Γ. Σαρακιώτης στο “Π”: Κοινωνική δικαιοσύνη και ορθολογισμός απέναντι στη βίαιη αναδιανομή του πλούτου
Του
ΓΙΑΝΝΗ ΑΘ. ΣΑΡΑΚΙΩΤΗ
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Φθιώτιδας,
Συντονιστή Τομέων Κοινοβουλευτικού Έργου
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας κατά το τριήμερο 26 – 28 Μαρτίου, η κυβέρνηση με εργώδη τρόπο προσπάθησε –προκειμένου να αποφύγει να δώσει πειστικές απαντήσεις για τις ευθύνες των υπουργών της για το έγκλημα των Τεμπών, καθώς και για το σκάνδαλο της μετατροπής του υπουργείου Εσωτερικών σε εκλογικό κέντρο της ΝΔ– να πείσει την κοινή γνώμη ότι η πολιτική που ακολουθεί στον τομέα της οικονομίας συνιστά κάποιου είδους «success story», για το οποίο θα μπορούσε κάποιος να θριαμβολογεί. Ποια είναι, όμως, τα κατορθώματα για τα οποία αισθάνεται ότι πρέπει να υπερηφανεύεται σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ;
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τη Eurostat, η χώρα μας κατατάσσεται πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε όρους αγοραστικής δύναμης των πολιτών και συγκεκριμένα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, λίγο πάνω από τη Βουλγαρία. Πρόσφατα στοιχεία αναφέρουν ότι ο εργαζόμενος στην Ελλάδα είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη που εξακολουθεί να έχει χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σχέση με πριν από μία δεκαετία. Η χώρα μας σε ό,τι αφορά τις μέσες ετήσιες αποδοχές του εργαζομένου με πλήρη απασχόληση κατατάσσεται στην 5η θέση από το τέλος μεταξύ των 27 χωρών-μελών της ΕΕ, ξεπερνώντας τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και την Πολωνία.
Παράλληλα, o πληθωρισμός, υπό όρους Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, παρότι στην Ευρωζώνη υποχώρησε τον Φεβρουάριο στο 2,6% (από 2,8% τον Ιανουάριο), στην Ελλάδα παρέμεινε αμετάβλητος στο 3,2%, ενώ μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάνει λόγο για εκτεταμένο πληθωρισμό απληστίας στη χώρα μας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για το μεγαλύτερο ποσοστό των ανατιμήσεων στην αγορά. Μόνο από τα παραπάνω ενδεικτικώς εκτιθέμενα καταδεικνύεται ότι η κυβερνητική πολιτική έχει καταγράψει παταγώδη αποτυχία στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, αδυνατώντας παράλληλα να διασφαλίσει κατ’ ελάχιστον την κοινωνική συνοχή.
Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και ο πρόεδρός του Στέφανος Κασσελάκης αντέταξαν πρόσφατα μια προγραμματική δέσμη μέτρων, βασισμένη σε δύο θεμελιώδεις πυλώνες: α) στην καταπολέμηση της ακρίβειας, αντλώντας ένα σημαντικό τμήμα από τα υπερκέρδη των τραπεζικών ομίλων, των διυλιστηρίων και των παρόχων ενέργειας, και β) σε μια μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση, μέσα από την αλλαγή των φορολογικών κλιμάκων, όπου τα εισοδήματα θα φορολογούνται με ενιαίο τρόπο, ανεξάρτητα από την πηγή τους, με τα εισοδήματα έως 100.000 ευρώ να ελαφρύνονται σημαντικά, ενώ για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ προβλέπεται η θέσπιση αφορολογήτου.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τον τομέα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, απέναντι στον οποίο η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει επιφυλάξει και την καλύτερη μεταχείριση, αν συνυπολογίσει κανείς το πού έχει διοχετευθεί μέχρι σήμερα η συντριπτική πλειονότητα των πόρων (σκέλος δανείων) του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία προτείνει τη θέσπιση μιας προοδευτικής κλίμακας φορολόγησης με δύο συντελεστές: 17% αντί για 22% που ισχύει σήμερα για κέρδη μέχρι 220.000 ευρώ και 24% αντί για 22% που ισχύει σήμερα για κέρδη άνω των 220.000 ευρώ. Παράλληλα, στην ως άνω προγραμματική πρόταση περιλαμβάνονται και μειώσεις των εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων κατά 4,5% εντός της πρώτης τριετίας, ώστε να επιτευχθεί μείωση της ανεργίας κατά 5%, καθώς και η κατάργηση της προκαταβολής φόρου για όλους, ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, απέναντι στη βίαιη αναδιανομή του πλούτου και στην αποδιάρθρωση της μεσαίας τάξης που συντελείται από τον Ιούλιο του 2019 και έπειτα, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία αντιπαρατάσσει ένα προγραμματικό πλέγμα προτάσεων, που διαπνέονται από μια νέα λογική. Αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης και του κοινωνικού ορθολογισμού. Εξοικονομώντας τμήμα των υπερκερδών που με την ανοχή, αν όχι την ενθάρρυνση, της κυβέρνησης Μητσοτάκη συσσωρεύθηκαν σε τρεις – τέσσερις κλάδους της οικονομίας και διοχετεύοντάς το σε πολιτικές ελάφρυνσης των βαρών που επωμίζεται δυσανάλογα, περίπου πέντε χρόνια τώρα, η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ