Μ. Αποστολάκη στο “Π”: Η κυβέρνηση απούσα στη μάχη κατά της ακρίβειας

Μ. Αποστολάκη στο “Π”: Η κυβέρνηση απούσα στη μάχη κατά της ακρίβειας

Της
ΜΙΛΕΝΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ
Βουλευτού ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Βόρειου Τομέα Αθηνών


Το πρόβλημα της ακρίβειας είναι αναμφίβολα ένα μέγα θέμα που απασχολεί τα νοικοκυριά και τους πολίτες στη χώρα μας. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον καλπάζοντα πληθωρισμό, τις αυξήσεις και την αισχροκέρδεια έχει φέρει σε αδιέξοδο πολλές οικογένειες και έχει δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση στην ελληνική κοινωνία.

Μπροστά στο τεράστιο αυτό πρόβλημα, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να ακολουθήσει μια πολιτική στρουθοκαμηλισμού και κοντόφθαλμης επικοινωνιακής διαχείρισης, προκρίνοντας τα μικροκομματικά και ψηφοθηρικά οφέλη. Αντί να αντιμετωπίσει από τη γέννησή του το πρόβλημα, αρχικά ισχυρίσθηκε πως η ακρίβεια και ο πληθωρισμός είναι εισαγόμενα και στη συνέχεια κατέφυγε σε καιροσκοπικές και πρόσκαιρες λύσεις μέσω μιας επιδοματικής πολιτικής (τα περίφημα «pass» για οτιδήποτε). Για να καταλήξει ο πρωθυπουργός εκ των υστέρων και υπό την πίεση των δημοσκοπικών ευρημάτων να ανακαλύψει την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια, δηλώνοντας πως «η χώρα δεν είναι Μπανανία».

Με την πολιτική της η κυβέρνηση δεν επιδίωξε να ρυθμίσει τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, τις στρεβλώσεις και την απληστία της αγοράς, αφήνοντας αχαλίνωτα τα υπερκέρδη, επιδιώκοντας να τροφοδοτήσει από τα υπερέσοδα του αυξημένου ΦΠΑ την επιδοματική της πολιτική, διαιωνίζοντας τη σημερινή απόκλιση των τιμών στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.

Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επαίρεται ότι ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 2,9%, γιατί τα στοιχεία που ανακοινώνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και δημοσιεύονται τακτικά στον Τύπο είναι αμείλικτα. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα αυξήθηκε κατά 8,3% την περίοδο Ιανουαρίου 2023 – Ιανουαρίου 2024, όταν σύμφωνα με τη Eurostat στην ΕΕ η αύξηση, κατά μέσο όρο, ήταν της τάξεως του 4,8%. Ενώ για μία ακόμη χρονιά η Ελλάδα αναγορεύεται πρωταθλήτρια στην τιμή της βενζίνης. Όσον αφορά τις τηλεπικοινωνίες, ο καταναλωτής στη χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει και νέες αυξήσεις κατά 20% –την ώρα που στην Ευρώπη οι αντίστοιχες τιμές πέφτουν– και να πληρώνει, σύμφωνα με τη Eurostat πάντα, κατά 50% ακριβότερες από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο υπηρεσίες και με μικρότερες ταχύτητες internet.

Την ώρα που η αθροιστική επιβάρυνση από τις τιμές των τροφίμων έχει ξεπεράσει το 25% και η αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει μειωθεί, οι μόνοι κερδισμένοι από τα κυβερνητικά μέτρα είναι οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, που θησαυρίζουν, με τζίρους δισεκατομμυρίων ευρώ, εις βάρος των χαμηλών εισοδημάτων, επιστρέφοντας στο Δημόσιο ψίχουλα από τα πρόστιμα που τους επιβάλλονται, με μεγάλη καθυστέρηση, και βέβαια εφόσον αυτά εισπράττονται.

Έχοντας χάσει οριστικά τη μάχη κατά της ακρίβειας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη για μία ακόμη φορά στέκεται και παρακολουθεί απαθής την κούρσα των ανατιμήσεων, χωρίς τη βούληση να αντιμετωπίσει τα δομικά προβλήματα που ανατροφοδοτούν το φαινόμενο της ακρίβειας. Την ίδια στιγμή, οι παγωμένοι μισθοί δεν κατορθώνουν (ακόμη και με «pass») να παρακολουθήσουν, πόσω μάλλον να καλύψουν τις αυξανόμενες τιμές στα ράφια και στις υπηρεσίες, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο τα νοικοκυριά στην ανέχεια.

Η πραγματικότητα αυτή επιβαρύνεται με εφιαλτικό τρόπο αν προστεθεί η παράμετρος του ιδιωτικού χρέους. Ενός ιδιωτικού χρέους που υπερβαίνει τα 270 δισ. ευρώ. Αθροιστικά, χρωστούν πάνω από 7 εκατομμύρια ΑΦΜ και φυσικά πρόσωπα. Πιο συγκεκριμένα:

• 3.985.000 ΑΦΜ χρωστούν στην εφορία,
• 2.300.000 μητρώα οφείλουν στον ΕΦΚΑ,
• πάνω από 1 εκατομμύριο έχουν «κόκκινα» δάνεια,
• απροσδιόριστος αριθμός οφείλει σε εταιρείες ενέργειας, ΟΤΑ, ακάλυπτες επιταγές.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση, αντί να επιδίδεται σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και πρόστιμα που αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό των υπερκερδών, όφειλε να αντιμετωπίσει συντεταγμένα το πρόβλημα, με ουσιώδη και θαρραλέα μέτρα.

Αντί για επισκέψεις σε σούπερ μάρκετ και «market pass», θα έπρεπε:

• να μειώσει τον ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα, όπως το βρεφικό γάλα, και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης,
• να ενισχύσει τους ελέγχους στην αγορά, στελεχώνοντας τη ΔΙΜΕΑ και την Επιτροπή Ανταγωνισμού και ενδυναμώνοντας τις Ενώσεις Καταναλωτών, με τη δημιουργία μιας Ενιαίας Αρχής Καταναλωτών, για την ευαισθητοποίηση των πολιτών,
• να πατάξει τολμηρά τους κερδοσκόπους, δημοσιοποιώντας τα ονόματα των προϊόντων της αισχροκέρδειας,
• να παρέμβει δραστικά και να μην επιτρέψει στις τράπεζες να κερδοσκοπούν με την αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια και το χάσμα ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού και χορηγήσεων,
• να ρυθμίσει την αγορά στέγης, τη βραχυχρόνια μίσθωση, την αλλαγή χρήσης στα ακίνητα και την πολιτική της «golden visa», που αφελληνίζει μετά τα αστικά κέντρα και τις λαϊκές συνοικίες και πλήττει βάναυσα τα χαμηλά και μεσαία στρώματα αλλά και τα νέα ζευγάρια.

Ελεύθερη αγορά δεν σημαίνει ασύδοτη αγορά. Το κράτος οφείλει, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού και εποπτικού του ρόλου, να παρεμβαίνει οριοθετώντας υγιείς κανόνες ανταγωνισμού και υπηρετώντας με τον τρόπο αυτό το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική συνοχή. Πρόκειται ακριβώς για το αντίθετο μοντέλο δημόσιας πολιτικής από αυτό που ακολουθεί στη χώρα μας η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

 



Σχολιάστε εδώ