Κακοφωνίες και στρατηγικό έλλειμμα στην ελληνική εξωτερική πολιτική σε τρία βασικά μέτωπα

Κακοφωνίες και στρατηγικό έλλειμμα στην ελληνική εξωτερική πολιτική σε τρία βασικά μέτωπα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται να διαχειρισθεί τα ελληνικά συμφέροντα, σε τρία βασικά μέτωπα, μέσα σε μια δύσκολη και πολύ ανησυχητική διεθνή κατάσταση. Τα τρία αυτά μέτωπα, τα οποία, βεβαίως, είναι αλληλοσυνδεόμενα, είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο ρόλος και η πολιτική της Ελλάδος στην Ευρώπη, κρίσιμο μέρος της οποίας είναι οι Ευρω-Τουρκικές σχέσεις, και ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τη συνεπαγόμενη αντιπαράθεση Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ΗΠΑ με τη Ρωσία.

Το θέμα του πολέμου της Ουκρανίας προσδιορίζει σήμερα σε μεγάλο βαθμό τη διεθνή κατάσταση. Υπάρχουν και άλλες σημαντικές εστίες κρίσεως, όπως αυτή της Γάζας, που ενέχει και τον κίνδυνο διευρύνσεως, με εμπλοκή του Ιράν και του Λιβάνου. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το θέμα της Γάζας, με όλη την τραγικότητά του, παραμένει ένα περιφερειακό πρόβλημα, χωρίς άμεσο κίνδυνο μετωπικής συγκρούσεως μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Αντιθέτως, το θέμα του πολέμου της Ουκρανίας ενέχει τον κίνδυνο εκρηκτικής κλιμακώσεως, εάν υπερισχύσει η αφροσύνη και η παράνοια που είναι σύμφυτες με συγκρούσεις ολοκληρωτικού τύπου. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη κατηγορούν τον Πούτιν για επιθετικότητα, πρώτο θύμα της οποίας είναι η Ουκρανία, με άμεσο δεύτερο στόχο την Ευρώπη.

Το αφήγημα αυτό είναι υπερβολικό και ουσιαστικά αβάσιμο, γιατί παραλείπει να ομολογήσει την αλήθεια ότι ο Πούτιν εξαναγκάσθηκε να αντιδράσει επιθετικά, λόγω της προφανούς επιδιώξεως της άλλης πλευράς να πλήξει καίρια τα γεωπολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας και να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια, αν όχι την ακεραιότητά της. Να ομολογήσει επίσης την αλήθεια ότι υπάρχουν στην Ουκρανία συμπαγείς Ρωσικοί πληθυσμοί και ότι η ιστορία της χώρας αυτής δεν είναι ξένη προς τη Ρωσία. Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς ότι το Κίεβο ήταν η πρωτεύουσα του πρώτου Ρωσικού κράτους και ότι εκεί έγινε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων από τους Έλληνες του Βυζαντίου. Ότι η ανατολικά του Δνειπέρου περιοχή, που ονομαζόταν «Νέα Ρωσία», δόθηκε από τον Λένιν στην Ουκρανία, κατά την ίδρυσή της ως χωριστής Δημοκρατίας το 1923. Ότι η Κριμαία, που ήταν και είναι πάντα Ρωσική, δόθηκε στην Ουκρανία, στο πλαίσιο της ενιαίας τότε Σοβιετικής Ενώσεως, από τον Νικήτα Χρουτσιώφ, μόλις το 1954.

Από τη θέση της, τη σύνθεση του πληθυσμού της και τις ιστορικές σχέσεις της με τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν έπρεπε να επιδιώξει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, που συνδέεται με γεωπολιτική ανατροπή, αλλά να ικανοποιηθεί με ένα καθεστώς ουδετερότητας και φιλικής συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ – Ευρώπης. Αυτό συμβούλευε, μεταξύ άλλων, το γνωστό γεράκι της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής Χένρι Κίσινγκερ.

Η επικράτηση των Νεοσυντηρητικών στην Ουάσινγκτον, με το Δημοκρατικό Κόμ­μα, κατέστησε κυρίαρχο δόγμα της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής την ενεργητική επιδίωξη της Αμερικανικής ηγεμονίας, στην ανάγκη και με τη χρήση βίας και δυναμικών παρεμβάσεων.

Από την άποψη αυτή, η Ουκρανία έγινε σύμβολο μιας ηγεμονικής πολιτικής, που είχε ως στόχο την αποσταθεροποίηση και την έκπτωση της Ρωσίας σε μια απλή περιφερειακή δύναμη. Η πολιτική αυτή χαράχθηκε με πλεόνασμα υπεροψίας και υποτιμήσεως της Ρωσίας, το ΑΕΠ της οποίας είναι ίσο περίπου με αυτό της Ιταλίας.

Μετά από δύο χρόνια πολέμου, διαπιστώνει κανείς ότι η Ρωσία ούτε είναι υπό κατάρρευση ούτε είναι έτοιμη να υποχωρήσει από αυτά που θεωρεί ως αδιαπραγμάτευτα εθνικά και στρατηγικά της συμφέροντα.

Η Ευρώπη ακολούθησε, κακώς, μια υποτακτική προς τις ΗΠΑ πολιτική και έγινε ουραγός των πιο Ατλαντικών και αντι-Ρωσικών χωρών, όπως η Πολωνία και τα Βαλτικά κράτη, που έχουν ιστορικούς λόγους να διαπνέονται από έναν σφοδρό αντι-Ρωσισμό. Η Ευρώπη, αντί να επιδιώξει έναν αυτόνομο, δημιουργικό ρόλο ισορροπίας, ειρήνης και διεθνούς συνεργασίας, ενεπλάκη ως πρωταγωνιστής σ’ έναν αντι-Ρωσικό πόλεμο, καταγγέλλοντας τη Ρωσική επιθετικότητα, που απειλεί, υποτίθεται, και την Ευρώπη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να πρωτοστατήσει σ’ αυτήν την πολιτική, καταγγέλλοντας τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά αποφεύγοντας να καταγγείλει με τους ίδιους τόνους την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Δεν ανέμενε κανείς από μια Ελληνική κυβέρνηση να μην καταδικάσει τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τις σχέσεις Ρωσίας και Ουκρανίας. Δεν είναι δυνατόν όμως η Ελλάδα, μια χώρα Ορθόδοξη και ιστορικά φιλική με τη Ρωσία, να συμπεριφέρεται ως Πολωνία και Λιθουανία. Να φτάνει μάλιστα στο σημείο να μην προσκαλεί στην εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου τον Ρώσο πρέσβυ, όταν προσκαλεί, αντιθέτως, τον Τούρκο πρέσβυ, η χώρα του οποίου εξακολουθεί να κατέχει το 37,4% του εδάφους της Κύπρου. Να φτάνει επίσης στο σημείο, πέραν της αποστολής όπλων στη Ουκρανία, να δηλώνει, διά στόματος του πρωθυπουργού της, ότι «βρισκόμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία»!

Ως προέκταση της πολιτικής αυτής, ανέλαβε η πρώην υπουργός Εξωτερικών και αδελφή του πρωθυπουργού Ντόρα Μπακογιάννη να προωθήσει την αντι-Ρωσική ατζέντα και στα Βαλκάνια, σε βάρος της συμμαχικής Σερβίας και των ιδίων των Ελληνικών εθνικών συμφερόντων, προωθώντας την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου και παραγνωρίζοντας τις επιπτώσεις στην αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο μέτωπο, την Ευρωπαϊκή πολιτική, το κύριο θέμα που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη σήμερα και επηρεάζει άμεσα τα Ελληνικά συμφέροντα είναι οι Ευρω-Τουρκικές σχέσεις. Η Άγκυρα επιδιώκει την αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις Τουρκικές αδασμολόγητες εξαγωγές στην Ελλάδα. Η αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως έχει στρατηγική σημασία για την Άγκυρα, γιατί εξασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση των Τουρκικών προϊόντων στη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά.

Ελλάδα και Κύπρος στηρίζουν το Τουρκικό αίτημα, με υποτιθέμενο «αντάλλαγμα» αντιστοίχως το ήπιο κλίμα και τις διερευνητικές συνομιλίες για την Ελλάδα και την ενδεχόμενη επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών για την Κύπρο.

Η Άγκυρα, έναντι πολύ απτών και συγκεκριμένων ωφελημάτων, αφήνει να αιωρείται η ελπίδα για την εξομάλυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, με μια πολιτική βήμα-βήμα. Η Τουρκική πλευρά έσπευσε όμως, διά στόματος υπουργού Εξωτερικών, να επαναφέρει τη θεωρία των γκρίζων ζωνών και των νησίδων και βραχονησίδων απροσδιορίστου δήθεν κυριαρχίας, με αφορμή τη δημιουργία από την Ελλάδα δύο νέων θαλασσίων πάρκων στο Αιγαίο και στο Ιόνιο.

Η Άγκυρα συνεχίζει επίσης, χωρίς καμιά ανακοπή, τη φρενίτιδα των εξοπλισμών. Σε αντίθεση με την Τουρκική αυτή πολιτική, η Ελληνική κυβέρνηση διαχωρίζει, στην πράξη, το Κυπριακό από τα Ελληνοτουρκικά και υποστηρίζει μια πορεία στην Κύπρο που μπορεί να οδηγήσει σε μια απίστευτα καταστροφική λύση.

Μεγάλες ευθύνες για την πορεία αυτή έχει και ο σημερινός Κύπριος Πρόεδρος, που εγκλωβίζεται στην ίδια αυτοκαταστροφική πολιτική των διακοινοτικών συνομιλιών, με στόχο μια λύση διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα και εκ περιτροπής Προεδρία. Το γεγονός ότι πιέζεται σ’ αυτό από τις ενδοτικές ηγεσίες του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες του.

Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Τατάρ εμμένει στα δύο κράτη. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για να δέχεται η Ελληνική πλευρά ως αφετηρία για νέες διαπραγματεύσεις και ως βάση για δήθεν «λύση» ένα πλαίσιο που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα μετέτρεπε ολόκληρη την Κύπρο σε όμηρο και δορυφόρο της Άγκυρας.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ