Έξαρση κρουσμάτων κοκκύτη στην Ευρώπη και στη χώρα μας

Ο ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ Η ΜΟΝΗ ΑΣΠΙΔΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

–Τα συμπτώματα και οι επιπλοκές του κοκκύτη

Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ


Τους τελευταίους μήνες, σε αρκετές χώρες της Ευρώπης (Δανία, Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία, Μοντενέγκρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία, Σερβία), μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, καταγράφεται αύξηση των κρουσμάτων κοκκύτη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.

Η αύξηση των δηλωθέντων κρουσμάτων κοκκύτη πιθανώς συνδέεται με τη μη έγκαιρη ανοσοποίηση ορισμένων ηλικιακών ομάδων, καθώς και με τη χαμηλότερη κυκλοφορία του παθογόνου κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από το ECDC (ο ΕΟΔΥ της ΕΕ), οι ηλικιακές ομάδες που προσβάλλονται περισσότερο είναι τα παιδιά, οι νεαροί έφηβοι αλλά και τα βρέφη που δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους.

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους έχουν καταγραφεί 34 κρούσματα κοκκύτη, ενώ κατά το έτος 2023 είχαν δηλωθεί 9 κρούσματα. Ανάμε­σα στα κρούσματα συ­μπε-
ριλαμβάνονται 17 παιδιά και έφηβοι, εκ των ο­ποίων 6 αφορούν βρέφη η­λικίας κάτω του έτους, ενώ ένα νεογνό κατέληξε.

Όπως επισημαίνει ο ΕΟΔΥ, ο κοκκύτης είναι μια ενδημική νόσος παγκοσμίως, η οποία εμφανίζει εξάρσεις κάθε τρία έως πέντε χρόνια, ακόμη και σε περιοχές με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη. Τα βρέφη διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσου και θανάτου και σχεδόν όλοι οι θάνατοι στις χώρες της Ευρώπης έχουν καταγραφεί σε βρέφη κάτω των τριών μηνών.

Η προστασία των βρεφών από σοβαρή νόσηση και θάνατο από κοκκύτη αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των προγραμμάτων εμβολιασμού. Ο έγκαιρος εμβολιασμός, από τον 2ο μήνα ζωής, σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ), και η ολοκλήρωση του εμβολιασμού με όλες τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων των παιδιών και των ενηλίκων, σύμφωνα με το ΕΠΕ, αποτελεί βασικό μέτρο πρόληψης του κοκκύτη.

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στον εμβολιασμό όλων των εγκύων (σε κάθε κύηση και κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης), καθώς και των λεχωίδων που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επίσης, συστήνεται ο έγκαιρος εμβολιασμός όλων των μελών της οικογένειας που έρχονται σε επαφή με νεογνά και βρέφη (τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την επαφή), ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.

Είναι επιβεβλημένη η εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας (ιδιαίτερα παιδιάτρων, νεογνολόγων, μαιευτήρων-γυναικολόγων, γενικών ιατρών, παθολόγων, πνευμονολόγων), η αυξημένη κλινική υποψία (ιδιαίτερα σε ενήλικες με επίμονο παροξυσμικό βήχα, ακόμα και χωρίς άλλα συμπτώματα), η εργαστηριακή επιβεβαίωση της διάγνωσης του κοκκύτη, όπως και η έγκαιρη έναρξη της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής. Υπενθυμίζεται ότι όλα τα άτομα που ήρθαν σε επαφή με κρούσμα κοκκύτη χρήζουν αντιμικροβιακής αγωγής, ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.

Ο ΕΟΔΥ, ως αρμόδιος φορέας για την επιδημιολογική επιτήρηση του κοκκύτη και την προστασία της δημόσιας υγείας, καταγράφει συστηματικά τα κρούσματα της νόσου και επισημαίνει την ανάγκη συμμόρφωσης με τις συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών.

Τα συμπτώματα και οι επιπλοκές του κοκκύτη
Αναλυτικότερα, ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella Pertussis), που είναι αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο. Διακρίνονται τρία στάδια της νόσου:

• Το πρόδρομο ή καταρροϊκό, που διαρκεί 1 – 2 εβδομάδες, κατά το οποίο ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο, ερεθιστικό, ξηρό βήχα, αρχικά νυκτερινό.

• Το παροξυσμικό, που διαρκεί 1 – 6 εβδομάδες, στο οποίο ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα. Οι παροξυσμοί του βήχα φτάνουν κατά μέσο όρο τους 15 το 24ωρο. Χαρακτηριστικά, έπειτα από βαθιά εισπνοή επέρχονται κατά την ίδια εκπνοή πολλές βηχικές ώσεις, τις οποίες ακολουθεί βαθιά, ηχηρή, συριγμώδης εισπνοή (εισπνευστικός συριγμός). Ο παροξυσμός περιλαμβάνει επεισόδια βήχα που διαδέχονται το ένα το άλλο με αυξανόμενη ένταση και συχνά τελειώνουν με εμετό. Στην αιχμή των παροξυσμών του βήχα προκαλείται άπνοια που οδηγεί σε κυάνωση, η οποία παρέρχεται μετά από εισπνευστικό συριγμό.

• Το στάδιο της αποδρομής, που διαρκεί 2 – 3 εβδομάδες, κατά το οποίο οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν. Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου, όταν υπάρχει, είναι συνήθως ήπιος.

Οι επιπλοκές είναι συχνότερες στα βρέφη και στα εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το κεντρικό νευρικό σύστημα. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία, η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή, προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά προβάλλει με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Άλλες, λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Τέλος, λόγω της αυξημένης πίεσης δημιουργούνται κήλες, ρινικές επιστάξεις, πρόπτωση του ορθού και πνευμοθώρακας.

Η μετάδοση γίνεται αερογενώς με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Σε εμβολιασμένους πληθυσμούς, τα βακτήρια συχνά μεταφέρονται στο σπίτι από ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφάκι ή μερικές φορές από έναν ενήλικα. Ο χρόνος επώασης του κοκκύτη κυμαίνεται συνήθως από 7 έως 10 ημέρες, με εύρος 4 έως 21 ημέρες (και σπανίως έως 42 ημέρες).

Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα, με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής 80% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν ανοσοποιηθεί). Οι πάσχοντες από κοκκύτη είναι περισσότερο μεταδοτικοί κατά τη διάρκεια του καταρροϊκού σταδίου, καθώς και τις δύο πρώτες εβδομάδες από την έναρξη του βήχα (περίπου 21 ημέρες), ενώ κάποια άτομα, ιδιαίτερα παιδιά που έχουν θετική καλλιέργεια για αρκετές εβδομάδες, παραμένουν μεταδοτικά για μεγαλύτερη περίοδο. Μετά, σταδιακά, η μεταδοτικότητα μειώνεται και γίνεται ασήμαντη σε τρεις εβδομάδες περίπου, παρά την επιμονή παροξυσμικού βήχα με συριγμό. Εάν γίνει έναρξη αγωγής με μακρολίδες, οι ασθενείς παύουν να είναι μεταδοτικοί πέντε ημέρες μετά την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής.

Η ευαισθησία στη λοίμωξη είναι γενική σε μη εμβολιασθέντα άτομα. Ο δείκτης δευτερογενούς προσβολής φτάνει το 80% για επίνοσα άτομα που διαμένουν στον ίδιο χώρο με το κρούσμα. Αν και τα αντισώματα περνούν τον πλακούντα, διαπλακουντιακή ανοσία δεν αποδεικνύεται σε βρέφη. Η επίπτωση είναι υψηλότερη σε παιδιά κάτω των πέντε ετών, εκτός από περιοχές όπου εφαρμόζονται αποτελεσματικά προγράμματα εμβολιασμού και παρατηρείται μετακίνηση της ηλικίας των επίνοσων στην εφηβεία. Κρούσματα με ήπια ή άτυπα συμπτώματα συμβαίνουν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Υπάρχει υψηλότερη επίπτωση και θνησιμότητα σε γυναίκες.

Η ανοσία μετά από φυσική νόσηση είναι συνήθως μακροχρόνια, αν και σπανίως αναφέρεται ότι μπορεί να συμβεί επαναπροσβολή (κάποια από αυτά τα κρούσματα αποδίδονται σε λοίμωξη από B. Parapertussis). Κρούσματα μπορεί να εμφανιστούν σε κανονικά εμβολιασμένους εφήβους και ενήλικες, λόγω του ότι η ανοσία μετά από εμβολιασμό προοδευτικά εξασθενεί. Έτσι, οι έφηβοι και ενήλικες αποτελούν πηγή λοίμωξης για ανεμβολίαστα βρέφη και παιδιά. Στα βρέφη κάτω του ενός έτους που νόσησαν από κοκκύτη, και ήταν δυνατός ο προσδιορισμός της πηγής της λοίμωξης, ως συχνότερη πηγή αναγνωρίστηκαν τα μέλη της ίδιας της οικογένειας (μητέρες 32%, κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας 43%).


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ