Η αγορά λίγο πριν από το Πάσχα
Του
ΝΙΚΟΥ ΚΟΓΙΟΥΜΤΣΗ
Αντιπροέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
Αντιπροέδρου Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών
Είμαστε δύο εβδομάδες πριν από το Ορθόδοξο Πάσχα. Η αγορά κινείται υποτονικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, συνεχίζοντας ουσιαστικά στα ίδια χαμηλά επίπεδα της χειμερινής εκπτωτικής περιόδου, όπου η κατανάλωση παρουσίασε αρκετά σημαντική πτώση (-20%) σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Από τις έρευνες που διεξήγαγε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών και ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών αυτή η πτώση καταγράφεται ως συνέπεια, κυρίως, της ακρίβειας στα είδη πρώτης ανάγκης. Εννέα στους δέκα συμπολίτες μας δυσανασχετούν με την εντεινόμενη ακρίβεια, ειδικά στα τρόφιμα και στην ενέργεια. Και οι περισσότεροι πολίτες μάς απαντούν ότι τα μέτρα στήριξης της Πολιτείας κατά της ακρίβειας δεν επαρκούν.
Χρειάζεται ένα άλλο μείγμα πολιτικής προσέγγισης για να αντιμετωπιστεί η όλη αρνητική κατάσταση. Εδώ και δύο χρόνια, έχουμε προτείνει στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως και σε μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα. Αν είχε προβεί στη θεσμοθέτηση αυτών των δύο μέτρων, πιστεύουμε ότι τα πράγματα σε επίπεδο ακρίβειας θα ήταν καλύτερα. Και αποτέλεσμα της καταπολέμησης της ακρίβειας θα ήταν η τόνωση της καταναλωτικής δυναμικής.
Η Eurostat στην τελευταία έρευνά της για την αγοραστική δύναμη των πολιτών κατατάσσει τη χώρα μας στην προτελευταία θέση της Ευρώπης, μπροστά από τη Βουλγαρία. Θα πρέπει άμεσα η Πολιτεία να πάρει μέτρα στην κατεύθυνση του ελέγχου της αισχροκέρδειας, της κερδοσκοπίας και κυρίως του αθέμιτου ανταγωνισμού από το παρεμπόριο και το λαθρεμπόριο. Τα όποια πρόστιμα επιβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό. Τα κέρδη που αποκομίζουν οι συγκεκριμένες εταιρείες είναι πολλαπλάσια των προστίμων. Οι όποιες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, που συμπαρασύρουν τριετίες και επιδόματα, δεν αρκούν για να καλύψουν τον καλπασμό των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων. Να επισημάνω και ότι οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς θα προέλθουν από τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα.
Η κυβέρνηση, ουσιαστικά, κάνει οικονομική και κοινωνική πολιτική στις πλάτες των εμπόρων, των επιχειρηματιών και των επαγγελματιών. Ήμασταν και είμαστε ένθερμοι οπαδοί της αύξησης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, και δη του κατώτατου μισθού. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ένα μέρος αυτής της αύξησης θα επανέλθει σε εμάς μέσω της κατανάλωσης. Περιμέναμε, όμως, από την Πολιτεία, παράλληλα, να ελαφρύνει τις επιχειρήσεις από την προκαταβολή φόρου και το τέλος επιτηδεύματος, που συγκαταλέγονται στους μνημονιακούς νόμους, καθώς είμαστε πλέον σε μεταμνημονιακή εποχή. Θα πρέπει να μειωθεί, βέβαια, και το μη μισθολογικό κόστος, που συγκαταλέγεται στα υψηλότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όπως θα πρέπει να επανέλθει και ο ορισμός του κατώτατου μισθού ως αποτέλεσμα διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και όχι ως αποτέλεσμα μιας υπουργικής απόφασης. Θα πρέπει να υπάρξει, επίσης, μέριμνα για αυξήσεις των μισθών και στον δημόσιο τομέα, όπως και στις συντάξεις, ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας, και να δίνονται επιδόματα σε αυτούς που πραγματικά τα χρειάζονται.
Για να υπάρξει πραγματική «ανάσταση» στην αγορά, εν όψει και του Πάσχα, η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει άμεσα ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέτρα για την τιθάσευση της ακρίβειας, τη δημιουργία ποιοτικότερων θέσεων εργασίας και την ελάφρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε εάν καταφέρουν να επιβιώσουν να συνεχίσουν να στηρίζουν τις θέσεις απασχόλησης αλλά και συνολικά την οικονομία και την προοπτική της χώρας. Πέραν των άλλων, θα πρέπει να δοθούν άμεσα λύσεις και για τα υπέρογκα χρέη των επιχειρήσεων που προέρχονται από τη δεκαετή κρίση και την πανδημία, καθώς και να διασφαλιστεί η ρευστότητα των ΜΜΕ από το τραπεζικό σύστημα και τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Ειδάλλως, για χιλιάδες επιχειρήσεις διαφαίνεται ένα ζοφερό επιχειρηματικό μέλλον, που μπορεί να είναι και επιδιωκόμενο, ως συμπέρασμα από όσα εξέφρασε γλαφυρά ο υπουργός Οικονομικών πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, αναφέροντας: «Τόσο μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα δεν είναι εναντίον μόνο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά και των ίδιων των μικρών επιχειρήσεων», επισημαίνοντας παράλληλα το θέμα των συγχωνεύσεων.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ