Β. Κορκίδης στο “Π”: Σε διαφορετικούς ρυθμούς εμπόριο και βιομηχανία από τουρισμό και ναυτιλία
Του
ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΡΚΙΔΗ
Προέδρου ΕΒΕΠ
Μετά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, βλέπουμε με συγκρατημένη αισιοδοξία τον επιχειρηματικό ορίζοντα στην ελληνική αγορά σε σχέση με τα στοιχεία ως προς την πορεία της εθνικής οικονομίας. Και τούτο γιατί οι οιωνοί μπορεί να είναι ελπιδοφόροι, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό με το προηγούμενο διάστημα ούτε με το ίδιο πρόσημο σε όλους τους κλάδους της αγοράς.
Το πρώτο τρίμηνο του έτους οι βασικοί πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, το εμπόριο, η βιομηχανία, η ναυτιλία και ο τουρισμός, δείχνουν διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αυξομειώσεις δυναμικής. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η οικονομική ανάπτυξη, παρά τον αρχικό στόχο για 2,9%, αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή στο 2,3% την επόμενη διετία. Πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα εξελιχθούν κατά τη διάρκεια του 2024 οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Η ιδιωτική κατανάλωση, που με 68% πρωταγωνιστεί στην ελληνική οικονομία, αναμένεται να επεκταθεί και το 2024 με παρόμοιους ετήσιους ρυθμούς, με τη συνολική συμβολή της, μαζί με τη δημόσια κατανάλωση, στο πραγματικό ΑΕΠ να φτάνει στο 88%. Επίσης, η σύσφιγξη της αγοράς εργασίας, σε συνδυασμό με την πρόσφατα ανακοινωθείσα αύξηση του κατώτατου μισθού, αναμένεται να αντιμετωπίσει κάποιες ανοδικές πιέσεις στις τιμές αγαθών, οι οποίες θα αντισταθμίσουν εν μέρει τον αντίκτυπο των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας στον πληθωρισμό.
Αν επιχειρήσουμε μια θεώρηση επιχειρηματικών κλάδων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση θετικού οικονομικού κλίματος, θα διαπιστώσουμε ότι ο ελληνικός τουρισμός το 2024 έχει βάλει πλώρη για νέο ρεκόρ, εν μέσω αντίξοων εξωτερικών συνθηκών. Η δυναμική του ελληνικού τουρισμού διατηρείται και το 2024, με τις προβλέψεις να θέτουν τον πήχη των εσόδων άνω των 21 δισ. ευρώ. Οι επιχειρηματίες του τουρισμού εμφανίζονται αισιόδοξοι για το 2024, επιβεβαιώνοντας τη διατήρηση της περυσινής ισχυρής δυναμικής του κλάδου, με τις προκρατήσεις να φέρουν θετικό πρόσημο, ενώ ανάκαμψη σημειώνουν και οι περιοχές που είχαν μείνει πίσω λόγω της πανδημίας. Την ίδια ώρα, οι επιβάτες κρουαζιέρας αναμένεται να φτάσουν και να ξεπεράσουν φέτος στη χώρα μας τα 8 εκατ., σπάζοντας κάθε ρεκόρ, με αύξηση 15%. Οι προβλέψεις γίνονται με βάση τα στοιχεία των προκρατήσεων των κρουαζιερόπλοιων σε 49 ελληνικούς προορισμούς για το 2024, με εκτιμήσεις για αύξηση γύρω στο 10% στις αφίξεις που αναμένονται φέτος στα λιμάνια μας. Ο Πειραιάς έχει ήδη 1.042 προκρατήσεις, με αύξηση του αριθμού των εταιρειών που θα χρησιμοποιήσουν το λιμάνι ως «home port». Η μετάφραση του τελευταίου στοιχείου είναι σημαντική γιατί σημαίνει διαμονή πριν από την επιβίβαση και μετά την αποβίβαση σε λιμάνι μας, προκειμένου να επισκεφθούν αρχαιολογικούς χώρους ή να συνεχίσουν τις διακοπές τους σε άλλους τουριστικούς προορισμούς. Και σε αυτό το θετικό κλίμα θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον τομέα του yachting, όπου επίσης τα στοιχεία για τις κρατήσεις – ενοικιάσεις σκαφών είναι θετικά.
Στη βιομηχανία μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε πέντε «βιομηχανικά λουκέτα» εργοστασίων πολυεθνικών μέσα σε δώδεκα μήνες. Μετά την ανακοίνωση για το κλείσιμο της υαλουργίας «Γιούλα» στην Αττική, ανακοινώθηκε ακόμα ένα λουκέτο, της χαρτοποιίας Sonoco Hellas στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ το 2023 προηγήθηκαν αυτά της Reckitt Benckiser στο Βασιλικό Χαλκίδας, της Tupperware στη Θήβα και της Crown Hellas Can σε Πάτρα και Κόρινθο. Γενικότερα για τη βιομηχανία το θέμα του ενεργειακού κόστους παραμένει «πρόβλημα» για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των παραγόμενων ελληνικών προϊόντων, γεγονός που επηρεάζει και τις εξαγωγές. Η κατάσταση που δημιουργείται σίγουρα επιβάλλει άμεσες ενέργειες από τα συναρμόδια υπουργεία, ώστε να αποτραπούν και άλλες αποχωρήσεις πολυεθνικών, αφήνοντας πίσω τους λουκέτα στην ελληνική παραγωγή και χιλιάδες ανέργους. Μια σημαντική πρόταση θα ήταν η απελευθέρωση της άδειας παραγωγής ενέργειας των εταιρειών που χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες νόμιμες και αδειοδοτημένες στέγες τους, που σημαίνει πως οι εταιρείες είναι ενεργές και χρειάζονται πραγματικά οικονομική ενέργεια, η οποία τις βοηθά να παραμείνουν βιώσιμες και παραγωγικές. Επιπροσθέτως, δεν δημιουργείται θέμα «κατάληψης» γεωργικής γης για την παραγωγή ενέργειας, ενώ αμβλύνεται και η υπόθεση της εισαγωγής ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών. Η πρόταση του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά στην κυβέρνηση είναι, ακόμα και όταν η αυτοπαραγωγή ενέργειας δεν επιδοτείται, τουλάχιστον να αδειοδοτείται, σύμφωνα με τις δυνατότητες και τους διαθέσιμους χώρους της κάθε βιομηχανίας.
Το ισχυρό χαρτί μας φέτος είναι η ναυπηγική βιομηχανία και γενικότερα ο ναυπηγοεπισκευαστικός κλάδος, ο οποίος αναζωογονήθηκε με την επιτυχημένη επανεκκίνηση του Νεωρίου, και της Ελευσίνας αλλά και του Σκαραμαγκά. Πλέον, η Ελλάδα μπορεί να επανατοποθετηθεί ανταγωνιστικά στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά μέσω των ναυπηγείων της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε αύξηση του εφοδιασμού των πλοίων.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου ο κύκλος εργασιών τον Ιανουάριο του 2024 ανήλθε σε 3,3 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 10% σε σχέση με τα 3 δισ. ευρώ του Ιανουαρίου του 2023. Ωστόσο, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ «ψαλίδισαν» τις εκτιμήσεις για δυναμική πρόοδο, καθώς ο Γενικός Δείκτης Κύκλου Εργασιών κατά τον Ιανουάριο του 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό παρουσίασε μείωση 2,3% και σε σύγκριση με τον Δείκτη του Δεκεμβρίου του 2023 μείωση 24,1%. Αντίστοιχα, ο Γενικός Δείκτης Όγκου, δηλαδή του κύκλου εργασιών σε σταθερές τιμές, κατά τον Ιανουάριο του 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό παρουσίασε μείωση 8,9% και σε σύγκριση με τον Δείκτη του Δεκεμβρίου του 2023 μείωση 22,4%.
Μιλώντας πάντα για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, το περασμένο έτος ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, μετά τη σημαντική ενίσχυση που κατέγραψε στις 69,5 μονάδες το 2022 και την ήπια υποχώρηση στις 66,7 μονάδες το πρώτο εξάμηνο του 2023, υποχώρησε σημαντικά το δεύτερο εξάμηνο του 2023 στις 63,9 μονάδες. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων, μετά την άνοδο και τη σταθεροποίηση που παρουσίασε τα προηγούμενα τρία εξάμηνα, τείνει προς υποχώρηση, μάλλον λόγω των αβεβαιοτήτων που συνεχίζουν να υφίστανται, οι οποίες τροφοδοτούνται τόσο από το ρευστό οικονομικό περιβάλλον όσο και από συνθήκες που εντείνουν την ανασφάλεια των επιχειρήσεων. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι 6 στις 10 επιχειρήσεις θεωρούν πως θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Αυτό αποτυπώνεται και στον Δείκτη Προσδοκιών των ΜμΕ, που μετά από δύο συνεχόμενα εξάμηνα ανόδου υποχωρεί, υποδεικνύοντας ότι οι επιχειρήσεις είναι λιγότερο αισιόδοξες για το μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να μας προβληματίσει το ότι τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένουν. Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας, 1 στις 2 επιχειρήσεις δήλωσε ότι έχει μηδενικά ρευστά διαθέσιμα ή διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για έναν μήνα. Επιπλέον, 1 στις 3 επιχειρήσεις βρίσκεται με καθυστερημένες – ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ιδιαίτερα υψηλά ποσά. Όσο εντονότερα είναι τα προβλήματα ρευστότητας τόσο ασθενέστερη είναι η δυνατότητα των ΜμΕ να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Τέλος, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων δύο περίπου ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, το οποίο έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35%. Τίποτα δεν θα είναι εύκολο για τους ΜμΕ της ελληνικής αγοράς στο άμεσο μέλλον.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ