Κ. Χρυσόγονος στο “Π”: Nα πάψουν οι πολιτικοί να βρίσκονται στο ποινικό «απυρόβλητο»
Του
ΚΩΣΤΑ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ
Μέλους ΠΣ ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, πρώην Ευρωβουλευτή
Το κείμενο του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων Τεμπών 2023 έχει συγκεντρώσει ήδη πάνω από 1,3 εκατ. υπογραφές και συνεχίζει με αυξανόμενους ρυθμούς. Από τυπική άποψη, βέβαια, το κείμενο αυτό δεν συνιστά ολοκληρωμένη πρόταση νόμου, ώστε να υποχρεωθεί η Βουλή να το συζητήσει κατά το άρθρο 73 παρ. 6 Συντ. (εξυπακούεται πως, ακόμη κι αν υπήρχε τέτοια πρόταση, η Βουλή και πάλι δεν θα ήταν υποχρεωμένη να την αποδεχθεί).
Από ουσιαστική άποψη, ωστόσο, η φωνή διαμαρτυρίας ενός τόσο μεγάλου αριθμού πολιτών για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το θέμα η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας συνιστά από μόνη της βαρυσήμαντο πολιτικό γεγονός. Είναι χαρακτηριστικό, όσο και συμβολικό, το ότι στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2023 το κυβερνών κόμμα είχε λάβει περίπου 2,1 εκατ. ψήφους και δεν αποκλείεται το κείμενο του Συλλόγου να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει τον αριθμό αυτό.
Το περιεχόμενο του κειμένου, εξάλλου, απαιτεί εκείνο που θα έπρεπε να είναι, αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα δεν είναι, αυτονόητο, δηλαδή την ενεργοποίηση από τη Βουλή της διαδικασίας για τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των αρμόδιων υπουργών (Καραμανλή και Σπίρτζη). Τούτο ήδη ζητήθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ενώ και το Ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την (όχι ικανοποιητική) κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ελλάδα καλεί την Ελληνική Πολιτεία σε γρήγορη και αποτελεσματική έρευνα της ποινικής διάστασης του θέματος. Δυστυχώς, όμως, η Βουλή, με μεγάλη πλειοψηφία και ευρεία διακομματική συναίνεση, έχει απορρίψει την πρόταση του ΠΑΣΟΚ, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, για συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής (ποινικής) εξέτασης σε βάρος δύο υπουργών. Αντί για αυτό, τα υπόλοιπα (πλην ΠΑΣΟΚ) κόμματα προτίμησαν την ανώδυνη συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής, κατά το άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία από την ιστορική εμπειρία γνωρίζουμε ότι καταλήγει απλώς στη διατύπωση πολλών και διαφορετικών πορισμάτων (όσων και τα συμμετέχοντα στην Εξεταστική κόμματα), χωρίς καμία δεσμευτική νομική συνέπεια.
Πέρα από αυτό, το κείμενο του Συλλόγου απαιτεί, επίσης, την αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να αρθεί η υπερπροστασία των υπουργών έναντι του ενδεχομένου ποινικής δίωξης. Η ανάθεση, με το προαναφερθέν άρθρο 86, της αποκλειστικής αρμοδιότητας για την άσκηση δίωξης στη Βουλή (δηλαδή, κατ’ ουσίαν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία) οδηγεί, όπως ακριβώς το βλέπουμε περίτρανα στην περίπτωση των Τεμπών, στην ατιμωρησία των πολιτικών προσώπων.
Όπως είχα επισημάνει σε ανύποπτο χρόνο (στη μελέτη μου «Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2011, σελ. 269 επ., επίσης και στο site constitutionalism.gr), χρειάζεται να μεταφερθεί η αρμοδιότητα άσκησης δίωξης στις εισαγγελικές αρχές, ενδεχομένως με κάποια πρόβλεψη ειδικού οργάνου (π.χ., Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου), ώστε να εναρμονισθεί και η χώρα μας προς τα δεδομένα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, όπου οι πολιτικοί έχουν πια από καιρό πάψει να βρίσκονται στο ποινικό «απυρόβλητο».
Από τα τέλη του 2024 και μετά (πάροδος πενταετίας από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019), η παρούσα Βουλή μπορεί και πρέπει να διαπιστώσει την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 86, ώστε η επόμενη, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές του 2027, να την ολοκληρώσει, ενισχύοντας έτσι τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.