Από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή στο Κοσσυφοπέδιο

Από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή στο Κοσσυφοπέδιο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ο πόλεμος στην Ουκρανία επισκιάσθηκε από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα από τον κίνδυνο μιας ευρύτερης αναφλέξεως, μετά τα αντίποινα του Ιράν στην επίθεση του Ισραήλ κατά του Ιρανικού προξενείου στη Δαμασκό της Συρίας.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Ισραήλ έπληξε Ιρανικούς στόχους στη Συρία. Ακολουθούσε σταθερά μια τακτική επιθέσεων εναντίον κάθε στρατιωτικής παρουσίας του Ιράν στη Συρία, την οποία θεωρεί απαράδεκτη και επικίνδυνη για την ασφάλειά του. Το Ισραήλ προέβαλλε τα πλήγματά του κατά του Ιράν στη Συρία ως ένα είδος δικαιώματος, που απορρέει από μια αντίληψη στρατηγικής άμυνας.

Το τελευταίο πλήγμα κατά του Ιρανικού Προξενείου, ερχόμενο μετά την εκτέλεση με drone του στρατηγού Σουλεϊμάνι, ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό για το Ιράν. Ήταν θέμα γοήτρου για το τελευταίο να απαντήσει σ’ αυτήν την επίθεση αλλά και να καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται, σε καμία περίπτωση, να αποστεί από την παρουσία του στη Συρία, την οποία θεωρεί στρατηγικό του σύμμαχο.

Το νέο στην ιστορία αυτή ήταν το γεγονός ότι το Ιράν έπληξε απευθείας από το έδαφός του το Ισραήλ. Το γεγονός αυτό διαδηλώνει μια τόλμη και αυτοπεποίθηση που προηγουμένως το Ιράν δεν είχε, γιατί γνώριζε ότι το Ισραήλ καραδοκεί για να επιτεθεί εναντίον των πυρηνικών του εγκαταστάσεων και όχι μόνο. Η νέα αυτοπεποίθηση του Ιράν προέρχεται αφενός από τις προόδους που έχει επιτελέσει στο βαλλιστικό του πρόγραμμα και στα μη επανδρωμένα αεροχήματα, αλλά αφετέρου από τις στρατηγικές συμμαχίες που έχει κατορθώσει να συμπήξει με τη Ρωσία και την Κίνα.

Η Ρωσία συνεργάζεται ήδη στενά με το Ιράν στον τομέα των εξοπλισμών που αφορούν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Κίνα έχει υπογράψει εδώ και τρία χρόνια στρατηγική συμφωνία με το Ιράν, με βάση την οποία το μεγαλύτερο μέρος του Ιρανικού πετρελαίου κατευθύνεται προς την Κίνα. Πολύ στενή επίσης είναι η αμυντική συνεργασία του Ιράν με την Κίνα.

Το Ιράν ισχυρίζεται ότι το πλήγμα κατά του Ισραήλ με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη ήταν αντίποινα για το Ισραηλινό πλήγμα κατά του Ιρανικού Προξενείου και δηλώνει ότι δεν προτίθεται να δώσει συνέχεια. Για το Ισραήλ όμως τίθεται θέμα γοήτρου αλλά και του «δικαιώματος» που διεκδικεί να πλήττει, όποτε θεωρεί σκόπιμο, Ιρανικούς στόχους στη Συρία. Τίθεται επίσης το δίλημμα αν η Ιρανική επίθεση παρέχει την ευκαιρία για ένα στρατηγικό πλήγμα κατά του Ιράν.

Με ανοικτό το μέτωπο της Γάζας και, κατά δεύτερο λόγο, του Νοτίου Λιβάνου, ο κίνδυνος μιας περιφερειακής αλλά και διεθνούς αναφλέξεως, λόγω της εμπλοκής της Ρωσίας και της Κίνας, είναι πολύ μεγάλος και μπορεί να πυροδοτηθεί από μια διαλεκτική αντιποίνων μεταξύ Ιράν και Ισραήλ.

Ασκούνται για τον λόγο αυτό ισχυρές πιέσεις από τους συμμάχους του Ισραήλ, με πρώτες τις ΗΠΑ, που έχουν λόγους να ανησυχούν και για τις εκλογικές προοπτικές του σημερινού Προέδρου. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία υποδεικνύουν στο Ισραήλ ότι η Ιρανική επίθεση έπεσε στο κενό και απεδείχθη ότι η Ισραηλινή αντιαεροπορική και αντιβληματική άμυνα, με τη συνδρομή των συμμάχων του Ισραήλ, είναι σε θέση να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή.

Είναι ακόμη αβέβαιο εάν το Ισραήλ θα πεισθεί από την επιχειρηματολογία των συμμάχων του, αλλά και μεγάλης μερίδος της κοινής γνώμης του Ισραήλ, που βλέπει με ανησυχία την εμπλοκή της χώρας σ’ έναν πολύ μεγαλύτερο πόλεμο, ενώ είναι ακόμη σ’ εξέλιξη ο πόλεμος στη Γάζα και δεν έχουν ελευθερωθεί οι όμηροι που κρατά ακόμη η Χαμάς. Το πιθανότερο είναι το Ισραήλ να διατηρήσει την απόφασή του για πλήγμα κατά του Ιράν, μεταθέτοντάς το σε κάποιον άλλο χρόνο, που θα κρίνει ως καταλληλότερο και θα είναι ευκολότερο, ταυτόχρονα, να αιφνιδιάσει το Ιράν.

Το ενδεχόμενο να συναιρεθεί εκ των πραγμάτων ο πόλεμος στην Ουκρανία μ’ έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή, με άμεση εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων, είναι μια προοπτική που δεν είναι καθόλου επιθυμητή στις ΗΠΑ. Αφενός γιατί θα ενίσχυε καταλυτικά τον κίνδυνο ενός παγκοσμίου πολέμου και θα άλλαζε πολλά από τα δεδομένα του πολέμου στην Ουκρανία. Αφετέρου γιατί θα αποσταθεροποιούσε την κρίσιμη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με πολύ σοβαρές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στην πολιτική κατάσταση στην περιοχή και στη ροή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στη διεθνή οικονομία.

Ήδη ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τα σενάρια και τις προσδοκίες που είχαν προβληθεί για το ξεκίνημά του, με πραγματικό στόχο μια γεωπολιτική ανατροπή σε βάρος της Ρωσίας και την αποσταθεροποίηση της τελευταίας. Παρ’ όλη τη Δυτική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η τελευταία προελαύνει, αργά αλλά σταθερά, στον στρατιωτικό τομέα και αναπτύσσει την οικονομία της με ποσοστό 3% περίπου επί του ΑΕΠ, όταν στην Ευρώπη είναι πολύ χαμηλότερο.

Η αμέριστη υποστήριξη της Ρωσίας από την Κίνα, παρά τις Δυτικές πιέσεις, επιτρέπει στη Ρωσία να αναπληρώσει τις ελλείψεις που προκαλούν οι Δυτικές κυρώσεις σε κρίσιμα υλικά και ανταλλακτικά, που στηρίζουν την οικονομία και την πολεμική βιομηχανία.

Με τα δεδομένα αυτά, το λογικότερο θα ήταν η αναζήτηση μιας συμβιβαστικής λύσεως στην Ουκρανία και ο τερματισμός του πολέμου. Ένα τέτοιο όμως ενδεχόμενο φαίνεται απίθανο πριν από τις Αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Οι αντιδράσεις δεν προέρχονται άλλωστε μόνο από τις ΗΠΑ. Προεξάρχει τώρα και η Ευρώπη, που αποδέχθηκε άκριτα το αφήγημα ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια της Ευρώπης και ότι η Ουκρανία είναι το στρατηγικό σύνορο της Ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Με αυτό το ιδεολόγημα, η Γαλλία, που πρωτοστατούσε πάντα για την ανεξαρτησία της Ευρώπης, έφτασε σήμερα στο σημείο να πρωτοστατεί για την αποστολή Ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία κατά της Ρωσίας, συμμαχώντας με την άκρως φιλο-Ατλαντική Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη. Η πολιτική αυτή είναι, προφανώς, αδιέξοδη και αποπροσανατολίζει την Ευρώπη από έναν γεωπολιτικό και πολιτικό ρόλο στον κόσμο, που θα αναχαίτιζε τις ακραίες τάσεις και θα συνέβαλλε ουσιαστικά στην προαγωγή μιας νέας διεθνούς τάξεως ειρήνης και συνεργασίας.

Δεν είναι όμως τυχαίος ο προσανατολισμός αυτός της Ευρώπης. Η τελευταία έχει από καιρό ταυτισθεί με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση και με όλα τα ιδεολογήματά τους, τα οποία παρουσιάζει ως δήθεν Ευρωπαϊκές αξίες και «πολιτική ορθότητα». Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι, μεταξύ άλλων, ο ύπουλος πόλεμος κατά του έθνους και του εθνικού κράτους, ο άκρατος δικαιωματισμός, η ανοχή, αν όχι η προαγωγή, της λαθρομεταναστεύσεως, με πρόσχημα το άσυλο, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός στην οικονομία, που υποσκάπτει κάθε έννοια συλλογικού συμφέροντος και ιδεώδους και προάγει τις αδιάκριτες ιδιωτικοποιήσεις σε κάθε τομέα και τον ατομισμό.

Η σημερινή Ελληνική κυβέρνηση υπερακοντίζει σ’ αυτές τις πολιτικές, παραγνωρίζοντας ακόμη και τις εθνικές ιδιαιτερότητες της χώρας και τα εθνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Ο πρωθυπουργός υπολαμβάνει μέσα σ’ αυτό το σκηνικό την Ελλάδα ως Πολωνία ή Βαλτικά κράτη, και υπερακοντίζει σε αντιρωσισμό, με άλλοθι το αφήγημα της Ρωσικής επιθετικότητας στην Ευρώπη, πρώτο θύμα της οποίας είναι η Ουκρανία. Αγόμενος από αυτό το πνεύμα, αναλαμβάνει ρόλο αντι-Ρωσικού πρωταγωνιστή και στα Βαλκάνια, σε βάρος των συμφερόντων αδελφικής και συμμάχου χώρας, της Σερβίας, αλλά και των Ελληνικών εθνικών συμφερόντων.

Στο πνεύμα αυτό, η αδελφή του πρωθυπουργού και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο για την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Γιατί, με την ίδια λογική, να μην αναγνωρισθεί αύριο και το ψευδοκράτος στην Κύπρο;

Η Ντόρα Μπακογιάννη δεν εκπλήσσει για τον ρόλο που ανέλαβε στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου. Διεκδικεί ρόλο ενδοτικού πρωταγωνιστή σε όλα τα εθνικά θέματα. Η επονείδιστη επίδειξη του πνεύματος αυτού στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου προκαλεί ευλόγως ανησυχίες και ερωτήματα για τα όσα τεκταίνονται και στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και ειδικότερα στο Κυπριακό.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: Council of Europe


Σχολιάστε εδώ