Ευρωεκλογές 2024 (Μέρος ΙΙΙ) – Του Ν. Στραβελάκη
–Η κλιματική, ενεργειακή και διατροφική κρίση
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αντιμέτωπη με τις λεγόμενες πολλαπλές κρίσεις (κλιματική, ενεργειακή, διατροφική) που πλήττουν την παγκόσμια οικονομία. Παρότι θεωρώ πως η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία μετά το 2008 αντιμετωπίζουν μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση, την πρώτη τον νέο αιώνα, και ότι όλες οι υπόλοιπες «κρίσεις» πηγάζουν από αυτή, θα τις εξετάσουμε αυτόνομα. Ο λόγος είναι ότι ο διαχωρισμός διευκολύνει στο να εντρυφήσουμε στην ατζέντα των επικείμενων ευρωεκλογών.
Το περιβάλλον και η κλιματική κρίση είναι ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα του σύγχρονου κόσμου, αφού θέτει σε αμφισβήτηση την ποιότητα ζωής και ίσως και την ίδια την επιβίωση μεγάλων ομάδων του παγκόσμιου πληθυσμού. Η επιστημονική κοινότητα και το πολιτικό status quo έχουν καταλήξει στο ότι η κρίση οφείλεται στις εκτεταμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και η λύση είναι η σταδιακή απεξάρτηση των κοινωνιών από τα ορυκτά καύσιμα. Σε αυτό το πλαίσιο, τεράστια ποσά κρατικών επιδοτήσεων ενισχύουν τις επενδύσεις στη λεγόμενη πράσινη ενέργεια σε ΗΠΑ, Κίνα και Ευρώπη.
Ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας κατευθύνεται σε επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια. Για την ΕΕ αυτό δεν είναι απλώς μια οικολογική επιλογή. Αρκετοί στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και στο Βερολίνο θεωρούν ότι αυτή η εξέλιξη θα σημάνει και την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μάλιστα, σε περιφερειακές οικονομίες, όπως η ελληνική, η κυβέρνηση θεωρεί πως οι επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια θα έχουν μόνιμες θετικές επιπτώσεις στην οικονομία, οδηγώντας τη στον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης.
Αυτές οι προσδοκίες, όμως, έχουν υποτιμήσει σημαντικές οικονομικές παραμέτρους. Η βασικότερη είναι το ότι η τιμές της πράσινης ενέργειας παραμένουν υψηλότερες από εκείνες της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, και τούτο παρά τη χρήση ελεύθερων πρώτων υλών, όπως ο ήλιος ή ο αέρας. Επιπλέον, οι τιμές αυτές έχουν καταστεί ρυθμιστικές στην αγορά ενέργειας, αφού καθορίζουν και το ύψος του κόστους των αδειών εκπομπής ρύπων που υφίστανται οι παραδοσιακές βιομηχανίες ενέργειας. Έτσι, οι τιμές της ενέργειας έχουν ανέβει στα ύψη, πλήττοντας το κόστος παραγωγής, ιδιαίτερα σε οικονομίες με ανταγωνιστικό μειονέκτημα, όπως η Ελλάδα.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η απόφαση της σταδιακής μετάβασης σε πηγές ενέργειας που δεν θα προέρχονται ή θα σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα οδήγησε στον περιορισμό των ερευνών και των γεωτρήσεων, ενώ την ίδια ώρα οι ενεργειακές ανάγκες αυξάνονταν. Το αποτέλεσμα ήταν τα λιγότερο παραγωγικά «πηγάδια» πετρελαίου και κοιτάσματα αερίου να καταστούν ρυθμιστικό κεφάλαιο και οι τιμές να εκτιναχθούν στα ύψη. Παρότι η έξαρση των τιμών, ιδιαίτερα για το φυσικό αέριο, έχει περιοριστεί σημαντικά, οι τιμές της κιλοβατώρας παραμένουν σημαντικά υψηλότερες από τον μέσο όρο της δεκαετίας, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις τιμές της βενζίνης και του πετρελαίου.
Θύματα αυτών των εξελίξεων είναι πρωτίστως οι αγρότες, οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν τις άμεσες συνέπειες της κλιματικής κρίσης (φωτιές, πλημμύρες, ξηρασία κ.λπ.), τον περιορισμό των καλλιεργήσιμων γαιών λόγω της εγκατάστασης φωτοβολταϊκών αλλά και κρατικούς περιορισμούς στην παραγωγή, ιδιαίτερα στον κλάδο της κτηνοτροφίας. Το αποτέλεσμα είναι μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, που έχουν συναντήσει τη χλεύη «οικολόγων του καναπέ», οδηγώντας μεγάλο μέρος των αγροτών στην αγκαλιά της Ακροδεξιάς. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι οι τιμές των τροφίμων στο ράφι έχουν οδηγηθεί στα ύψη, εξανεμίζοντας το λαϊκό εισόδημα, όπως έχουμε καταλάβει όλοι στην τσέπη μας.
Το πρόβλημα των πολλαπλών κρίσεων είναι ότι δεν λύνονται με ιδιωτικές επιδοτούμενες επενδύσεις. Χρειάζονται συντονισμένες ενέργειες που προγραμματίζουν τη βέλτιστη λύση ανάμεσα σε αντιφατικές μεταξύ τους ενέργειες. Η εμμονή του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου status quo στις δυνάμεις της αγοράς, ακόμα και με την παρέμβαση ενός κράτους-επιχειρηματία, το μόνο που κάνει εντέλει είναι να επιτείνει τα αδιέξοδα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ