Ασπασία Κουρουπάκη στο “Π”: ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας, οι «χρυσοί χορηγοί» της κυβέρνησης Μητσοτάκη
Της
ΑΣΠΑΣΙΑΣ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ
Βουλευτού Νίκης Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών
Ως Νίκη δεν τρέφαμε και πολλές αυταπάτες για την τύχη της πρότασης μομφής που υπέβαλαν το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά και η Πλεύση Ελευθερίας. Όχι μόνο γιατί το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο λόγω της κυβερνητικής πλειοψηφίας αλλά και γιατί, δυστυχώς, η κυβέρνηση αυτή έχει «χρυσούς χορηγούς» όσους υποτίθεται ότι την αντιπολιτεύονται.
Τα κόμματα που υποτίθεται ότι αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση είχαν μια σπουδαία ευκαιρία να φανεί ξεκάθαρα ότι η κυβέρνηση αυτή δεν έχει πια τη στήριξη της κοινωνίας.
Στο νομοσχέδιο για τον γάμο τον ομοφυλοφίλων μπορούσαν να εκθέσουν ανεπανόρθωτα την κυβέρνηση και να πετύχουν να τεθεί ζήτημα νομιμοποίησής της. Άλλωστε, η πλειονότητα της κοινωνίας ήταν αντίθετη. Αρκούσε μόνο να κάνουν για λίγο στην άκρη τις ροζ ιδεοληψίες και να δώσουν έμφαση στις παθογένειες που σήμερα καταγγέλλουν.
Τότε, όμως, στη συζήτηση για τον γάμο των ομοφυλοφίλων, το έγκλημα στα Τέμπη, οι υποκλοπές, η υπονόμευση του Κράτους Δικαίου και γενικά όσα αναφέρθηκαν στην πρόταση μομφής δεν ήταν τόσο ψηλά στην ατζέντα του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας όσο ήταν το μείζον πρόβλημα της… υιοθεσίας από ομοφυλόφιλα ζευγάρια! Στάθμισαν ότι όλα αυτά τα ζητήματα ήταν λιγότερο σοβαρά από την προώθηση της woke ατζέντας. Και ήρθαν με την πρόταση μομφής να τα ξαναθυμηθούν.
Μακάρι να υπήρχε δυνατότητα να υποβληθεί πρόταση μομφής και προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να την απευθύνουμε σε όσους συνέπραξαν στο ροζ ξέπλυμα της κυβέρνησης, καθώς ψηφίζοντας αυτό το νομοσχέδιο σπατάλησαν την ιστορική ευκαιρία να φανεί ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τη δημοκρατική νομιμοποίησή της.
Όλα όσα έγιναν στη Βουλή ήταν απλώς επικοινωνιακές μάχες για τον «μικρό τελικό» και τη «Β’ Εθνική» της πολιτικής ζωής. Για την κοινωνία, όμως, είναι αδιάφορο το ποιος εντυπωσίασε πιο πολύ στις κοινοβουλευτικές «κοκορομαχίες». Αφ’ ης στιγμής αυτές οι πολιτικές δυνάμεις επέλεξαν να στηρίξουν την κυβέρνηση στην πιο δύσκολη στιγμή της, είναι και συνεργάτες της, και ως τέτοιους τις βλέπουμε.
Εξάλλου, το ότι στην ουσία είναι όλοι τους συνεργάτες προκύπτει και από μια άλλη διάσταση του θέματος της τραγωδίας των Τεμπών: Από το πώς αντιμετωπίζουν γενικά την ασφάλεια του επιβάτη και του εργαζομένου στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Εμείς στη Νίκη, ύστερα από αρκετή περίσκεψη, υποβάλαμε πρόταση νόμου με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε κάθε επιβάτη και σε κάθε εργαζόμενο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να διαταχθεί η διενέργεια ιδιωτικού ελέγχου τήρησης των Κανονισμών Ασφαλείας, αν πιθανολογείται κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία ή την ασφάλειά του.
Όλα τα άλλα κόμματα, τόσο αυτά που κόπτονται για τους εργαζομένους όσο και όσα προσποιούνται ότι ενδιαφέρονται για τους επιβάτες, δεν τόλμησαν ποτέ να προτείνουν ένα τέτοιο δικαίωμα, γιατί κατά βάθος φοβούνται να ελεγχθούν από τον απλό πολίτη. Δεν θέλουν να βγάλουν οι απλοί πολίτες στην επιφάνεια τα τραγικά ελλείμματα στα ζητήματα ασφάλειας των μεταφορών. Δεν θέλουν ο πολίτης να είναι ελεύθερος να διαπιστώνει μόνος του τις αρρυθμίες του συστήματος.
Όλα αυτά τα κόμματα θέλουν ο έλεγχος τήρησης των Κανονισμών Ασφαλείας να είναι ένα κρατικό μονοπώλιο, που θα χειραγωγείται από την εκάστοτε κομματική αγέλη, προκειμένου έτσι να συγκαλύπτονται και να αποδίδονται στον ανθρώπινο παράγοντα οι τραγικές ανεπάρκειες που προκαλούνται από τις διαχρονικές αποφάσεις του πολιτικού συστήματος.
Η παραπάνω πρότασή μας είχε πολύ περισσότερη πολιτική βαρύτητα από την άσφαιρη και καθαρά επικοινωνιακή πρόταση δυσπιστίας, η οποία σε κάθε περίπτωση διευκόλυνε την κυβέρνηση, αφού της πρόσφερε έξι μήνες αναμφισβήτητης πολιτικής κυριαρχίας, δεδομένου ότι βάσει του Συντάγματος δεν μπορεί να εισαχθεί άλλη πρόταση δυσπιστίας, ακόμη κι αν λάβουν χώρα ραγδαίες εξελίξεις σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο.
Σε μια περίοδο που υπάρχει τόσο έντονη γεωπολιτική αστάθεια, η εξάμηνης διάρκειας «λευκή κάρτα» που χορηγήθηκε στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σπατάλησε το μοναδικό πολιτικό όπλο που θα μπορούσε να προκαλέσει ενδοιασμούς σε μια εθνικά επικίνδυνη, λόγω της κατευναστικής πολιτικής της, κυβέρνηση.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ