Η ήττα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές και η επόμενη ημέρα στα ελληνοτουρκικά – Του Λ. ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ

Η ήττα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές και η επόμενη ημέρα στα ελληνοτουρκικά – Του Λ. ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ


Του
ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗ*
Αντιστράτηγου ε.α.


Η προκλητική ρητορική Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου και η μεγάλη ήττα του στις τελευταίες δημοτικές εκλογές δημιουργούν νέα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περίοδος αυτή επισκιάζεται από τη Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας και τις ζυμώσεις επίλυσης των διαφορών με την Άγκυρα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η επιθετική ρητορική του τούρκου Προέδρου έχει σχέση με ψηφοθηρικό τακτικισμό κατά την προεκλογική περίοδο ή με εφαρμογή συγκεκριμένης στρατηγικής της Άγκυρας έναντι της Αθήνας.

Κατά την περίοδο της έντασης (2020 – 2022) παρατηρήθηκε μια οργανωμένη τουρκική προσπάθεια άσκησης υβριδικής πίεσης στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όπου χρησιμοποιήθηκαν και πρακτικές ψυχολογικών επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνοντας ακραία ρητορική, προβολή επιθετικών μηνυμάτων μέσω των φιλοερντογανικών ΜΜΕ, επίδειξη επιθετικών συστημάτων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας με ικανότητες πλήγματος της ελληνικής επικράτειας κ.ά.

Μετά τη Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας μειώθηκε στο Αιγαίο η τουρκική πτητική δραστηριότητα και δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι θα ελαχιστοποιηθεί και η επιθετική ρητορική από τους τούρκους αξιωματούχους. Αυτό που διαπιστώθηκε από τουρκικής πλευράς σε επίπεδο έκφρασης λόγου είναι η αποφυγή χρήσης του όρου «τουρκική» σε δημόσιες αναφορές για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, προτιμώντας τον όρο «ομογένεια», η χρησιμοποίηση του όρου «εχθρός» αποφεύγοντας τον όρο «Έλληνας» ή «ελληνικό» και η δημόσια επίκληση του Δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» χωρίς να συνοδεύεται από αντίστοιχο χάρτη. Η Ελλάδα, αφού παρείχε καλή μαρτυρία στις ΗΠΑ για το πράσινο φως στο τουρκικό πρόγραμμα προμήθειας / αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16, απελευθέρωσε το καθεστώς βίζας για τούρκους πολίτες σε δέκα νησιά του Αιγαίου, παρέχοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα για τουρκική οικονομική/επιχειρηματική διείσδυση στην Ελλάδα.

Προεκλογικός τακτικισμός ή στρατηγική άσκησης πίεσης;
Η Αθήνα προσπάθησε να αποδώσει την επιθετική ρητορική του τούρκου Προέδρου σε πιθανή προεκλογική εργαλειοποίηση λόγω των δημοτικών εκλογών (31 Μαρτίου). Αυτή η ερμηνεία κρίνεται μάλλον επισφαλής, καθώς το διακύβευμα στις εκάστοτε δημοτικές εκλογές στην Τουρκία δεν είναι ο εξωτερικός εχθρός, αλλά τα εσωτερικά θέματα, όπως η οικονομία, η ανεργία κ.λπ. Εξάλλου, στις δύο προηγούμενες προεκλογικές περιόδους των αυτοδιοικητικών εκλογών, το 2014 και το 2019, δεν είχε παρατηρηθεί ακραία ρητορική εναντίον της Ελλάδας. Για την καλύτερη ερμηνεία της ακραίας ρητορικής Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου θα πρέπει πάντα να συνεξετάζεται και η στάση συγκεκριμένων ΜΜΕ και αναλυτών της γειτονικής χώρας, οι οποίοι συγχρονίζονται με την κυβερνητική γραμμή, κάτι το οποίο είναι πρόδηλο και την παρούσα περίοδο, αποσκοπώντας στον εκφοβισμό της ελληνικής κοινής γνώμης αλλά και της κυβερνητικής ελίτ.

Η Άγκυρα πιέζει για διαπραγματεύσεις στα σκληρά θέματα
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι την περίοδο αυτή, την οποία η Αθήνα θεωρεί ευνοϊκή για τη βελτίωση των σχέσεων με την Άγκυρα, η τουρκική πλευρά όχι μόνο δεν σέβεται τη Διακήρυξη των Αθηνών, αλλά προσφεύγει στην προσφιλή μέθοδο άσκησης πίεσης στον Ελληνισμό. Η τουρκική πλευρά επιλέγει την άσκηση πίεσης, στοχοποιώντας την ελληνική κυβέρνηση για επίσπευση των διαπραγματεύσεων, με ταυτόχρονη διεύρυνση της σχετικής ατζέντας και επί των θεμάτων του σκληρού πυρήνα των τουρκικών αξιώσεων, ενώ παράλληλα επιδιώκεται η ψυχολογική εξασθένιση της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο τα εθνικά αντανακλαστικά.

Ο Ερντογάν δεν ικανοποιείται πλέον μόνο από τις συνομιλίες στα «θέματα που συμφωνούμε», αλλά βιάζεται και πιέζει και για τα «σκληρά θέματα». Η βιασύνη του αυτή έχει σχέση και με τις αμερικανικές εκλογές, καθώς μια πιθανή εκλογή Τραμπ, ο οποίος πιθανότατα θα έκλεινε το μέτωπο στην Ουκρανία, θα αποστερούσε τον Ερντογάν από το εκβιαστικό χαρτί των άριστων σχέσεων με τον Πούτιν, το οποίο η Άγκυρα χρησιμοποιεί με σχετική μαεστρία έναντι της παρούσας αμερικανικής κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η συμφωνία για την προμήθεια / αναβάθμιση των F-16, οι συζητήσεις για τα F-35, οι συμφωνίες για προμήθεια τουρκικού αμυντικού υλικού με προορισμό την Ουκρανία κ.ά.

Αρνητική εξέλιξη για το θέμα αυτό αποτελεί και η ιστορική ήττα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου, καθώς αποτελεί πάγια τακτική του Τούρκου Προέδρου η εργαλειοποίηση των εθνικών θεμάτων και η όξυνση της ρητορικής με χαρακτηριστικά εθνικιστικού τυχοδιωκτισμού, με τελικό σκοπό την αύξηση της δημοφιλίας του, η οποία έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα.

Επαναξιολόγηση από ελληνικής πλευράς
Η Αθήνα οφείλει να επαναξιολογήσει τη διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και να αποφύγει φαινόμενα ενδοτικότητας στις τουρκικές πιέσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι διατηρεί ποιοτικά στοιχεία υπεροχής έναντι της Άγκυρας, τα οποία όχι μόνο δεν εκμεταλλεύεται, αλλά φαίνεται σαν να είναι όμηρος της Διακήρυξης των Αθηνών. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε το φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ισχυρότατων Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, την υπεροχή της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας έναντι της τουρκικής, τις συμμαχίες με ισχυρές χώρες, τη σχεδόν μόνιμη δέσμευση του πιο επιχειρησιακού τμήματος των ΤΕΔ εντός της εδαφικής επικράτειας άλλων χωρών (Ιράκ – Συρία), τη συνεχιζόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης του τούρκου Προέδρου στο Τουρκικό Στράτευμα κ.ά.

Η Αθήνα, υπό το φως αυτών των εξελίξεων, θα πρέπει να επιταχύνει το εξοπλιστικό πρόγραμμα και το αντίστοιχο της αύξησης της επάνδρωσης των Ενόπλων Δυνάμεων, δείχνοντας στην Τουρκία ότι διαθέτει στρατιωτική ισχύ και αποφασιστικότητα και στρατηγική εκμετάλλευσης των ισχυρών συμμαχιών, και να διατηρήσει κλειστή κάθε πόρτα διαπραγμάτευσης επί θεμάτων εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη φιλία μόνο με όρους ισχύος και η ισχύς απαιτεί μέσα, αποφασιστικότητα, προσωπικότητα και στρατηγική.

* Ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης είναι Απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας, Κάτοχος MBA από το Nottingham Trend University, Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ και υποψήφιος Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ διετέλεσε Μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1995 – 1999 και Ακόλουθος Άμυνας στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα, με παράλληλη διαπίστευση στο Μπακού, την περίοδο 2013 – 2017. Είναι συνεργάτης του αμερικανικού Ινστιτούτου Αναλύσεων «Defense & Foreign Affairs». Αποστρατεύθηκε τον Μάρτιο του 2022.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτο: www.facebook.com/imamogluekrem


Σχολιάστε εδώ