Οι μαξιμαλιστικές δηλώσεις Ερντογάν για την Κύπρο και η αποστασιοποίηση των Αθηνών από το Κυπριακό
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Μιλώντας, προσφάτως, σε στελέχη του κόμματός του και σε δημοσιογράφους, ο Τούρκος Πρόεδρος άφησε να διαφανεί η πολιτική της καρδιάς του, όπως συνηθίζει να λέει. Εξέφρασε τη λύπη του γιατί, το 1974, δεν κατελήφθη ολόκληρη η Κύπρος. «Δεν θα είχαμε σήμερα», είπε, «Βόρεια και Νότια Κύπρο. Θα ήταν όλη δική μας».
Τέτοιες απόψεις είχε, το 1974, ο Ισλαμιστής συνεταίρος στην κυβέρνηση του Ετσεβίτ, ο Νεγκμεντίν Ερμπακάν, ιδεολογικός μέντωρ του Ερντογάν, κατά τα πρώτα χρόνια της πολιτικής σταδιοδρομίας του. Τότε που έλεγε ότι «τα τζαμιά είναι οι ασπίδες μας και οι μιναρέδες οι λόγχες μας».
Γιατί, όμως, ο Ερντογάν κάνει τώρα τέτοιους είδους δηλώσεις, ενώ έχει υπογράψει με τον Έλληνα πρωθυπουργό τη Διακήρυξη των Αθηνών, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, και καταβάλλονται αμοιβαίες, υποτίθεται, προσπάθειες για ήρεμα νερά και νηνεμία, τέλος πάντων, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Η πρώτη απάντηση, που έσπευσε να υιοθετήσει η πρώην υπουργός Εξωτερικών, αδελφή του πρωθυπουργού και υπέρμαχος μιας πολιτικής κατευνασμού με την Τουρκία, Ντόρα Μπακογιάννη, είναι οι προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν. Προσπαθεί, δηλαδή, να ευνοήσει τον δικό του υποψήφιο στις αυτοδιοικητικές εκλογές της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ο σημερινός Δήμαρχος Ιμάμογλου προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Επί δεκαετίες, μια ορισμένη μερίδα του Ελληνικού πολιτικού κόσμου βολευόταν να ερμηνεύει τις δηλώσεις αναθεωρητισμού και επεκτατισμού της Τουρκικής πολιτικής ηγεσίας με τον τρόπο αυτό. Ότι, δηλαδή, εκπορεύονταν από τον δημαγωγικό ανταγωνισμό μεταξύ κομμάτων κατά την εκλογική αντιπαράθεση και ότι δεν παρέπεμπαν αναγκαστικά σε μια συγκροτημένη, πραγματική και πάγια αναθεωρητική, επεκτατική πολιτική.
Η διαρροή του χρόνου και οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα, κατά το διάστημα αυτό, αποδεικνύουν, προφανώς, άλλα πράγματα και ο ισχυρισμός ότι οι δηλώσεις του είδους αυτού είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση είναι αβάσιμες και επικίνδυνες.
Οι δηλώσεις Ερντογάν για την Κύπρο δεν είναι τυχαίες, ούτε μόνο δημαγωγικές για εκλογικές σκοπιμότητες. Αλλά:
• Εκφράζουν πίεση και συγκεκαλυμμένη απειλή. Πίεση να αποδεχθεί η Ελληνική πλευρά την Τουρκική αξίωση για δύο κράτη ως βάση για τις επιζητούμενες συνομιλίες. Απειλή ότι αυτό που δεν έγινε το 1974 μπορεί να γίνει κάποια άλλη στιγμή, ιδίως με την ευκαιρία μιας διεθνούς αναταραχής, όταν η διεθνής προσοχή θα είναι στραμμένη προς άλλη κατεύθυνση.
• Συνοδεύονται με την Τουρκική θέση που διαχωρίζει το Κυπριακό από τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, τα δύο θέματα δεν συνδέονται μεταξύ τους και αντιμετωπίζονται με χωριστό, ανεξάρτητο τρόπο. Ο Ερντογάν θεωρεί, με βάση τη θέση αυτή, ότι δεν έχει καμιά υποχρέωση και καμιά δέσμευση να επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση στο θέμα της Κύπρου, στο πλαίσιο του σημερινού Ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Ο Ερντογάν δεν θέλει την αποσύνδεση της Κύπρου από τα Ελληνοτουρκικά, προφανώς για να κάνει απλώς δηλώσεις. Η Άγκυρα επιδίωκε πάντα την απομόνωση της Κύπρου, για να μπορεί ανετότερα να επιδιώκει τους μακροπρόθεσμους στόχους της και να εμποδίσει την Κύπρο να αλλάξει την αμυντική της κατάσταση. Είναι εκπληκτικό ότι μισό αιώνα μετά την Τουρκική εισβολή και παρά τις διακηρύξεις, σε διάφορες περιστάσεις, από τότε η Κύπρος παραμένει ακόμη ουσιαστικά ανοχύρωτη, χωρίς ένα ολοκληρωμένο αμυντικό σύστημα, που να καλύπτει την άμυνα και την ασφάλειά της.
Κάποια αόρατη δύναμη παρεμβαίνει και ανακόπτει οποιαδήποτε σοβαρή πρωτοβουλία για αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Πριν από την εισβολή, ο ξένος παράγων, που ήθελε να λυθεί το Κυπριακό με Ελληνικές παραχωρήσεις, θεωρούσε αναγκαίο η Ελληνική πλευρά να είναι στρατιωτικά αδύναμη, για να υπόκειται στην Τουρκική απειλή για εισβολή, εάν δεν υποχωρούσε ώστε να βρεθεί μια λύση που θα ικανοποιούσε την Άγκυρα.
Η αμυντική θωράκιση της Κύπρου είναι λογικό να συνδέεται, κατά πρώτο λόγο, με την Ελλάδα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο, το 1982, διεκήρυξε το δόγμα ότι οποιαδήποτε προέλαση του Αττίλα θα ήταν casus belli για την Ελλάδα. Η διακήρυξη είχε μεγαλύτερη ακόμη σημασία γιατί ήρθε ως απάντηση στις παρασκηνιακές απειλές ότι εάν ο Έλληνας πρωθυπουργός πραγματοποιούσε την επίσκεψή του στην Κύπρο, θα προήλαυνε ο Αττίλας.
Είχε μεγάλη σημασία επίσης ότι η διακήρυξη δεν ήταν γράμμα κενό. Συνοδευόταν από συγκεκριμένα έργα και κοινές ασκήσεις Ελλάδος – Κύπρου. Τότε έγινε με στρατιωτικές προδιαγραφές το αεροδρόμιο Ανδρέας Παπανδρέου στην Πάφο και σχεδιαζόταν η κατασκευή ναυτικής βάσεως, απαραίτητης για τη διαρκή παρουσία του Ελληνικού στόλου στην Κύπρο και την ανάπτυξη των ναυτικών της δυνάμεων.
Το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου ήταν μια απάντηση στην Τουρκική επιθετικότητα και ένα απαραίτητο μέρος μιας στρατηγικής εθνικής πολιτικής για την Κύπρο.
Ακολούθησε η πολιτική Σημίτη, που έκανε σημαία του τον κατευνασμό με την Τουρκία, με την περιβόητη θεωρία της μετατροπής δήθεν των Ελληνοτουρκικών προβλημάτων σε Ευρω-Τουρκικά. Με το ιδεολόγημα αυτό, η κυβέρνηση Σημίτη ανέλαβε να σύρει το Τουρκικό κάρο στην Ευρώπη, γιατί αυτό ήταν δήθεν προς το συμφέρον της Ελλάδος!
Δεν είναι παράξενο ότι ένας από τους θεωρητικούς της Σημιτικής πολιτικής και από τους σημαιοφόρους του ενδοτισμού στα εθνικά θέματα, ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, είναι και σήμερα ένας από τους εξάρχοντες του ενδοτικού χορού υπέρ του σημερινού πρωθυπουργού. Συμφωνεί πλήρως με την αποσύνδεση του Κυπριακού από τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και αποφαίνεται ότι η πρόοδος στα Ελληνοτουρκικά θα ωφελήσει και το Κυπριακό! Η Τουρκία όμως δεν αναζητά στην Κύπρο κάποια λύση κάτω από τον ήλιο της δικαιοσύνης. Θέλει αποσυνδεδεμένη την Κύπρο από τα Ελληνοτουρκικά:
• για να παραμείνει ανοχύρωτη και εύκολος στόχος. Ο Ερντογάν δεν δίστασε να ομολογήσει τους μύχιους πόθους και τις προθέσεις της Άγκυρας για την Κύπρο. Μισό αιώνα μετά την εισβολή, εξακολουθεί να ενισχύει τις κατοχικές δυνάμεις της με νέα άρματα, πυροβολικό, σύγχρονα ραντάρ, επιθετικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Θέλει να μετατρέψει την Κύπρο σε έρεισμα της στρατηγικής της στην Ανατολική Μεσόγειο.
• για να βγει από το κάδρο του εισβολέως και να παρουσιάζει το Κυπριακό ως θέμα διακοινοτικό και όχι ως θέμα εισβολής και κατοχής. Αυτό τη διευκολύνει, μεταξύ άλλων, να ζητά στο Αιγαίο τον αφοπλισμό των νησιών, χωρίς το βάρος της ενοχής της και την εισβολή στην Κύπρο.
• για να διεμβολίσει τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες της Κύπρου. Εάν η Ελλάδα αποστασιοποιείται από την Κύπρο, πώς θα δεσμευθούν για στρατιωτική βοήθεια άλλες, τρίτες χώρες;
Αυτό διευκολύνεται, δυστυχώς, και από την ακολουθούμενη πολιτική στην Κύπρο. Εάν επιδιώκεις μια λύση που θα ενίσχυε καταλυτικά τον γεωπολιτικό ρόλο της Άγκυρας στην Κύπρο, τι νόημα έχουν οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες; Αυτές δεν πρέπει να βρίσκονται σε αντίφαση με την ακολουθούμενη πολιτική, η οποία πρέπει να έχει ως στόχο την απαλλαγή της Κύπρου από την Τουρκική κατοχή.
Τα κόμματα ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, που πρωτοστατούν σε μια ενδοτική πολιτική, έχουν πολύ μεγάλες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Η Κύπρος και η Ελλάδα έχουν ανάγκη σήμερα από μια νέα εθνική στρατηγική, η οποία θα έχει ως άξονα αυτό που είναι η πραγματικότητα στην Κύπρο, η Τουρκική δηλαδή εισβολή και κατοχή. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος δεν χάνει ευκαιρία να μιλήσει για Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ας θυμηθεί, όμως, ότι υπάρχει και Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που είναι ο Ελληνικός εθνικός χώρος.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ