικασία, η οποία μέχρι στιγμής δείχνει να προχωρά σε μια δύσκολη ισορροπία. Και αυτό διότι στις συζητήσεις δεν θίγονται τα δύσκολα θέματα, αφού ο κ. Φραγκογιάννης έχει τις ατέρμονες συνομιλίες επί σχεδίων συνεργασίας σε διάφορους τομείς, στην οικονομία, στο εμπόριο στον τουρισμό, το ΥΕΘΑ κάνει συνομιλίες για ΜΟΕ, που περιορίζονται σε οργάνωση αθλητικών αγώνων μεταξύ των δύο Ενόπλων Δυνάμεων και ανταλλαγή επισκέψεων και ο πολιτικός διάλογος ουσιαστικά έχει παροπλισθεί.
Όμως, η είδηση για τη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν, και μάλιστα υπό άκρα μυστικότητα, στο Λονδίνο το περασμένο Σάββατο γέννησε απορίες και ερωτηματικά, καθώς οι δύο υπουργοί είχαν βρεθεί πριν από λίγες ημέρες στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ.
Βεβαίως, μεσολάβησαν αρκετά γεγονότα, με πρώτο την επαναφορά των «γκρίζων ζωνών» από την Άγκυρα και τις απειλές που εκτόξευσε το τουρκικό υπουργείο Άμυνας με αφορμή την πρόθεση της Ελλάδας να δημιουργήσει ένα θαλάσσιο περιβαλλοντικό πάρκο στο Αιγαίο, ασκώντας την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Ένα άλλο ήταν η αντικατάσταση του Μπουράκ Ακσαπάρ, του υπηρεσιακού υφυπουργού Εξωτερικών που είχε αναλάβει όλο το πακέτο της προσέγγισης με την Ελλάδα, καθώς τοποθετήθηκε πρεσβευτής της χώρας του στον ΟΗΕ, στη Γενεύη.
Το τελευταίο διάστημα δημοσιεύονται πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες, ενώ το θέμα της οριοθέτησης είχε παραπεμφθεί στον πολιτικό διάλογο με επικεφαλής την υφυπουργό Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ο κ. Γεραπετρίτης έχει αναλάβει πρωτοβουλία για μια προκαταρκτική συζήτηση με τον Χακάν Φιντάν. Μια διαδικασία προβληματική και υψηλού ρίσκου, καθώς οι επαφές γίνονται κατ’ ιδίαν, χωρίς την παρουσία και συμμετοχή ανώτατων διπλωματών και εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι γνωρίζουν επαρκώς και δεν προσεγγίζουν επιδερμικά τα θέματα των οριοθετήσεων και το πώς αυτά συνδέονται από την Τουρκία με τις διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας.
Το υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει πάντως διαψεύσει με πειστικό τρόπο και τα δημοσιεύματα και τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης ότι στις επαφές που γίνονται για την προετοιμασία της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν έχει γίνει συζήτηση και για κάποια μορφή συνυποσχετικού. Επειδή «μάγοι» στη διπλωματία δεν υπάρχουν, θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να έχει εμπλακεί η ηγεσία του ΥΠΕΞ έστω και σε άτυπη συζήτηση με τον πανούργο και ικανότατο Χακάν Φιντάν.
Ερωτηματικά, επίσης, προκύπτουν και από δημοσιεύματα σε τουρκικά ΜΜΕ τα οποία αναφέρουν ότι ετοιμάζονται σημαντικές ανακοινώσεις στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στις 13 Μαΐου στην Άγκυρα.
Η κυβέρνηση και το ΥΠΕΞ οφείλουν να ενημερώσουν αναλυτικά και εξαντλητικά για το περιεχόμενο της προετοιμασίας της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Άγκυρα και να μην επιλέξουν την πολιτική των τετελεσμένων, όπως έγινε τον Δεκέμβριο με τη Διακήρυξη των Αθηνών. Διότι τέτοια κείμενα, και πολύ περισσότερο η υπογραφή συνυποσχετικού, που δεν είναι μια απλή συμφωνία, δεσμεύουν νομικά τη χώρα, και μάλιστα με τρόπο αναπόδραστο. Και η εμπειρία έχει δείξει ότι κάθε κίνηση καλής θέλησης προς την Τουρκία κατοχυρώνεται από την Άγκυρα και αποτελεί μετά διαπραγματευτικό κεκτημένο της άλλης πλευράς.
Γι’ αυτό είναι επιβεβλημένη η πλήρης διαφάνεια και η ενημέρωση των πολιτικών αρχηγών για τις προθέσεις της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τα επόμενα βήματα στα ελληνοτουρκικά και στο τι ακριβώς… ψήνεται στο παρασκήνιο για τη συνάντηση κορυφής της 13ης Μαΐου.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ